Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων, προστάτης των μελισσών και μελισσοκόμων.
Ο Προστάτης Άγιος των φτωχών και των μελισσών.
Ο Άγιος Φιλάρετος έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης. Η καταγωγή του ήταν από τα μέρη της Παφλαγονίας, από την πόλη Άμνεια, η οποία υπάγετο στην Μητρόπολη της Γάγγρας. Ήταν ο μακάριος όντως φιλάρετος, διότι κατά το όνομα του ήταν και στις πράξεις ευσεβής και ενάρετος αλλά και πολύ πλούσιος στην ψυχή αλλά και σε υλικά αγαθά. Είχε δώδεκα χιλιάδες πρόβατα, εξακόσια βόδια, άλογα, χωράφια με αμπέλια, οπωρώνες και άλλα όμοια, και δούλους και υπηρέτες. Η γυναίκα του ονόματι Θεοσεβώ ήταν ευγενική και με φόβο Θεού. Είχε ένα γιο τον Ιωάννη και δύο κόρες. Την Υπατία και την Ευανθία, οι οποίες ήσαν ωραιότερες από όλες τις γυναίκες του τόπου εκείνου.
Ο Φιλάρετος ήταν πολύ ελεήμων, φιλόπτωχος και φιλόξενος. Κάθε ημέρα έδινε άφθονα τον πλούτο του στους φτωχούς. Χόρταινε τους πεινασμένους, έντυνε τους γυμνούς, φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, υποδεχόταν τους ξένους και όλους όσους είχαν ανάγκη, ευσπλαχνιζόταν τους πάντες και τους έδινε ότι χρειάζονταν. Όχι δε μόνον τους πλησίον αγαπούσε και πρόσεχε αλλά και κάθε άνθρωπο φιλοδωρούσε πλουσιοπάροχα. Αλήθεια, έμοιαζε σαν άλλος Αβραάμ, παντού, στην φιλοξενία και στην προς τον πλησίον συμπάθεια.
Η χριστομίμητη φήμη του αγίου απλώθηκε σαν κύμα σε όλη την Ανατολή. Έρχονταν όλοι οι φτωχοί και οι έχοντες ανάγκη και λάμβαναν από αυτόν άλλος χρήματα, άλλος ζώα, και άλλος άλλο κατά την ανάγκη του. Η οικία του μακαρίου Φιλάρετου ήταν προς τους κατάκαιωμένους από την δίψα της φτώχειας πηγή ανεξάντλητη και όσον αυτός έδινε, με ιλαρό και φιλάγαθο πρόσωπο, τόσο και ο πλουσιόδωρος Κύριος επλήθυνε τα αγαθά του περισσότερο.
Ο διάβολος όμως φθόνησε την αρετή του αγίου και ζήτησε από τον Θεό εξουσία να τον πειράξη, όπως επείραζε και τον αείμνηστο Ιώβ, λέγοντας αυτά: Δεν είναι θαυμαστόν ότι από τα πολλά που έχει ελεεί τους φτωχούς. Ας πέση σε φτώχια και τότε θα δούμε την καλοσύνη του. Έδωσε λοιπόν, ο Θεός την άδεια στον δαίμονα να τον πτωχεύση, διότι αφ’ εαυτού του δεν έχει αυτός καθόλου εξουσία να κακοποιήση κανένα. Διότι ο Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί κατά την Γραφή (Α΄Βασιλ.β΄7). Με τον καιρό, λοιπόν, ο άγιος Φιλάρετος επτώχυνε, ώστε δεν του έμεινε άλλο, ειμή μόνον ένα ζεύγος βόδια, μια αγελάδα με το μοσχάρι της, ένα γαϊδουράκι και λίγα μελίσσια. Τους αγρούς τους άρπαξαν δυναστικά οι γεωργοί και οι γείτονες. Διότι όταν είδαν ότι πτώχευσε και δεν μπορεί να τους καλλιεργεί, άλλοι βίαια και άλλοι προκλητικά πήραν τους τόπους του και δεν του άφησαν άλλο, ειμή μόνον το σπίτι στο οποίο κατοικούσε. Από αυτά όλα, που έπαθε, δεν ελυπήθη, ούτε ποτέ ξέφυγε από τα χείλη του λόγος απρεπής. Μάλιστα όπως όταν πλουτίσει ξαφνικά ένας άνθρωπος, χαίρεται, έτσι και εκείνος.
Ευχαριστήθηκε στην φτώχεια, ενθυμούμενος τον λόγο του Χριστού, ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύεται εις την Βασιλεία των ουρανών(Ματθ. ιγ΄ 23).
Μια ημέρα επήρε ο Φιλάρετος το ζευγάρι του και επήγε στο χωράφι το οποίο του είχε απομείνει. Εργαζόταν και ευχαριστούσε τον Κύριο, διότι κοπίαζε μόνος του να αποκτά τα προς του ζην με τον ιδρώτα του προσώπου του, και Τον παρακαλούσε να του δίνει υπομονή ως το τέλος. Ενός άλλου γεωργού φτωχού, που εργαζόταν με το ζευγάρι του στο χωράφι εκεί πλησίον, το βόδι του έπεσε κατά γης νεκρό. Βλέποντας αυτό ο άγιος τον λυπήθηκε πολύ, διότι ήταν πάμφτωχος και μάλιστα είχε χρέη. Επήγε λοιπόν, ο φτωχός γεωργός στον Φιλάρετο να του πει την συμφορά του, για να τον παρηγορήσει τουλάχιστον με λόγο καλό, αφού γνώριζε ότι δεν μπορούσε να του δώσει βοήθεια εξ’ αιτίας της φτώχειας του. Ο δε ελεήμων και χριστομίμητος άνθρωπος, σαν είδε τον πλησίον δακρυσμένο, τον συμπόνεσε και αμέσως έβγαλε από τον ζυγό το ένα βόδι του και του το χάρισε. Ο γεωργός θαύμασε την αγαθή προαίρεση του αγίου και είπε:Κύριε μου, γνωρίζω ότι άλλο βόδι δεν έχεις. Λοιπόν πως θα καλλιεργήσεις το χωράφι σου; Ο άγιος του απάντησε:Έχω άλλο καλύτερο σπίτι μου. Πάρε λοιπόν εσύ αυτό να κάνεις την δουλειά σου, πριν το μάθη η γυναίκα και τα παιδιά σου πικραθούν. Πήρε ο γεωργός το βόδι και έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευχόμενος τον άγιο, ο οποίος έκαμε προς εκείνον τόσο μεγάλη ελεημοσύνη. Ο άγιος φορτώθηκε στον ώμο του τον ζυγό και το άροτρο και επέστρεψε με το ένα βόδι στο σπίτι του. Όταν τον ρώτησε η σύζυγος του τι έγινε το άλλο βόδι είπε ότι το μεσημέρι έπεσε να κοιμηθεί για λίγο, άφησε το βόδι να βόσκει και εκείνο έφυγε. Τότε ο γιος Ιωάννης του άρχισε να αναζητά το χαμένο βόδι εδώ και εκεί. Βρήκε τον γεωργό που το είχε ζευγμένο, θύμωσε πολύ και του λέει: Πως τόλμησε άνθρωπε, να ζεύξης ξένο κτήνος: επειδή φτωχύναμε οι ταλαίπωροι, μας καταφρονείται τόσο πολύ, που αρπάζετε βίαια τα πράγματα μας; Ο γεωργός τότε του απάντησε:Παιδί μου, σε παρακαλώ, μην οργίζεσαι εναντίον μου αναίτια διότι ο πατέρας σου μου το χάρισε. Όταν ο νεαρός Ιωάννης άκουσε αυτό έφυγε περίλυπος και το ανήγγειλε στην μητέρα του. Εκείνη έριξε το μαντήλι από το κεφάλι της και κλαίγοντας έλεγε προς τον άγιο αυτά τα σκληρά λόγια:Ω άσπλαχνε και ανίκανε, καλύτερα να μην σε είχα γνωρίσει. Αν δεν λυπάσαι εμένα, σπλαχνίσου τα παιδιά σου. Πως θα ζήσουν; Πέτρινος είσαι και αγροίκος και βαριέσαι να κοπιάζεις. Για να κοιμάσαι αμέριμνος έδωσε το ζώο σου και όχι για τον Κύριον. Ο μακάριος όμως Φιλάρετος, υπόμενε τις βρισιές με πραότητα, χωρίς να απαντά, για να μην χάση τον μισθό της ελεημοσύνης. Μόνον της είπε: Μη λυπάσαι Θεοσεβώ γιατί ο Θεός είναι πλούσιος και μπορεί να μας δώσει εκατό στο ένα που δίνουμε. Εκείνος τρέφει τα πετεινά του ουρανού κι εμάς θα μας αφήσει να πεινάσουμε; Μη μεριμνάς περί της αύριον, αλλ’ ήλπισε σ’ Αυτόν, να σου δώση όσα χρειάζεσαι και ζωή την αιώνια Μετά παρέλευση πέντε ημερών, εκεί που έβοσκε το άλλο βόδι του γεωργού, έφαγε βότανο φαρμακερό και πέθανε. Πήρε το βόδι το οποίο του χάρισε ο Φιλάρετος και το επέστρεψε στο σπίτι του λέγοντάς του:Για την αμαρτία που διέπραξα και αδίκησα τα παιδιά σου, και πήρα το βόδι σου, δεν βάσταξε ο Θεός την αδιακρισία μου και μου θανάτωσε και το άλλο. Ο Φιλάρετος τότε του έδωσε και το δεύτερο δικό του λέγοντας του: Πάρε και αυτό να δουλεύεις διότι εγώ έχω κατά νου να πάω σε τόπο μακρινό και δεν το χρειάζομαι. Πήρε το δεύτερο βόδι από τον Φιλάρετο ο γεωργός και ξεκίνησε για το σπίτι του χαρούμενος αλλά και γεμάτος θαυμασμό για την γενναιοδωρία αλλά και την απλότητα του άγιου, διότι αν και έπεσε σε τόσο μεγάλη φτώχεια δεν έπαυσε την ελεημοσύνη. Στο σπίτι του μακάριου Φιλάρετου έκλαιγαν τα παιδιά του με την μητέρα τους και έλεγαν μεταξύ τους: Αλοίμονον σε μας, που γνωρίσαμε τον άνθρωπο τούτον, τον παλαβό γέρο ο οποίος καθόλου δεν σκέπτεται, διότι αν και πτωχεύσαμε, είχαμε τουλάχιστον το ζευγάρι παρηγοριά για να μην χαθούμε από την πείνα οι ταλαίπωροι. Ο άγιος τους παρηγορούσε λέγοντάς τους: Μη λυπάστε, έχω χρήματα κρυμμένα σ’ ένα τόπο, τόσο πολλά ώστε είναι αρκετά αν ζήσετε εκατό χρόνια, σας αρκούν να τρώτε και να ντύνεστε και να πορεύεσθε χωρίς ποτέ να χρειασθεί να δουλέψετε. Εγώ προεγνώριζα την φτώχεια αυτή, στην οποία έμελλε να καταντήσουμε και όταν πουλούσα τα κτήνη φύλαγα τα χρήματα. Αυτά έλεγε με βεβαιότητα, διότι προέβλεπε, σαν προορατικός με την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, εκείνο το οποίον έμελλε να ακολουθήσει ύστερα, όπερ και εγένετο.
Κάποτε ήλθε διαταγή να πάνε οι στρατιώτες στον πόλεμο κατά των Αγαρηνών. Ένας στρατιώτης Μουσούλιος ονόματι, ήταν πάμπτωχος και δεν είχε άλλο πράγμα, μόνον το άλογό του και ένα ακόντιο. Εκεί που κάνανε πολεμικά γυμνάσια κτύπησε το άλογο του φτωχού στρατιώτη και πέθανε. Ο στρατιώτης μην έχοντας την οικονομική δυνατότητα να το αντικαταστήσει, πριν γίνει αντιληπτό από τους ανωτέρους του, περιέπεσε σε μεγάλη θλίψη. Στην απελπισία του σκέφθηκε να πάει στον άγιο Φιλάρετο. Τον παρακάλεσε να του δανείσει το άλογό του, για να μην τιμωρηθεί, και όταν τέλειωναν τα γυμνάσια και οι ασκήσεις θα του το επέστρεφε. Ο άγιος όταν άκουσε την συμφορά του, του χάρισε το άλογο λέγοντας του: Πάρε το άλογο, σου το χαρίζω και έχε το για όλη τη ζωή σου, ο Θεός να σε φιλάει από κάθε κίνδυνο.
Μια άλλη φορά ήλθε ένας φτωχός στον άγιο και του ζήτησε ένα μοσχάρι να κάνει καλή αρχή, διότι σ΄ όποιον έδινε ο άγιος επλήθυνε η ευλογία στην δουλειά του. Ο άγιος χώρισε ευθύς από την γελάδα το μοσχάρι και το έδωσε στον φτωχό. Η αγελάδα όμως ζητούσε το τέκνο της και φώναζε. Του λέει τότε η γυναίκα του η Θεοσεβώ: Καλά εμάς δεν μας λυπάσαι, άσπλαχνε, την αγελάδα δεν την συμπονείς, που την χώρισες από το παιδί της; Ο άγιος αποκρίθηκε: Να είσαι ευλογημένη από τον Θεό, διότι δικαίως μίλησες και δεν ήταν πρέπον να τα χωρίσω. Αυτά είπε και φώναξε τον φτωχό και του λέει: Η γυναίκα μου λέγει, ότι έκανα αμαρτία να τα χωρίσω. Λοιπόν λάβε και την μητέρα του, την αγελάδα και ο Θεός να τα ευλογήσει στο σπίτι σου να τα πληθύνει καθώς κάποτε και τη δική μου την αγέλη. Έτσι και έγινε, απέκτησε τόσα βόδια από εκείνη την ευλογία, ώστε πλούτισε. Η Θεοσεβώ όμως παρηγορούσε τον εαυτόν της λέγοντας: καλά έπαθα διότι εάν δεν μιλούσα θα έμενε η αγελάδα στο σπίτι μας και θα είχαμε έστω ένα ποτήρι γάλα .
Εκείνη την χρονιά έπεσε μεγάλη πείνα στην χώρα. Μην έχοντας ο Φιλάρετος να θρέψη τα παιδιά του και την γυναίκα του, πήρε το γαϊδουράκι του και επήγε σε μια διπλανή περιφέρεια, σε κάποιον γνωστό του και δανείσθηκε έξι κοιλά(το κοιλόν των Βυζαντινών, ήταν μέτρο βάρους των σιτηρών και ισοδυναμούσε προς 24 οκάδες περίπου τριάντα κιλά) Αφού γύρισε στο σπίτι του και το ξεφόρτωσε ήλθε ένας φτωχός και του ζήτησε λίγο σιτάρι. Αυτός είπε στην γυναίκα του να του δώσει το ένα κοιλό. Αυτή όμως του είπε: Δώσε πρώτα σε μας μερίδιο από ένα κοιλό τον καθένα και το υπόλοιπο δώσε σε όποιον θέλεις Ο φιλάρετος τότε της είπε: Εγώ δεν έχω μερίδα; και απαντά η Θεοσεβώ:Εσύ είσαι άγγελος και δεν τρως, διότι εάν είχες ανάγκη από ψωμί, δεν θα χάριζες το σιτάρι που δανείσθηκες και που με τόσο κόπο το έφερες από τόσα χιλιόμετρα μακριά. Ο Φιλάρετος μαλώνοντας την γυναίκα του της λέει: Ο Θεός να σε συγχωρέσει. Έπειτα μέτρησε δύο κοιλά από το σιτάρι τα έδωσε στον φτωχό. Η γυναίκα του συνεχίζει και λέει προς αυτόν: Δώσε του το μισό φορτίο, να το μοιρασθείτε. Αμέσως ο Φιλάρετος μέτρησε και έδωσε και το τρίτο κοιλό, μην έχοντας μάλιστα ο άγιος Φιλάρετος σακί να το βάλει, λέει η Θεοσεβώ περιπαικτικά προς τον άντρα της:Δεν του δίνεις και το σακί να το βάλει; Και ο άγιος του δίνει και το σακί. Η γυναίκα του συνέχισε: Φιλάρετε για το πείσμα μου δώσε στον άνθρωπο όλο το σιτάρι και αυτός αμέσως το έπραξε, έδωσε με μια κίνηση όλο το σιτάρι στον έκπληκτο φτωχό που κοιτούσε με απορία. Πλην όμως ο φτωχός άντρας μη μπορώντας να μεταφέρει τα τριάντα κοιλά σιτάρι με μιας, είπε προς τον νέο Ιώβ: Ας μένει κύριε μου εδώ έως να το μεταφέρω στο σπίτι μου. Η Θεοσεβώ είπε προς ντον άντρα της :δώσε του και το γαϊδούρι μας για να μην κάνει τόσο κόπο ο άνθρωπος. Ο Φιλάρετος ευχήθηκε τότε την γυναίκα του φόρτωσε όλο το σιτάρι το έδωσε μαζί με το γαϊδουράκι στον φτωχό άνθρωπο. Ο φτωχός έφυγε χαρούμενος και ο Φιλάρετος έλεγε: Ο φτωχός δεν έχει μέριμνα. Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι (Ιώβ α΄ 21).
Έκλαιγε η Θεοσεβώ με τα παιδιά της επειδή δεν είχανε να φάνε τίποτε. Πήγε και δανείσθηκε ένα ψωμί από τον γείτονα της μάζεψε και αγριολάχανα τα έβρασε και φάγανε, ο άγιος πήγε σε άλλον γείτονα και δείπνησε ευχαριστώντας τον Κύριο. Τότε ένας άρχοντας μέγας, φίλος του Φιλάρετου, ο οποίος ήταν κυβερνήτης της πόλης, ακούγοντας και μαθαίνοντας την ιστορία για την έσχατη πτώχευση του πρώην εκλαμπρότατου φίλου του, του έστειλε σαράντα κοιλά σιτάρι. Βλέποντας ο άγιος αυτό ευχαρίστησε τον Θεό που φροντίζει για τους δούλους του. Η γυναίκα του μόλις το είδε αμέσως το μοίρασε και πήρε ο καθένας πέντε κοιλά. Από το σιτάρι πήρε και ο άγιος, το μερίδιο του το έδινε στους φτωχούς. Σε τρεις ημέρες δεν του έμεινε ούτε σπυρί από το μερίδιο του. Όταν τρώγανε η γυναίκα και τα παιδιά του, πήγαινε και αυτός και του έδιναν γογγύζοντας και λέγοντας προς τον άγιο: Έως πότε θα φυλάς τον κρυμμένο θησαυρό και δεν τον βγάζεις για να αγοράζουμε να τρώμε και να ντυνόμαστε σαν άνθρωποι παρά να έρχεσαι και να παίρνεις πάλι πίσω από το σιτάρι που μας έδωσες;
Δεν του έμεινε λοιπόν τίποτε άλλο παρά μόνον τα μελίσσια του, αυτά κάποτε, πριν βάλει στο μάτι ο διάβολος τον άγιο, ήταν πάρα πολλά και έδιναν στον Φιλάρετο πολλά μέλια και πολύ κερί, που ο ελεήμων γέροντας τα μοίραζε στους φτωχούς και αναξιοπαθούντες της περιοχής που ζούσε, μετά από τόσα και τόσα που του πήραν του αφαίρεσαν και πάρα πολλές κυψέλες, του έμειναν λίγες και όταν κάποιος φτωχός ερχόταν για ελεημοσύνη τον έπαιρνε στο μελισσοκομείο του και τον χόρταινε ταΐζοντας τον με κηρηθρόμελο. Το κερί που έμενε από τα μελίσσια του το μάζευε και το πήγαινε στα Μοναστήρια της περιοχής του. Κρατούσε όμως και κερί που το έδινε στους συμπολίτες του και έκαναν μικρά κεράκια, τα άναβαν μπροστά από τις εικόνες τους και υμνούσαν τους αγίους και τον Κύριον. Αυτό έκανε κάθε μέρα για πολύ καιρό. Στο τέλος του έμεινε μόνον μία κυψέλη με μέλι, αλλά πήγαν κρυφά τα παιδιά του και το τρυγήσανε. Όταν ήλθε άλλος φτωχός, τον πήγε στο μελίσσι και αφού ανοίγοντας το μελίσσι δεν βρήκανε μέλι, ο ελεήμων Φιλάρετος έβγαλε το ρούχο του και το έδωσε στον φτωχό για να μην γυρίσει στην οικογένεια του ο κακόμοιρος με άδεια χέρια. Όταν τον ρώτησαν οι δικοί του τι έγινε το ρούχο του απάντησε πως το έχασε. Η Θεοσεβώ που πράγματι τον αγαπούσε πολύ και καταλαβαίνοντας την εσωτερική ανάγκη του Φιλάρετου για ελεημοσύνη, έκοψε ένα ιμάτιο δικό της και το μεταποίησε σε ανδρικό ρούχο και το φορούσε.
Τον καιρό εκείνο βασίλευε η φιλόχριστος Ειρήνη και ο γιος της Κωνσταντίνος (780 – 797 μ.Χ.) Αυτοί στείλανε στρατιώτες σ’ ολόκληρη την χώρα, για να βρουν μια κόρη ωραία και ενάρετη, άξια να γίνει σύζυγος του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου. Πηγαίνοντας σε όλες τις πόλεις και περιφέρειες έφτασαν και στην Άμνεια. Εκεί είδαν οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα το σπίτι του Φιλάρετου μεγάλο, επιβλητικό και ωραίο νόμισαν ότι ανήκει σε κάποιον επίσημο άρχοντα. Όταν ρώτησαν οι άνθρωποι της πόλης τους είπαν: << Μην πάτε στο σπίτι αυτό να μείνετε κύριοι, διότι ένας πολύ φτωχός γέροντας κατοικεί ο οποίος βέβαια δεν έχει και τίποτε καλό να σας προσφέρει, ούτε καν ένα πιάτο φαγητό>>. Οι απεσταλμένοι, όπως και οι φτωχοί που ερχόταν τακτικά για ελεημοσύνη, νομίζοντας ότι κάποιος πλούσιος έμενε στο αρχοντόσπιτο, διέταξαν τους υπηρέτες να κουβαλήσουν τα πράγματα για διανυκτέρευση στο σπίτι του αγίου .
Ο φιλόθεος Φιλάρετος προϋπάντησε τους ξένους με μεγάλη χαρά, δίνοντας τους χίλιες ευχές και ευχαριστίες διότι καταδέχθηκαν να καταλύσουν στην πενιχρή και ταπεινή του οικία. Έπειτα πρόσταξε την Θεοσεβώ να ετοιμάσει φαγητό να τους φιλέψουν. Η γυναίκα του είπε: Ούτε μία κότα δεν άφησες, ταλαίπωρε, στο σπίτι σου και τι να τους φιλέψουμε; Ή να μαγειρέψω άγρια χόρτα και λάχανα; Λέγει δε προς αυτήν ο άγιος: Άναψε την φωτιά, στόλισε το μέγα τρίκλινο και σφούγγισε το μεγάλο τραπέζι και μην ανησυχείς, ο Θεός θα μας στείλει και φαγητά όσα θέλουμε για να ταΐσουμε τους φιλοξενούμενους μας. Έτσι λοιπόν, ευπρέπισε η γυναίκα το τραπέζι και ιδού οι πρώτοι της χώρας έφεραν από το κυνήγι τους, πουλιά, άγρια περιστέρια, λαγούς και άλλα θηράματα, κρασί και ότι άλλο χρειάζονταν. Η Θεοσεβώ τα μαγείρεψε με μεγάλη τέχνη και μυρωδικά, τα έβαλε στο μεγάλο τραπέζι και τους κάλεσε για φαγητό. Όταν είδαν οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα τέτοια ευπρέπεια και τάξη και τα πλούσια φαγητά, που ήταν άξια για μεγάλους άρχοντες, βλέποντες και τον γέροντα ιεροπρεπή και σεβάσμιο, διότι ήταν καθ΄ όλα όμοιος με τον Πατριάρχη Αβραάμ, όχι μόνον στην φιλοξενία, αλλά και στην όψη, έμειναν πολύ ευχαριστημένοι. Καθώς έτρωγαν, ήλθε ο γιος του γέροντα, ο Ιωάννης, στην μορφή και στο σώμα όμοιος με τον πατέρα του, ανδρείος όπως ο Σαμψών και ωραίος, περισσότερο από τον Ιωσήφ. Εισήλθαν και τα περισσότερα εγγόνια του, τα οποία έφεραν τα φαγητά στο τραπέζι, των οποίων η ομορφιά, την τάξη και την ανατροφή θαυμάζοντας οι απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα, είπαν προς τον γέροντα:
-Έχεις γυναίκα; και αυτός είπε:
-Ναι κύριοί μου και αυτά τα παιδιά είναι εγγόνια και τέκνα μου.
-Ας έλθει λοιπόν η γυναίκα σου να μας ευχηθεί.
Αφού ήλθε, βλέποντας την τόσο ωραία, αν και ήταν γριά, θαύμασαν το κάλλος και την ευπρέπεια και ρώτησαν εάν είχε θυγατέρες. Εκείνη τους είπε:
-Η πρώτη μου θυγατέρα έχει δύο κορίτσια
-Ας έλθουν να τα δούμε καθώς μας διέταξαν οι βασιλείς.Είπαν οι επισκέπτες.
-Ας φάμε, ότι έδωσε ο Θεός να χαρούμε, διότι εντιμότατοι άρχοντές μου είσθε κουρασμένοι από την οδοιπορία, να αναπαυθείτε και αύριο να γίνει το θέλημα του Πανάγαθου.>>Απάντησε ο άγιος γέροντας.
Την επομένη ημέρα τα κορίτσια στολίσθηκαν και εξήλθαν με μεγάλη ευγένεια και χαιρέτισαν τους απεσταλμένους και τους στρατιώτες με συμπεριφορά αξιοθαύμαστη. Αυτοί όταν είδαν την ομορφιά τους, την ενδυμασία τους, την κατάσταση και την τάξη αλλά και όλα τα υπόλοιπα άξια θαυμασμού, εξεπλάγησαν και χάρηκαν πολύ. Βρήκαν την πρώτη, σε ηλικία καθώς ήθελαν κατά την παραγγελία του Βασιλιά τους, αλλά είχε και τα χαρακτηριστικά του προσώπου με αυτά που τους είχε περιγράψει. Τότε τις πήραν όλες με πολλή χαρά, τον γέροντα Φιλάρετο, την σύζυγό του Θεοσεβώ, τον πρώτον γιο του Ιωάννη, την θυγατέρα του Υπατία, η οποία ήταν χήρα με δύο θυγατέρες, Μαρία και Μαρανθία και με όλους τους συγγενείς τους, ψυχές τριάκοντα και έφυγαν στα βασιλικά ανάκτορα. Επέλεξαν και άλλα δέκα κορίτσια από άλλους τόπους, ανάμεσα στα οποία ήταν και η θυγατέρα κάποιου πλουσίου, ονόματι Γεροντιανού, ωραία στην όψη και έχοντας υπερήφανο φρόνημα. Η εγγονή του ελεήμονος, Μαρία είπε προς τις άλλες:
-Ας κάμωμε, αδελφές, συμφωνία μεταξύ μας, όπως όποια εξ ημών θελήσει ο Θεός και βασιλεύσει, να ευεργετήσει τις άλλες. Η θυγατέρα του Γεροντιανού όμως απάντησε με κομπασμό.
-Εγώ είμαι βεβαία ότι, ως πλουσιότερη και ευγενέστερη στην όψη και ωραιότητα, εμένα θα εκλέξει ο αυτοκράτορας και βασιλιάς Κωνσταντίνος για γυναίκα του. Αλλά εσείς, οι οποίες είσθε φτωχές και απροστάτευτες ματαίως ελπίζεται.
Η Μαρία όταν άκουσε αυτά ντράπηκε πολύ και σιώπησε. Όμως με το νου της παρακαλούσε και έλεγε τις ευχές του γέροντα παππού της να την βοηθήσουν. Όταν έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, έφεραν πρώτα την θυγατέρα του Γεροντιανού στον Σταυράκιο, τον δάσκαλο και παιδαγωγό του βασιλέως αλλά και διοικητή του Παλατιού, την είδε και είπε:
-Καλή και ωραία είναι αυτή η κοπέλα, αλλά δεν ταιριάζει με τον βασιλέα
Της έδωσε λοιπόν πολλά δώρα και την έστειλε με συνοδεία στον τόπο της, στους γονείς της. Το ίδιο συνέβη με όλες τις κοπέλες, βλέποντας ο βασιλεύς, η μητέρα του και ο Σταυράκιος την υπέρλαμπρη ομορφιά των εγγονών του Φιλάρετου, θαύμασαν την συμπεριφορά τους και την ευγένεια. Αμέσως τότε την πρώτη, την Μαρία, στεφανώθηκε ο βασιλεύς, την δεύτερη την παντρεύτηκε ένας νεαρός μέγας άρχων, πατρίκιος στο αξίωμα και την άλλη εγγονή του αγίου, θυγατέρα της άλλης θυγατρός του, την έστειλε στον βασιλέα των Λογγοβάρδων Αργούσην, ο οποίος ήταν ένας ευγενικός και ωραίος νέος, φίλος και σύμμαχος του Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε ζητήσει τον καιρό εκείνο να του στείλουν από την Κωνσταντινούπολη μια κόρη να την στεφανωθεί.
Έγιναν λοιπόν οι γάμοι χαρούμενα. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος κάλεσε τους συγγενείς του Φιλάρετου και έδωσε σε όλους, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο, να ορίζουν πολλούς τόπους, κτήματα, ενδύματα, χρυσάφι, λίθους πολύτιμους, μαργαριτάρια και σπίτια μεγάλα να κατοικούν κοντά στο Παλάτι. Τότε θυμήθηκαν όλοι την πρόγνωση του γέροντα Φιλάρετου, ο οποίος τους έλεγε, ότι έχει θησαυρό πολύ, καλά κρυμμένο και τον μακάριζαν, τον ευχαριστούσαν διότι η καλοσύνη του τους προξένησε τόση ευτυχία. Εκείνος αφού απήλαυσε από τον βασιλέα τόσα δώρα δεν λησμόνησε τις δωρεές του Θεού, ούτε άφησε την πρώτη συνήθεια, αλλά ευχαριστούσε Αυτόν με λόγια και έργα πάντοτε.
Αφού πέρασε κάμποσος καιρός, μια ημέρα λέει στην γυναίκα του και στους συγγενείς του:Ας ετοιμάσουμε κι εμείς τραπέζι να φιλοξενήσουμε τον βασιλέα και όλους τους άρχοντες. Αφού λοιπόν, στόλισαν και ετοίμασαν όσα τους πρόσταξε και ευωδίασαν τον τόπο με αρώματα για να υποδεχτούν τον βασιλέα, εξήλθε το πρωί ο μακάριος στους δρόμους και στις ρύμες της πόλεως και όσους βρήκε κουτσούς, αρρώστους, γέροντες, στο σύνολο διακόσιους τον αριθμό, τους οδήγησε στο σπίτι του, και είπε προς τους συγγενείς του:Τώρα έρχεται ο βασιλεύς με όλους τους άρχοντες και φίλους του. Αυτοί έκαμαν θόρυβο πολύ και έδειξαν προθυμία μεγάλη για να υποδεχθούν τόσο υψηλά πρόσωπα. Κι ενώ έτσι προετοιμάζονταν, βλέπουν ξαφνικά τους φτωχούς να εισέρχονται εντός της οικίας οι οποίοι όσοι εξ αυτών είχαν τα πόδια τους σώα εκάθησαν στο μεγάλο τραπέζι, οι άλλοι, μη μπορώντας, εκάθησαν χαμηλά στο πάτωμα. Έπειτα κάθισε και ο οικοδεσπότης μαζί τους. Οι συγγενείς του έλεγαν κρυφά μεταξύ τους:
-Αλήθεια τελικά ο γέροντας την πρώτη τάξη του δεν την αμέλησε, αλλά τουλάχιστον τώρα δεν φοβούμεθα μην πτωχεύσουμε
Πρόσταξε λοιπόν, ο γέροντας Φιλάρετος τον γιο του Ιωάννη, τον οποίον έκαμε ο βασιλεύς, πρωτοσπαθάριο, να υπηρετήσει την τράπεζα με τους φτωχούς. Ομοίως και τις εγγονές του να παραστέκουν με φροντίδα και να υπηρετούν τους προσκεκλημένους στο φαγητό. Όταν σήκωσαν το τραπέζι είπε αυτά ο μακάριος Φιλάρετος στους συγγενείς του:
-Ιδού το πράγμα, το οποίο σας υποσχέθηκα, σας το έδωσε ο ελεήμων Θεός. Άραγε τώρα σας χρεωστώ κάτι άλλο.
Τότε αυτοί θυμήθηκαν τα λόγια του αγίου γέροντα και δάκρυσαν λέγοντας:
-Αλήθεια γέροντα προεγνώριζες αυτά όλα σαν δίκαιος και φρόνιμα προσέφερες την ελεημοσύνη σου. Εμείς, όμως, αμφισβητήσαμε την αγιοσύνη σου. Γιαυτό σε παρακαλούμε να μας συγχωρέσεις καθότι σφάλαμε στον Θεό αλλά και ενώπιόν σου. Αυτά είπαν και έπεσαν στα πόδια του, εκείνος τους σήκωσε και τους αποκρίθηκε:
- Ιδού. Ο Κύριος μου υποσχέθηκε με το άγιο του στόμα στο Ιερό Ευαγγέλιο, να δίνει εκατονταπλάσια σ΄ εκείνους, οι οποίοι Τον αγαπούν και δίνουν ελεημοσύνη στους φτωχού. Ιδού, μας το έδωσε. Εάν θέλετε να κληρονομήσετε και ζωή αιώνια, ας προσφέρει έκαστος δέκα νομίσματα, να τα δώσουμε στους προσκεκλημένους αδελφούς μας.
Τότε εκείνοι με μεγάλη προθυμία ικανοποίησαν την επιθυμία του αγίου. Πήραν οι φτωχοί την ευλογία του δικαίου και αναχώρησαν, ευχαριστώντας τον Κύριο και ευχόμενοι για τους ευεργέτες τους.
Κάποια άλλη φορά είπε στους δικούς του και τους συγγενείς:
-Εάν θέλετε να εξαγοράσετε το μερίδιο μου, από αυτά που μου χάρισε ο βασιλιάς, ας μου δώσει έκαστος την τιμή εκείνου του πράγματος, το οποίο θα λάβει. Εάν δεν θέλετε, θα τα χαρίσω στους φτωχούς αδελφούς μου. Εμένα μου αρκεί μόνον, ότι με λέγουν πατέρα του βασιλιά
Εκείνοι έδωσαν τότε την τιμή των πραγμάτων ενός εκάστου, και μαζεύτηκαν εξήντα λίτρες ασήμι και χρυσάφι. Όταν έμαθαν αυτά ο βασιλιάς και οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης επαίνεσαν την μεγάλη, πλούσια καλοσύνη και συμπάθεια του Φιλάρετου προς τους φτωχούς.
Είχε μάλιστα την συνήθεια ο μακάριος Φιλάρετος να μην δίνει ποτέ ένα μόνο νόμισμα, αλλά γέμιζε τρία πουγκιά, όμοια και ίσα όλα εξωτερικά. Στο ένα έβαζε φλουριά, στο άλλο αργύρια και στο άλλο χάλκινα και τα κρατούσε ένας δούλος του, τον οποίο είχε προορισμένο για την υπηρεσία αυτή. Όταν ερχόταν φτωχός να ζητήσει, έλεγε στον δούλο και έφερνε ένα σακίδιο, όποιο τον φώτιζε ο Κύριος ο Οποίος γνώριζε την ανάγκη των προσερχόμενων. Επειδή υπάρχουν μερικοί, φτωχοί κατά τα φαινόμενα, οι οποίοι έχουν χρήματα, αλλά δεν αφήνουν την συνήθεια και την πλεονεξία και ζητούν, χωρίς να έχουν πραγματική ανάγκη. Πάλι είναι άλλοι πολλοί, οι οποίοι ήσαν πλούσιοι και πτώχυναν και το μεν αρχοντικό φόρεμα φορούν για την ευγένειά τους, αλλά μην έχοντες τα προς συντήρηση τους, είναι ανάγκη να ζητούν ελεημοσύνη. Μελετώντας αυτά ο άγιος, παρακαλούσε τον Θεό να τον φωτίζει να δίνει σε ένα έκαστο ανάλογα με την ανάγκη που ο φτωχός είχε. Έτσι άπλωνε το χέρι του και έπαιρνε όποιο πουγκί τύχαινε. Βεβαίωνε και το παρακάτω ο άγιος λέγοντας:
-Πολλάκις έβλεπα κάποιον, ο οποίος φορούσε καλό ιμάτιο και έβαλα το χέρι να του δώσω λίγα χρήματα, και μη θέλοντας εγώ, το χέρι μου άπλωνε και έπαιρνε πολλά. Και πάλι έβλεπα άλλον με παλαιά ενδύματα και έβαλα το χέρι μου να του δώσω πολλά και το χέρι μου έβγαζε από μόνο του λίγα. Με αυτόν τον τρόπο έδινε τις ελεημοσύνες του στους φτωχούς, καθώς το κουμάντο το έκανε ο Κύριος.
Ζώντας στο Παλάτι ο δίκαιος Φιλάρετος, δεν θέλησε ποτέ του να φορέσει μεταξωτό ρούχο ή χρυσή ζώνη, ούτε αξίωμα θέλησε ποτέ βασιλικό. Μόνον, μετά από πολλή μεγάλη παράκληση του βασιλιά και της εγγονής του Μαρίας, βασίλισσας , δέχτηκε με βία μεγάλη την αξία του ύπατου και έλεγε:
-Αρκεί να με λέγουν παππού της βασίλισσας, αν και ήμουν φτωχός της γης και κοπρίας πένης.
Τόσο ήταν ταπεινός, ώστε δεν ήθελε να του λέγουν άλλο όνομα, παρά μόνον το πρώτο: Ο Αμνειάτης Φιλάρετος. Δηλαδή της πενιχρής του χώρας το όνομα. Αλλ΄ όταν ο Κύριος του απεκάλυψε και το τέλος της ζωής του, έλαβε τον υπηρέτη του εκείνον ον οποίος κρατούσε τα βαλάντια της ελεημοσύνης, και επήγαν μυστικά σε ένα Μοναστήρι της πόλεως, το οποίο λεγόταν Κρίσις. Κατοικούσαν παρθένες μονάστριες. Ζήτησε από την Ηγουμένη μνήμα πελεκητό καινούριο. Και της είπε:
-Μετά παρέλευση δέκα ημερών εξέρχομαι από την ζωή αυτή και πηγαίνω σε άλλη Βασιλεία. Θέλω να ενταφιασθεί σ΄ αυτό το μνήμα το άθλιο σώμα μου.
Στον υπηρέτη του παρήγγειλε να μην το αποκαλύψει σε κανένα. Πηγαίνοντας στο σπίτι του, έπεσε στο κρεβάτι του ασθενής. Κατά την ενάτη ημέρα από την ασθένεια του, προσκάλεσε όλους τους συγγενείς του και τους είπε:
-Τέκνα μου, ο Βασιλιάς με εκκάλεσε και πηγαίνω προς αυτόν σήμερα.
Αυτοί νόμισαν ότι για τον γαμπρό του λέει και του απήντησαν:
-Πως μπορείς να πας Πάτερ, εφ΄ όσον είσαι εξασθενημένος από την ασθένεια;
-Αυτοί που θα με σηκώσουν με θρόνο χρυσό, στέκουν εδώ δεξιά μου με δόξα πολύ, αλλά εσείς δεν τους βλέπετε.
Τότε κατάλαβαν τα λόγια του και ξέσπασαν σε γοερά κλάματα, όπως άλλοτε για τον Ιώβ τα τέκνα του. Ο άγιος ένευσε με το χέρι του να σωπάσουν και νουθετώντας είπε προς αυτούς:
-Γνωρίζεται καλά την ζωή μου, παιδιά μου αγαπημένα. Πως έκαμα την ελεημοσύνη από τον κόπο μου και όχι με αδικίες και αρπαγές. Θυμάστε τον πλούτο, τον οποίο είχα πρώτα και την φτώχεια η οποία μου ήλθε ύστερα. Και πάλι βλέπετε τούτον τον τελευταίο πλούτο, τον οποίο ο Κύριος μου έστειλε. Μήπως με είδατε ποτέ να υπερηφανευθώ στις ευτυχίες ή να γογγύσω στην φτώχεια μου, η να αδικήσω κανέναν άνθρωπο; Λοιπόν έτσι να κάνετε και εσείς, εάν ποθείτε την σωτηρία σας. Μην λυπηθείτε τον φθειρόμενο πλούτο. Να δίνεται στους φτωχούς. Στείλτε τον πλούτο με την ελεημοσύνη σε εκείνον τον κόσμο, στον οποίο πηγαίνω και εγώ. Αυτόν τον πλούτο θα σας τον φυλάξω ακέραιο, να τον βρείτε όταν έλθετε. Μην τον αφήνεται εδώ, για να μην τον χαρούνε άλλοι, και εσείς θα πονάτε αιώνια. Διαμοιράστε τον στις χήρες και τα ορφανά, στους φυλακισμένους και φτωχούς, καθώς έκαμα εγώ, για να σας τα ανταποδώσει ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς να αγγάλεσθε στην ουράνια Βασιλεία Του ατελείωτα.
Αφού ευχήθηκε ο μακάριος την γυναίκα του και όλους τους συγγενείς, έλαμψε το πρόσωπο του σαν τον ήλιο και έψαλε με ευφορία ψυχής: Έλεος και κρίσιν ασομαί σοι, Κύριε. (Ψαλμ. ρ΄ 1) Τελειώνοντας τον ψαλμό, διεχύθη τόση ευωδιά στο σπίτι, σαν να είχαν ραντίσει με μύρο πολύτιμο και να θυμιάτιζαν με πολλά αρώματα. Κατόπιν είπε το Σύμβολο της Πίστεως ήτοι το: Πιστεύω εις ένα Θεό , και το Πάτερ ημών και όταν έλεγε Γενηθήτω το θέλημα Σου, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, γέρος ήδη και πλήρης ημερών. Αν και ήταν πολύ γέρος ούτε τα δόντια του έχασε, ούτε το χρώμα του προσώπου του μετεβλήθη από τα γεράματα, αλλά ήταν ανθηρός και ωραίος στην μορφή, έχοντας όψη μήλου ή ρόδου.
Στο σπίτι του γέροντα Φιλάρετου, ήλθε ο βασιλεύς και ολόκληρη η Σύγκλητος της Βασιλεύουσας, οι συγγενείς καθώς και πλήθος κόσμου να προσκυνήσουν το τίμιο του λείψανο το οποίο έθαψαν στον τάφο, τον οποίο ετοίμασε ο ίδιος. Οι βασιλείς και οι Συγκλητικοί κατά την ημέρα εκείνη έδωσαν και πολύ ελεημοσύνη στους φτωχούς, οι οποίοι ακολουθώντας όλοι την νεκρική πομπή με το άγιο λείψανο, φώναζαν με δάκρυα προς τον Θεό λέγοντας:
-Γιατί, Κύριε, μας στέρησες τον τροφέα και ευεργέτη μας; Τώρα ποιος θα ντύσει τα γυμνά μας σώματα; Ποιος άλλος θα βρεθεί ποτέ στον κόσμο που ζούμε να έχει προς εμάς τους ευτελείς τόση συμπάθεια και συμπόνια.
Οι πάντες πενθούσαν και ωδύροντο. Ένας μάλιστα από εκείνους είχε από την γέννηση του δαιμόνιο και πήγαινε συχνά όταν ζούσε ο άγιος κι έπαιρνε απ΄ αυτόν ελεημοσύνη. Τότε ακολουθώντας και αυτός στο λείψανο, φώναζε άτακτα και άρπαζε το νεκροκρέβατο να το ρίξει κάτω. Και αφού έφθασαν στον τάφο, έριξε ο δαίμονας τον άνθρωπο στην γη και τον ταρακούνησε δυνατά, τότε έφυγε το δαιμόνιο. Κι έμεινε ο άνθρωπος υγιής δια πρεσβειών του Αγίου Φιλάρετου. Τούτο βλέποντες οι παρευρισκόμενοι δόξασαν τον Θεό, ο οποίος έδωσε τόση χάρη στον δούλο Του. Κατόπιν ενταφίασαν τον Άγιο στην λάρνακα, την οποία ο ίδιος αγόρασε στο Μοναστήρι της Κρίσεως, υμνούντες και ευλογούντες τον Κύριον.
Απόσπασμα απο την ζωή και τον βίο του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονα προστάτη των μελισσών και των μελισσοκόμων.
Ο Βίος αυτού ελήφθη εκ του <<Παραδείσου>>, Αγαπίου του Κρητός, παρατίθεται δε ενταύθα διασκευασμένος κατά την φράσιν. Ακολουθίαν δε αυτού τελείαν εφιλοπόνησεν ο αείμνηστος διδάσκαλος Χριστόφορος ο Προδρομίτης, ό εν Αγίω Όρει και εν τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου ασκήσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου