Ίσως
είναι ήδη αργά. Πολλοί θα έχουν ίσως παρατηρήσει ότι τον τελευταίο
καιρό το πράσινο σε αστικούς κήπους, παρτέρια, χαλάσματα, κατά μήκος
λεωφόρων, πάρκα και όπου αλλού υπάρχει λίγο χώμα, αλλά ακόμα και ανάμεσα
σε πλάκες πεζοδρομίων, μάρμαρα και το πιο σημαντικό σε αρχαιολογικούς
χώρους, έχει αυξηθεί σημαντικά, ίσως για μεγάλη χαρά των Δημάρχων και
των αυτοαποκαλούμενων «οικολόγων», χωρίς να έχει ξοδευτεί ούτε ένα €.
Το
πιο προσεκτικό μάτι ίσως θα έχει παρατηρήσει ότι το πράσινο αυτό
οφείλεται στην ανάπτυξη ενός και μόνο είδους δένδρου του Αΐλανθου
(Ailanthus altissima) γνωστού και ως βρωμοκαρυδιά ή βρωμούσα. Ασφαλώς
και είναι όμορφο να ζεις σε ένα πράσινο περιβάλλον, στην περίπτωση όμως
της βρωμοκαρυδιάς χρειάζεται πολύ προσοχή, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Το
χειρότερο είναι όταν διάφοροι «αδιάβαστοι» που μπορεί να είναι και
υποτιθέμενοι ειδικοί επιστήμονες, προτείνουν τη χρήση του φυτού για
αναδασώσεις!!!! ή ανάπλαση πρασίνου!!! ή και προστασία των δασών από φωτιές!!!!!.
Το
επιστημονικό όνομα της βρωμοκαρυδιάς, όπως έχει επικρατήσει να
ονομάζεται στην Ελλάδα (προφανώς λόγω της έντονης δυσάρεστης μυρωδιάς
του και την ομοιότητά της με την καρυδιά, για όσους έχουν πολύ
φαντασία), είναιAilanthus altissima ή Α. glandulosa ενώ στις Αγγλόφωνες
χώρες αναφέρεται ως Shumak tree ή Tree-of-heaven (δένδρο του Παράδεισου,
λόγω της γρήγορης ανάπτυξής του σε ύψος).
Για την Ιστορία.
O
Αΐλανθος προέρχεται από την Κίνα όπου είναι αυτοφυές το οποίο, αν και
όχι και τόσο διαδεδομένο σ’ αυτή τη χώρα, έχει εξαπλωθεί πολύ στην
Αμερική και την Ευρώπη ενώ δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για
τις άλλες ηπείρους. Τα ιστορικά δεδομένα αναφέρουν ότι αρχικά το φυτό
μεταφέρθηκε στη Μ. Βρετανία ως καλλωπιστικό και στη συνέχεια από εκεί
μεταφέρθηκε το 1784 στη Φιλαδέλφεια από κάποιο κηπουρό. Το 1840 το φυτό
ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένο στις ΗΠΑ ως καλλωπιστικό και ήταν διαθέσιμο
από φυτώρια.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, στην Ελλάδα ο
Αΐλανθος φυτεύτηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό κήπο (τότε βασιλικό) από
το Βασιλιά Όθωνα.
Αΐλανθος
είναι και το δένδρο που αναφέρεται στο βιβλίο της Betty Smith «Ένα
δένδρο γεννιέται στο Μπρούκλιν», όπου το δένδρο αυτό αναφέρεται ως πολύ
ανθεκτικό.
Περιγραφή του φυτού:
Είναι
δίοικο φυλλοβόλο δένδρο (υπάρχει δηλαδή αρσενικό και θηλυκό φυτό),
ανήκει στην οικογένεια Simaroubaceae και μπορεί σε μερικά χρόνια να
φτάσει σε ύψος 30 m (κάτι που το έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα
μάτια). Ο κορμός του είναι λείος φαιού χρώματος ενώ οι νεαροί βλαστοί
έχουν καφεκόκκινο χρώμα. Τα φύλλα είναι μεγάλα σύνθετα που ξεπερνούν το 1
m σε μήκος αποτελούμενα από 11-25 αντίθετα διαταγμένα φυλλάρια. Κάθε
φυλλάριο διαθέτει μια, μέχρι μερικές αδενώδεις τρίχες (μη ανθικά
νεκτάρια). Την Άνοιξη το φυτό αναπτύσσει ταξιανθίες από μικρά
κιτρινοπράσινα άνθη στις άκρες των βλαστών.
Οι επίπεδοι περιστραμμένοι
καρποί (σαμάρες) αναπτύσσονται στα θηλυκά φυτά το καλοκαίρι και
παραμένουν στο φυτό για πολλούς μήνες (μέχρι την επόμενη άνοιξη).
Η
ελαφριά κατασκευή που διαθέτουν τους επιτρέπει να μεταφέρονται με τον
άνεμο σε μεγάλες αποστάσεις.
Έχει υπολογιστεί ότι ένα ενήλικο δένδρο
μπορεί να παράγει μέχρι 325.000 σπέρματα το χρόνο. Το ξύλο της βρωμοκαρυδιάς είναι μαλακό και ημίλευκο προς ανοιχτό καστανό χρώμα το
οποίο όμως δεν έχει καμιά ιδιαίτερη χρησιμότητα παρά μόνο για την
παραγωγή κάρβουνου και αυτό κακής ποιότητας. Όλα τα μέρη του φυτού και
ειδικότερα τα άνθη, αναδύουν δυνατή δυσοσμία ενώ δημιουργεί προβλήματα
σε ότι βρίσκεται κάτω από το δένδρο (πεζοδρόμια, αυτοκίνητα, μπαλκόνια
κλπ.) λόγω της κολλώδους ουσίας που παράγουν.
Η
βρωμοκαρυδιά αναπαράγεται πολύ εύκολα
είτε εγγενώς είτε αγενώς,
δηλαδή είτε από σπέρματα
είτε με μοσχεύματα.
Το φυτό αυτό δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά ενώ μπορεί να αναπτύσσεται σε πολύ φτωχά εδάφη χωρίς πολλές απαιτήσεις σε νερό ενώ χρειάζεται πολύ φως.
Η ανάγκη του σε φως καλύπτεται από την πολύ γρήγορη ανάπτυξή του έτσι που να επισκιάζει την υπόλοιπη βλάστηση.
Τα άνθη βγαίνουν στη νέα ανάπτυξη Απρίλιο με Ιούλιο, ανάλογα με το κλίμα της περιοχής, εδώ στη Θεσσαλονίκη Μάιο, σε ανθήλες(σύνθετους βότρεις) έως και 50 εκ. Είναι πολύ μικρά, κιτρινοπράσινα ή κοκκινωπά, με 5 ενωμένα σέπαλα και 5 κολητά πέταλα.
Τα θηλυκά στον ύπερο έχουν 5 χωριστά καρπόφυλα, το καθένα με μία ωοθήκη, δηλαδή το καθένα θα εξελιχθεί σε ξεχωριστο καρπό μ’ένα σπόρο, με ενωμένους τους στύλους τους και αστεροειδή στίγματα.
Τα αρσενικά έχουν 5-10 στήμονες, αλλ’όχι ύπερο, ενώ τα θηλυκά φέρουν και στήμονες αλλά στείρους (στημονοειδή. Ένα αρσενικό δέντρο μπορεί να παραγάγει έως και 3-4 φορές περισσότερα άνθη από ένα θηλυκό, κι επίσης τα άνθη του αρσενικού αναδίδουν σε απόσταση αυτήν την υπερβολικά απαίσια και αποπνικτική μυρωδιά, εξαιρετικά ενοχλητική και ανυπόφορη εκεί που βρίσκονται τέτοια δέντρα, για να προσελκύσουν τους επικονιαστές.
Οι καρποί είναι πανάλαφρες κάψουλες 2,5 εκ. σε μήκος κι 1 σε πλάτος, μ’ένα σπέρμα η κάθε μία διαμέτρου 5 χιλιοστών. Είναι κεκαμμένες ώστε να στρυφογυρίζουν ευκολότερα με τον άνεμο κι έτσι να μεταφέρονται μακρύτερα.
Μπορούν ακόμα να μεταφέρονται και με τα υδάτινα ρεύματα!!!.
Ένα θηλυκό υπολογίζεται ότι μπορεί να παραγάγει 30.000 σπόρους ανά κιλό βάρους δέντρου κάθε χρόνο.
είτε εγγενώς είτε αγενώς,
δηλαδή είτε από σπέρματα
είτε με μοσχεύματα.
Το φυτό αυτό δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά ενώ μπορεί να αναπτύσσεται σε πολύ φτωχά εδάφη χωρίς πολλές απαιτήσεις σε νερό ενώ χρειάζεται πολύ φως.
Η ανάγκη του σε φως καλύπτεται από την πολύ γρήγορη ανάπτυξή του έτσι που να επισκιάζει την υπόλοιπη βλάστηση.
Τα άνθη βγαίνουν στη νέα ανάπτυξη Απρίλιο με Ιούλιο, ανάλογα με το κλίμα της περιοχής, εδώ στη Θεσσαλονίκη Μάιο, σε ανθήλες(σύνθετους βότρεις) έως και 50 εκ. Είναι πολύ μικρά, κιτρινοπράσινα ή κοκκινωπά, με 5 ενωμένα σέπαλα και 5 κολητά πέταλα.
Τα θηλυκά στον ύπερο έχουν 5 χωριστά καρπόφυλα, το καθένα με μία ωοθήκη, δηλαδή το καθένα θα εξελιχθεί σε ξεχωριστο καρπό μ’ένα σπόρο, με ενωμένους τους στύλους τους και αστεροειδή στίγματα.
Τα αρσενικά έχουν 5-10 στήμονες, αλλ’όχι ύπερο, ενώ τα θηλυκά φέρουν και στήμονες αλλά στείρους (στημονοειδή. Ένα αρσενικό δέντρο μπορεί να παραγάγει έως και 3-4 φορές περισσότερα άνθη από ένα θηλυκό, κι επίσης τα άνθη του αρσενικού αναδίδουν σε απόσταση αυτήν την υπερβολικά απαίσια και αποπνικτική μυρωδιά, εξαιρετικά ενοχλητική και ανυπόφορη εκεί που βρίσκονται τέτοια δέντρα, για να προσελκύσουν τους επικονιαστές.
Οι καρποί είναι πανάλαφρες κάψουλες 2,5 εκ. σε μήκος κι 1 σε πλάτος, μ’ένα σπέρμα η κάθε μία διαμέτρου 5 χιλιοστών. Είναι κεκαμμένες ώστε να στρυφογυρίζουν ευκολότερα με τον άνεμο κι έτσι να μεταφέρονται μακρύτερα.
Μπορούν ακόμα να μεταφέρονται και με τα υδάτινα ρεύματα!!!.
Ένα θηλυκό υπολογίζεται ότι μπορεί να παραγάγει 30.000 σπόρους ανά κιλό βάρους δέντρου κάθε χρόνο.
Η εξάπλωσή του φυτού στην Ελλάδα.
Από
όσο γνωρίζω δεν υπάρχει εμπεριστατωμένη μελέτη σχετικά με τους
πληθυσμούς βρωμοκαρυδιάς στην Έλλάδα, θα έλεγα όμως ότι βρίσκεται σε
όλες σχεδόν τις πόλεις λόγω του ότι το δένδρο αυτό φυτεύτηκε σε πάρκα
και δρόμους ενώ είναι ήδη έντονη η παρουσία του κατά μήκος των εθνικών
οδών και επαρχιακών δρόμων. Προσωπικά παρατήρησα συστάδες φυτών
βρωμοκαρυδιάς ακόμα και σε απομακρυσμένες χαράδρες της Λακωνίας
(καλοκαίρι 2006). Σε ορισμένους απεριποίητους δρόμους στις νησίδες και
στις άκριες των δρόμων της Αθήνας και στα περίχωρά της, δε θα ήταν
υπερβολή αν λέγαμε ότι ο πληθυσμός της βρομοκαρυδιάς αποτελεί το
κυρίαρχο είδος.
Πλησιάζοντας στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα, οι βρωμοκαρυδιές εμφανίζονται μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη.
Στον κόμβο της Μαλακάσας η βρωμοκαρυδιά έχει πλέον διεισδύσει στο πευκοδάσος.
Το
καλοκαίρι του 2008 με λύπη μου διαπίστωσα την ύπαρξη, ευτυχώς μόνο
μερικών δεκάδων δένδρων, στην πανέμορφη Τζιά κοντά στον όρμο Οτζιά, όπου
προφανώς κάποιος τις φύτεψε χωρίς βέβαια να γνωρίζει τις συνέπειες. Ας
μην ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος του νησιού έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα
Natura, λόγω της πλούσιας και μοναδικής του βλάστησης (πολλά ενδημικά
φυτά).
Πρέπει
να σημειωθεί ότι το φυτό, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, είναι
πολύ ανθεκτικό στη ατμοσφαιρική, χημική και σωματιδιακή ρύπανση.
Από
οικολογικής πλευράς αναφέρεται ως πολύ επιθετικό είδος και όπου
φυτρώσει σύντομα γίνεται το επικρατές είδος σχηματίζοντας αδιαπέραστες
συστάδες.
Έχει
αποδειχθεί επιστημονικά ότι η βρωμοκαρυδιά παράγει τοξικές ουσίες
(κουασσινοειδή) που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών, ένα
φαινόμενο γνωστό ως αλληλοπάθεια.
Το ριζικό σύστημα είναι πολύ επιθετικό
και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες
σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και
παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Η παραπάνω περιγραφή είναι της κοινής και πλέον σχεδόν παγκοσμίως εξαπλωμένης κινέζικης ποικιλίας (Ailanthus altissima var. altissima). Υπάρχουν άλλες δύηο ποικιλίες: αυτή των υψιπέδων της ΤαΪβάν (A. A. var. tanakai), με κιτρινωπό φλοιό και μικρότερα φύλλα στα 45-60 εκ. με μικρά φυλλάρια που απειλείται, και η A. A. sutchenensis, με κόκκινα κλαδιά. Επίσης έχουν παραχθει και μερικές καλλιεργημένες ποικιλίες γνωστές κυρίως στην Κίνα, όπως η μορφή με τα κόκκινα φύλλα.
Στην κίνα το δέντρο λέγεται «τσόουτσουν», δηλαδή δύσοσμο δέντρο, και χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό, ως παραδοσιακό φάρμακο για ασθένειες από ψυχασθένεια μέχρι φαλάκρα, και για την ξυλεία του. Από το ξύλο του κατασκευάζονται έπιπλα και ξύλινα σκεύη ατμομαγειρέματος, το αρνητικό του όμως είναι ότι είναι δύσκαμπτο και σπάει όταν στεγνώνει. Επίσης με τα φύλλα του τρέφεται η πεταλούδα Samia cynthia, τις οποίας το μετάξυ είναι φθηνότερο και ισχυρότερο από το κοινό, όμως σκληρό στην υφή και δύσκολο στη βαφή.
Ο αείλανθος ηρθε στην Ευρώπη περίπου το 1740 από το Γάλλο Ηισουίτη Πιερ Νικολά ντ’Ινκαρβίλ, ο οποίος έστειλε λίγους σπόρους από το Πεκίνο στο βοτανολόγο φίλο του Μπερνάρ ντε Ζυσιέ, νομίζοντάς το για το κινέζικο βερνικόδεντρο (Toxicodendron vernicifluum). Ο Ζυσιέ φύτεψε μερικούς σπόρους στη Γαλλία κι έστειλε μερικούς σε Βρετανούς βοτανολόγους μεγάλων κήπων. Γρήγορα το δέντρο εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη ευρώπη, χάρη και στην επιροή που είχαν τότε οι ανατολικές τέχνες. Το 1786 το είδος εισήχθηκαι στις Η.Π.Α. Συνέχισε να είναι δημοφιλές και κατά το 19ο αι., οπότε φυτευόταν ως συχνά στους δρόμους των πόλεων, αν κι από τότε άρχισε να ενοχλεί τους κηπουρούς με την επιθετική του τάση και τη δυσοσμία του. Το πρόβλημα άρχισε από τότε. Στην Ελλάδα ήρθε επί Όθωνος, οπότε φυτεύτηκε για πρώτη φορά στο Βασιλικό Κήπο, τώρα Εθνικό.
Και φτάνουμε σήμερα οπότε το είδος έχει γίνει πραγματικό πρόβλημα όπου έχει εγκατασταθεί. Αυτό το δέντρο είναι προσαρμοσμένο να ευδοκιμεί σε διαταραγμένες περιοχές και σε πολλές και διαφορετικές αντίξοες συνθήκες.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η βρωμοκαρυδιά έχει υπερπολλαπλασιαστεί λόγω των παράνομων σκουπιδότοπων. «Οπου υπάρχουν πεταμένα μπάζα συνήθως υπάρχουν και βρωμοκαρυδιές. Είναι το μόνο φυτό που μπορεί να επιβιώσει σε μια εδαφική σύσταση αλλοιωμένη από οικοδομικά και κάθε άλλου είδους απόβλητα», εξηγεί ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών στο τμήμα της Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας, Κωνσταντίνος Φασσέας.
Στις χώρες προέλευσής του προτιμά τα βαθιά και υγρά πηλώδη εδάφη ή τα ασβεστολιθικά, αν και μπορεί στην πράξη να βρεθεί παντού.
Ήρθε από την Ασία ως καλλωπιστικό φυτό την εποχή του Οθωνα, σήμερα όμως περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης των δασών της χώρας μας και υποβαθμίζει την ποιότητα του ελληνικού μελιού, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων απορρίψεων σκουπιδιών και μπάζων. Επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η βρωμοκαρυδιά, όπως ονομάζεται το ξενικό είδος δένδρου, τείνει να εξελιχθεί σε ένα από τα κυρίαρχα είδη της ελληνικής υπαίθρου.
Πρόκειται για ένα πολύ ανθεκτικό δένδρο, με μεγάλες δυνατότητες εξάπλωσης, οι ρίζες του οποίου εκκρίνουν ουσίες υψηλής οξύτητας, που θέτουν εμπόδια τόσο στη φυσική διαδικασία αναγέννησης των δασών, όσο και στις προσπάθειες αναδάσωσης των καμένων δασικών εκτάσεων.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η βρωμοκαρυδιά έχει υπερπολλαπλασιαστεί λόγω των παράνομων σκουπιδότοπων. «Οπου υπάρχουν πεταμένα μπάζα συνήθως υπάρχουν και βρωμοκαρυδιές. Είναι το μόνο φυτό που μπορεί να επιβιώσει σε μια εδαφική σύσταση αλλοιωμένη από οικοδομικά και κάθε άλλου είδους απόβλητα», εξηγεί ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών στο τμήμα της Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας, Κωνσταντίνος Φασσέας.
Με ρίζες στην Κίνα
Το φυτό προέρχεται από την Κίνα και έχει εξαπλωθεί στην Αμερική και την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, ο Αΐλανθος -όπως είναι η επιστημονική ονομασία του- φυτεύθηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό Κήπο, κατά τα πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους. Η εξάπλωσή του ήταν άμεση, καθώς στα μέσα του 19ου αιώνα, ειδικά στη Θεσσαλία, οι αγρότες το φύτευαν διότι πίστευαν ότι η έντονη οσμή που εκκρίνει απωθεί τα έντομα.
Η βρωμοκαρυδιά και οι συνέπειες της εξάπλωσής της τέθηκαν στο επίκεντρο των Ελλήνων επιστημόνων μόλις το 2007. Τα αποτελέσματα των ερευνών από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είναι ανησυχητικά, καθώς πλέον θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς των αναδασώσεων.
«Η βρωμοκαρυδιά αναπτύσσεται ανταγωνιστικά προς την ελληνική χλωρίδα. Οι πιθανότητες να εμποδίσει τη δασική ανάπτυξη, όμως, είναι ακόμη μεγαλύτερες στις περιπτώσεις των καμένων δασών. Η βρωμοκαρυδιά, με τη μεγάλη ταχύτητα που αναπτύσσεται, παρεμποδίζει την αναγέννηση των πιο ευαίσθητων ειδών της ελληνικής χλωρίδας, όπως το πεύκο. Το φυτό αυτό δεν έχει κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα, αφού και ως καυσόξυλο, είναι κακής ποιότητας», Συχνά φυτρώνει σε μέρη που άλλα δέντρα δε θα μπορούσαν να ζήσουν. Μπορεί να φυτρώσει ακόμα και ανάμεσα στο τσιμέντο.
Για παράδειγμα έχω δει σπορόφυτο αυτού του είδους φυτρωμένο ανάμεσα σε δύο σκαλιά μιας μικρής εκκλησία στο χωριό μου. Στις πόλεις μπορεί να βρεθεί σε εγκαταλελειμμένα οικόπεδα, χαλάσματα, βιομηχανικές και υποβαθμισμένες περιοχές, εξού και το αμερικανικό του όνομα «getto palm» φοίνικας των γκέτο. Το φυτό των φωτογραφιών βρίσκεται στη Σχολή Τυφλών, όπου υπάρχουν σχεδόν παντού όπου έχει έδαφος εκτός από φάτσα κάρτα που προσέχουν, κι επίσης και σ’άλλα εγκαταλελειμμένα μέρη κατά μήκος της Παραλίας.
Το φυτό αντέχει τη ρύπανση με διοξείδιο του θείου και όζον από τα καυσαέρια και τη σκόνη τσιμέντου και λιθανθρακόπισσας. Είναι ανθεκτικότατο στην ξηρασία, χάρη στη μεγάλη υδατοαποθηκευτική ικανότητα του ριζικού του συστήματος. Ευδοκιμεί σε οποιονδήποτε τύπο εδάφους, από ελαφριά έως συμπιεσμένα, χαμηλά σε φώσφορο ή υψηλής αλατότητας, με διακύμανση πh από αλκαλικό έως υπερβολικά όξινο 4,1. Για την τελευταία του αντοχή το φυτό αυτό χρησιμοποιείται για αποκατάσταση μολυσμένων εδαφών ορυχίων.
Πέρα όμως απ’αυτήν τη χρήση, το δέντρο αυτο είναι επικινδυνο οπουδήποτε αλλού. Αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα, και οι ρίζες του μπορούν να σπάσουν σωλήνες κι άλλες υπόγειες κατασκευές που τυχόν βρίσκονται κοντά. Εάν το φυτό κοπεί ξαναβλαστάνει αμέσως με νέες παραφυάδες από το εκτεταμένο του ριζικό σύστημα, μπορεί και σε απόσταση από τον αρχικό κορμό. Αναστέλλει ακόμα την ανάπτυξη των διπλανών φυτών εκκρίνοντας την αλληλοπαθητική ουσία αειλανθόνη, η οποία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στο φλοιό και στις ρίζες. Με μελέτες φάνηκε ότι αυτή η ουσία βλάπτει σοβαρά ή και σκοτώνει τους σπόρους και τα σπορόφυτα κοινών καλλιεργούμενων ποωδών φυτών όπως ο αρακάς και το καλαμπόκι αλλά και άγριων, και τον περισσότερων ανθοφόρων και κωνοφόρων δέντρων, με λίγες εξαιρέσεις. Ωστόσο πληθυσμοί φυτών που έχουν εκτεθεί μακροχρόνια στην ουσία μπορεί να εξελίξουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Η τοξίνη αυτή δεν επηρεάζει μέλη του ίδιου είδους. Η αλληλοπάθεια δεν είναι μοναδική σ’αυτό το είδος, και οι καρυδιές, πολλά κωνοφόρα αλλά και ο μαΪντανός είναι επίσης αλληλοπαθητικά.
Επομένως το δέντρο αυτό είναι πραγματικός κίνδυνος για κάθε εύκρατο οικοσύστημα, και δη μεσογειακό.
Παρόλα αυτά το 2000 είχε προταθεί στην Ελλάδα από δήθεν ειδικούς ως κατάλληλο για αναδασώσεις!
Δύο όμως είναι οι κύριοι εχθροί του φυτού:
η πλημμύρα και
η σκιά.
Ο αείλανθος μπορεί να ζει σε πολύ βροχερά μέρη, αλλά δεν ανέχεται το πλημμυρισμένο έδαφος. Στη σκιά η ανάπτυξή του μειώνεται σημαντικά και στο τέλος πνίγεται από τα υπόλοιπα φυτά, ωστόσο σε μία μελέτη βρέθηκε ότι ο αείλανθος μπορεί να εκμεταλλευτεί μικρά φυσικά κενά στην κάλυψη ενός δάσους ώστε να φτάσει αμέσως στο φως.
Το φυτό είναι δηλητηριώδες με λίγους φυσικούς εχθρούς.
Μερικές κάμπιες λεπιδοπτέρων, πέρα από το προαναφερθέν μεταξοπαραγωγικό είδος, τρέφονται με τα φύλλα του.
Η εξάπλωση του φυτού αυτού στη Βόρεια Αμερική επέκτεινε την εξάπλωση της πεταλούδας Atteva aurea, η οποία τρεφόταν μ’άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Η ζημια όμως απ’αυτά τα έντομα είναι αμελητέα.
Η περιοχή με τη μεγαλύτερη εξάπλωση του επιθετικότατου αυτού είδους είναι η Βόρεια Αμερική, όπου μπορεί να βρεθεί σε ξερά βουνά, εγκαταλελειμμένες περιοχές ή πυκνές συστάδες κατά μήκος λεωφόρων.
Αμέσως μετά είναι η Νότια Ευρώπη, μετά η Βόρεια, και στο τέλος η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, όπου ευτυχώς ακόμα δεν έχει εξαπλωθεί σημαντικά.
Η καταπολέμηση του φυτού αυτού είναι τρομερά δύσκολη, και το απλό κόψιμο δεν αρκεί.
Οι παραφυάδες θα πρέπει ν’αφαιρούνται για χρόνια και ίσως χρειαστεί και η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων για την καταστολή του.
Γνωρίζω δύο πληθυσμούς αυτού του φυτού, ο ένας είναι στην περιοχή της Σχολής Τυφλών και της υπόλοιπης Παραλίας όπως είπα, και ο άλλος είναι στο χωριό μου, στους Πύγους Κοζάνης. Γι’αυτους που γνωρίζουν, βρίσκεται στον ξερό λόφο της Αγ. Παρασκευής στη μεσαία γειτονιά.
Από εκεί κάθε φορά που περνούσα ξερίζωνα τα σπορόφυτα ή έσπαγα τα μεγαλύτερα (το τελευταίο αναποτελεσματικό), αποφάσισα όμως να τ’αφήσω στην ησυχία τους, μιας κι εκεί δε φυτρώνει σχεδόν κανένα δέντρο λόγω ξηρασίας.
Η παραπάνω περιγραφή είναι της κοινής και πλέον σχεδόν παγκοσμίως εξαπλωμένης κινέζικης ποικιλίας (Ailanthus altissima var. altissima). Υπάρχουν άλλες δύηο ποικιλίες: αυτή των υψιπέδων της ΤαΪβάν (A. A. var. tanakai), με κιτρινωπό φλοιό και μικρότερα φύλλα στα 45-60 εκ. με μικρά φυλλάρια που απειλείται, και η A. A. sutchenensis, με κόκκινα κλαδιά. Επίσης έχουν παραχθει και μερικές καλλιεργημένες ποικιλίες γνωστές κυρίως στην Κίνα, όπως η μορφή με τα κόκκινα φύλλα.
Στην κίνα το δέντρο λέγεται «τσόουτσουν», δηλαδή δύσοσμο δέντρο, και χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό, ως παραδοσιακό φάρμακο για ασθένειες από ψυχασθένεια μέχρι φαλάκρα, και για την ξυλεία του. Από το ξύλο του κατασκευάζονται έπιπλα και ξύλινα σκεύη ατμομαγειρέματος, το αρνητικό του όμως είναι ότι είναι δύσκαμπτο και σπάει όταν στεγνώνει. Επίσης με τα φύλλα του τρέφεται η πεταλούδα Samia cynthia, τις οποίας το μετάξυ είναι φθηνότερο και ισχυρότερο από το κοινό, όμως σκληρό στην υφή και δύσκολο στη βαφή.
Ο αείλανθος ηρθε στην Ευρώπη περίπου το 1740 από το Γάλλο Ηισουίτη Πιερ Νικολά ντ’Ινκαρβίλ, ο οποίος έστειλε λίγους σπόρους από το Πεκίνο στο βοτανολόγο φίλο του Μπερνάρ ντε Ζυσιέ, νομίζοντάς το για το κινέζικο βερνικόδεντρο (Toxicodendron vernicifluum). Ο Ζυσιέ φύτεψε μερικούς σπόρους στη Γαλλία κι έστειλε μερικούς σε Βρετανούς βοτανολόγους μεγάλων κήπων. Γρήγορα το δέντρο εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη ευρώπη, χάρη και στην επιροή που είχαν τότε οι ανατολικές τέχνες. Το 1786 το είδος εισήχθηκαι στις Η.Π.Α. Συνέχισε να είναι δημοφιλές και κατά το 19ο αι., οπότε φυτευόταν ως συχνά στους δρόμους των πόλεων, αν κι από τότε άρχισε να ενοχλεί τους κηπουρούς με την επιθετική του τάση και τη δυσοσμία του. Το πρόβλημα άρχισε από τότε. Στην Ελλάδα ήρθε επί Όθωνος, οπότε φυτεύτηκε για πρώτη φορά στο Βασιλικό Κήπο, τώρα Εθνικό.
Και φτάνουμε σήμερα οπότε το είδος έχει γίνει πραγματικό πρόβλημα όπου έχει εγκατασταθεί. Αυτό το δέντρο είναι προσαρμοσμένο να ευδοκιμεί σε διαταραγμένες περιοχές και σε πολλές και διαφορετικές αντίξοες συνθήκες.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η βρωμοκαρυδιά έχει υπερπολλαπλασιαστεί λόγω των παράνομων σκουπιδότοπων. «Οπου υπάρχουν πεταμένα μπάζα συνήθως υπάρχουν και βρωμοκαρυδιές. Είναι το μόνο φυτό που μπορεί να επιβιώσει σε μια εδαφική σύσταση αλλοιωμένη από οικοδομικά και κάθε άλλου είδους απόβλητα», εξηγεί ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών στο τμήμα της Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας, Κωνσταντίνος Φασσέας.
Στις χώρες προέλευσής του προτιμά τα βαθιά και υγρά πηλώδη εδάφη ή τα ασβεστολιθικά, αν και μπορεί στην πράξη να βρεθεί παντού.
Ήρθε από την Ασία ως καλλωπιστικό φυτό την εποχή του Οθωνα, σήμερα όμως περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης των δασών της χώρας μας και υποβαθμίζει την ποιότητα του ελληνικού μελιού, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων απορρίψεων σκουπιδιών και μπάζων. Επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η βρωμοκαρυδιά, όπως ονομάζεται το ξενικό είδος δένδρου, τείνει να εξελιχθεί σε ένα από τα κυρίαρχα είδη της ελληνικής υπαίθρου.
Πρόκειται για ένα πολύ ανθεκτικό δένδρο, με μεγάλες δυνατότητες εξάπλωσης, οι ρίζες του οποίου εκκρίνουν ουσίες υψηλής οξύτητας, που θέτουν εμπόδια τόσο στη φυσική διαδικασία αναγέννησης των δασών, όσο και στις προσπάθειες αναδάσωσης των καμένων δασικών εκτάσεων.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η βρωμοκαρυδιά έχει υπερπολλαπλασιαστεί λόγω των παράνομων σκουπιδότοπων. «Οπου υπάρχουν πεταμένα μπάζα συνήθως υπάρχουν και βρωμοκαρυδιές. Είναι το μόνο φυτό που μπορεί να επιβιώσει σε μια εδαφική σύσταση αλλοιωμένη από οικοδομικά και κάθε άλλου είδους απόβλητα», εξηγεί ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών στο τμήμα της Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας, Κωνσταντίνος Φασσέας.
Με ρίζες στην Κίνα
Το φυτό προέρχεται από την Κίνα και έχει εξαπλωθεί στην Αμερική και την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, ο Αΐλανθος -όπως είναι η επιστημονική ονομασία του- φυτεύθηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό Κήπο, κατά τα πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους. Η εξάπλωσή του ήταν άμεση, καθώς στα μέσα του 19ου αιώνα, ειδικά στη Θεσσαλία, οι αγρότες το φύτευαν διότι πίστευαν ότι η έντονη οσμή που εκκρίνει απωθεί τα έντομα.
Η βρωμοκαρυδιά και οι συνέπειες της εξάπλωσής της τέθηκαν στο επίκεντρο των Ελλήνων επιστημόνων μόλις το 2007. Τα αποτελέσματα των ερευνών από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είναι ανησυχητικά, καθώς πλέον θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς των αναδασώσεων.
«Η βρωμοκαρυδιά αναπτύσσεται ανταγωνιστικά προς την ελληνική χλωρίδα. Οι πιθανότητες να εμποδίσει τη δασική ανάπτυξη, όμως, είναι ακόμη μεγαλύτερες στις περιπτώσεις των καμένων δασών. Η βρωμοκαρυδιά, με τη μεγάλη ταχύτητα που αναπτύσσεται, παρεμποδίζει την αναγέννηση των πιο ευαίσθητων ειδών της ελληνικής χλωρίδας, όπως το πεύκο. Το φυτό αυτό δεν έχει κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα, αφού και ως καυσόξυλο, είναι κακής ποιότητας», Συχνά φυτρώνει σε μέρη που άλλα δέντρα δε θα μπορούσαν να ζήσουν. Μπορεί να φυτρώσει ακόμα και ανάμεσα στο τσιμέντο.
Για παράδειγμα έχω δει σπορόφυτο αυτού του είδους φυτρωμένο ανάμεσα σε δύο σκαλιά μιας μικρής εκκλησία στο χωριό μου. Στις πόλεις μπορεί να βρεθεί σε εγκαταλελειμμένα οικόπεδα, χαλάσματα, βιομηχανικές και υποβαθμισμένες περιοχές, εξού και το αμερικανικό του όνομα «getto palm» φοίνικας των γκέτο. Το φυτό των φωτογραφιών βρίσκεται στη Σχολή Τυφλών, όπου υπάρχουν σχεδόν παντού όπου έχει έδαφος εκτός από φάτσα κάρτα που προσέχουν, κι επίσης και σ’άλλα εγκαταλελειμμένα μέρη κατά μήκος της Παραλίας.
Το φυτό αντέχει τη ρύπανση με διοξείδιο του θείου και όζον από τα καυσαέρια και τη σκόνη τσιμέντου και λιθανθρακόπισσας. Είναι ανθεκτικότατο στην ξηρασία, χάρη στη μεγάλη υδατοαποθηκευτική ικανότητα του ριζικού του συστήματος. Ευδοκιμεί σε οποιονδήποτε τύπο εδάφους, από ελαφριά έως συμπιεσμένα, χαμηλά σε φώσφορο ή υψηλής αλατότητας, με διακύμανση πh από αλκαλικό έως υπερβολικά όξινο 4,1. Για την τελευταία του αντοχή το φυτό αυτό χρησιμοποιείται για αποκατάσταση μολυσμένων εδαφών ορυχίων.
Πέρα όμως απ’αυτήν τη χρήση, το δέντρο αυτο είναι επικινδυνο οπουδήποτε αλλού. Αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα, και οι ρίζες του μπορούν να σπάσουν σωλήνες κι άλλες υπόγειες κατασκευές που τυχόν βρίσκονται κοντά. Εάν το φυτό κοπεί ξαναβλαστάνει αμέσως με νέες παραφυάδες από το εκτεταμένο του ριζικό σύστημα, μπορεί και σε απόσταση από τον αρχικό κορμό. Αναστέλλει ακόμα την ανάπτυξη των διπλανών φυτών εκκρίνοντας την αλληλοπαθητική ουσία αειλανθόνη, η οποία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στο φλοιό και στις ρίζες. Με μελέτες φάνηκε ότι αυτή η ουσία βλάπτει σοβαρά ή και σκοτώνει τους σπόρους και τα σπορόφυτα κοινών καλλιεργούμενων ποωδών φυτών όπως ο αρακάς και το καλαμπόκι αλλά και άγριων, και τον περισσότερων ανθοφόρων και κωνοφόρων δέντρων, με λίγες εξαιρέσεις. Ωστόσο πληθυσμοί φυτών που έχουν εκτεθεί μακροχρόνια στην ουσία μπορεί να εξελίξουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Η τοξίνη αυτή δεν επηρεάζει μέλη του ίδιου είδους. Η αλληλοπάθεια δεν είναι μοναδική σ’αυτό το είδος, και οι καρυδιές, πολλά κωνοφόρα αλλά και ο μαΪντανός είναι επίσης αλληλοπαθητικά.
Επομένως το δέντρο αυτό είναι πραγματικός κίνδυνος για κάθε εύκρατο οικοσύστημα, και δη μεσογειακό.
Παρόλα αυτά το 2000 είχε προταθεί στην Ελλάδα από δήθεν ειδικούς ως κατάλληλο για αναδασώσεις!
Δύο όμως είναι οι κύριοι εχθροί του φυτού:
η πλημμύρα και
η σκιά.
Ο αείλανθος μπορεί να ζει σε πολύ βροχερά μέρη, αλλά δεν ανέχεται το πλημμυρισμένο έδαφος. Στη σκιά η ανάπτυξή του μειώνεται σημαντικά και στο τέλος πνίγεται από τα υπόλοιπα φυτά, ωστόσο σε μία μελέτη βρέθηκε ότι ο αείλανθος μπορεί να εκμεταλλευτεί μικρά φυσικά κενά στην κάλυψη ενός δάσους ώστε να φτάσει αμέσως στο φως.
Το φυτό είναι δηλητηριώδες με λίγους φυσικούς εχθρούς.
Μερικές κάμπιες λεπιδοπτέρων, πέρα από το προαναφερθέν μεταξοπαραγωγικό είδος, τρέφονται με τα φύλλα του.
Η εξάπλωση του φυτού αυτού στη Βόρεια Αμερική επέκτεινε την εξάπλωση της πεταλούδας Atteva aurea, η οποία τρεφόταν μ’άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Η ζημια όμως απ’αυτά τα έντομα είναι αμελητέα.
Η περιοχή με τη μεγαλύτερη εξάπλωση του επιθετικότατου αυτού είδους είναι η Βόρεια Αμερική, όπου μπορεί να βρεθεί σε ξερά βουνά, εγκαταλελειμμένες περιοχές ή πυκνές συστάδες κατά μήκος λεωφόρων.
Αμέσως μετά είναι η Νότια Ευρώπη, μετά η Βόρεια, και στο τέλος η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, όπου ευτυχώς ακόμα δεν έχει εξαπλωθεί σημαντικά.
Η καταπολέμηση του φυτού αυτού είναι τρομερά δύσκολη, και το απλό κόψιμο δεν αρκεί.
Οι παραφυάδες θα πρέπει ν’αφαιρούνται για χρόνια και ίσως χρειαστεί και η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων για την καταστολή του.
Γνωρίζω δύο πληθυσμούς αυτού του φυτού, ο ένας είναι στην περιοχή της Σχολής Τυφλών και της υπόλοιπης Παραλίας όπως είπα, και ο άλλος είναι στο χωριό μου, στους Πύγους Κοζάνης. Γι’αυτους που γνωρίζουν, βρίσκεται στον ξερό λόφο της Αγ. Παρασκευής στη μεσαία γειτονιά.
Από εκεί κάθε φορά που περνούσα ξερίζωνα τα σπορόφυτα ή έσπαγα τα μεγαλύτερα (το τελευταίο αναποτελεσματικό), αποφάσισα όμως να τ’αφήσω στην ησυχία τους, μιας κι εκεί δε φυτρώνει σχεδόν κανένα δέντρο λόγω ξηρασίας.
Ιδιαίτερα
καταστροφική είναι η δράση του σε αρχαιολογικούς χώρους και άλλα
διατηρητέα κτίρια κυρίως λόγω της ικανότητας που έχει να αναπτύσσεται σε
φτωχά εδάφη αλλά όπου υπάρχει άπλετο φως.
Πιθανά
προβλήματα υγείας που δημιουργεί στον άνθρωπο και στα ζώα.
Εκτός από τα
οικολογικά προβλήματα έχουν ανφερθεί και προβλήματα υγείας που προκαλεί ο
Αΐλανθος στον άνθρωπο. Έχει αναφερθεί ότι σε υπαλλήλους επιφορτισμένους
με την κοπή αυτών των δένδρων εμφανίστηκε μυοκαρδίτιδα η οποία
οφειλόταν στην επαφή πληγών από τριβή στο δέρμα με τον οπό των δένδρων.
Είναι πολύ ανθεκτικό στην ατμοσφαιρική, χημική και σωματιδιακή ρύπανση, συμπεριλαμβανομένου του διοξειδίου του θείου, το οποίο απορροφά στα φύλλα του.
Μπορεί να αντέξει τη σκόνη τσιμέντου, τις αναθυμιάσεις λιθανθρακόπισσας, καθώς και την έκθεση στο όζον.
Επιπλέον, υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου έχουν βρεθεί στους ιστούς του.
Ο αείλανθος έχει χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση περιοχών, πρώην ορυχείων κι έχει αποδειχθεί ότι ανέχεται επίπεδα pH μέχρι 4,1.
Μπορεί να αντέξει πολύ χαμηλά επίπεδα φωσφόρου και υψηλά επίπεδα αλατότητας.
Βρίσκεται συχνά σε περιοχές όπου λίγα δέντρα μπορούν να επιβιώσουν.
Παράγει τοξικές ουσίες (κουασσινοειδή) που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών, ένα φαινόμενο γνωστό ως «αλληλοπάθεια».
Η αντοχή του δέντρου στην ξηρασία, οφείλεται στην ικανότητα του να αποθηκεύει αποτελεσματικά το νερό στο ριζικό του σύστημα, το οποίο είναι πολύ επιθετικό και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις, σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Είναι πολύ ανθεκτικό στην ατμοσφαιρική, χημική και σωματιδιακή ρύπανση, συμπεριλαμβανομένου του διοξειδίου του θείου, το οποίο απορροφά στα φύλλα του.
Μπορεί να αντέξει τη σκόνη τσιμέντου, τις αναθυμιάσεις λιθανθρακόπισσας, καθώς και την έκθεση στο όζον.
Επιπλέον, υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου έχουν βρεθεί στους ιστούς του.
Ο αείλανθος έχει χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση περιοχών, πρώην ορυχείων κι έχει αποδειχθεί ότι ανέχεται επίπεδα pH μέχρι 4,1.
Μπορεί να αντέξει πολύ χαμηλά επίπεδα φωσφόρου και υψηλά επίπεδα αλατότητας.
Βρίσκεται συχνά σε περιοχές όπου λίγα δέντρα μπορούν να επιβιώσουν.
Παράγει τοξικές ουσίες (κουασσινοειδή) που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών, ένα φαινόμενο γνωστό ως «αλληλοπάθεια».
Η αντοχή του δέντρου στην ξηρασία, οφείλεται στην ικανότητα του να αποθηκεύει αποτελεσματικά το νερό στο ριζικό του σύστημα, το οποίο είναι πολύ επιθετικό και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις, σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Το φυτό αναφέρεται ως αλλεργιογόνο για τον άνθρωπο.
Μέλι
Οι έρευνες των επιστημόνων έκριναν τη βρωμοκαρυδιά «ένοχη» και για την παραγωγή κακής ποιότητας μελιού. Η ευδιάκριτη μυρωδιά που αναδύεται από τα άνθη της την περίοδο της άνοιξης προσελκύει τις μέλισσες, οι οποίες μεταφέρουν τη δυσοσμία στο μέλι που παράγεται.
«Κάθε φυτό έχει τα δικά του συστατικά. Αν μια μέλισσα πάρει το νέκταρ από τη βρωμοκαρυδιά, το μέλι που θα παραχθεί θα έχει μια δυσάρεστη μυρωδιά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βγει μέλι μόνο από αυτό το φυτό, ωστόσο είναι σαφές πως, ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα συστατικά της βρωμοκαρυδιάς έχουν επηρεάσει την ποιότητα της παραγωγής», δηλώνει ο διευθυντής του Εργαστήριου Σηροτροφίας και Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πασχάλης Χαριζάνης, επισημαίνοντας την ανάγκη εκπόνησης περισσότερων μελετών, ειδικά για τις επιπτώσεις στη μελισσοκομία. «Δυστυχώς, είναι δύσκολο να έχουμε συγκριτικά στοιχεία για τη γεύση ή τη μυρωδιά του μελιού, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες μελέτες για το κατά πόσο η βρωμοκαρυδιά επηρεάζει τις ίδιες τις μέλισσες, ο πληθυσμός των οποίων έχει περιοριστεί σημαντικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως είναι γνωστό», προσθέτει ο καθηγητής.
Μέλι
Οι έρευνες των επιστημόνων έκριναν τη βρωμοκαρυδιά «ένοχη» και για την παραγωγή κακής ποιότητας μελιού. Η ευδιάκριτη μυρωδιά που αναδύεται από τα άνθη της την περίοδο της άνοιξης προσελκύει τις μέλισσες, οι οποίες μεταφέρουν τη δυσοσμία στο μέλι που παράγεται.
«Κάθε φυτό έχει τα δικά του συστατικά. Αν μια μέλισσα πάρει το νέκταρ από τη βρωμοκαρυδιά, το μέλι που θα παραχθεί θα έχει μια δυσάρεστη μυρωδιά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βγει μέλι μόνο από αυτό το φυτό, ωστόσο είναι σαφές πως, ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα συστατικά της βρωμοκαρυδιάς έχουν επηρεάσει την ποιότητα της παραγωγής», δηλώνει ο διευθυντής του Εργαστήριου Σηροτροφίας και Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πασχάλης Χαριζάνης, επισημαίνοντας την ανάγκη εκπόνησης περισσότερων μελετών, ειδικά για τις επιπτώσεις στη μελισσοκομία. «Δυστυχώς, είναι δύσκολο να έχουμε συγκριτικά στοιχεία για τη γεύση ή τη μυρωδιά του μελιού, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες μελέτες για το κατά πόσο η βρωμοκαρυδιά επηρεάζει τις ίδιες τις μέλισσες, ο πληθυσμός των οποίων έχει περιοριστεί σημαντικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως είναι γνωστό», προσθέτει ο καθηγητής.
Η
βιβλιογραφία επίσης αναφέρει ότι οι μέλισσες επισκέπτονται τα άνθη της
βρωμοκαρυδιάς για τη συλλογή νέκταρος με αποτέλεσμα το μέλι να αποκτά
άσχημα γεύση και οσμή τα οποία όμως ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα
εξαφανίζονται.
Δεν υπάρχουν όμως άλλες μελέτες σχετικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης κουασσινοειδών στο μέλι.
Δεν υπάρχουν όμως άλλες μελέτες σχετικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης κουασσινοειδών στο μέλι.
Οι
χημικές ενώσεις που είναι γνωστές με το όνομα κουασσινοειδή
(quassinoids) έχουν εντοπισθεί και σε άλλα είδη της οικ. Simarubaceae
και σε αυτά αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες όπως η καταπολέμηση όγκων
και η δράση τους ως ανθελονοσιακά, αντιφλεγμονώδη, εντομοκτόνα,
αμοιβαδοκτόνα και ζιζανιοκτόνα.
Είναι
όμως προτιμότερο να αφεθεί αυτός ο τομές στου επιστήμονες – ερευνητές
παρά να αρχίσουμε να πίνουμε αφεψήματα από βρωμοκαρυδία
(βρωμοκαρυδοφραπεδιά;).
Το
πρόβλημα.
Η βρωμοκαρυδιά παράγει μεγάλο αριθμό σπερμάτων (σάμαρα) με
πολύ μεγάλη βλαστητική ικανότητα και τα οποία βλαστάνουν κάτω από σχεδόν
οποιεσδήποτε συνθήκες και διαφορετικά εδάφη, φτωχά ή πλούσια με
αποτέλεσμα να παραγκωνίζουν την τοπική βλάστηση είτε αυτή είναι φυσική
είτε τεχνητή σε κήπους, παρτέρια, πάρκα κλπ.
Το
φυτό αναπτύσσεται από το Μάιο μέχρι λίγο πριν αρχίσει να ρίχνει τα
φύλλα του, δηλαδή τον Οκτώβριο ή ακόμα και Νοέμβριο, ανάλογα με την
περιοχή και τις κλιματολογικές συνθήκες.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του φυτού
είναι τρομακτικός κυρίως στα νεαρά φυτά ηλικίας ενός έως δυο ετών, στην
προσπάθεια τους να επικρατήσουν στο περιβάλλον, αναπτύσσονται με ρυθμούς
που εγώ μέτρησα να φτάνουν το 1.5 m σε διάστημα ενός μηνός (!) όπως
προσωπικά μέτρησα στον περίβολο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και
σε περιβάλλον το οποίο δεν θα θεωρούσα ιδιαίτερα φιλόξενο, όπως ανάμεσα
σε πλάκες πεζοδρομίου.
Το
φυτό δεν έχει φυσικούς εχθρούς ούτε και στην πατρίδα του την Κίνα, όπου
όμως βρίσκεται σε ισορροπία με τους άλλους οργανισμούς του
οικοσυστήματος.
Φυτά
που προτείνονται σε αντικατάσταση του Αΐλανθου. Ο κατάλογος των φυτών
που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τον Αΐλανθο θα μπορούσε να είναι
πολύ μεγάλος.
Δεν
υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να καταφεύγουμε σε φυτικά είδη που
έχουν εισαχθεί στη χώρα μας τη στιγμή που υπάρχουν πολλά ενδημικά φυτά
για τα οποία μάλιστα υπάρχουν και εμπεριστατωμένες μελέτες σχετικά με
την ανθεκτικότητά τους στις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες που επικρατούν
στην Ελλάδα καθώς επίσης και στη ρύπανση, αν πρόκειται για αστικές
περιοχές. Βεβαίως τα περισσότερα από αυτά τα είδη δεν έχουν την ίδια
ταχύτητα ανάπτυξης και ευκολία καλλιέργειας με τον Αΐλανθο. Αν όμως δεν
θέλουμε σε 50 χρόνια η Ελλάδα να είναι ένα απέραντο δάσος από Αΐλανθους
με τα ενδημικά φυτά να σπανίζουν ή να είναι προστατευόμενα είδη σε
Βοτανικούς κήπου και Μουσεία, τώρα είναι η κατάλληλη εποχή να δράσουμε.
Δεν βρίσκω τίποτα κακό στο να φυτέψουμε ελιές, χαρουπιές, δάφνες και πολλά άλλα από τα φυτά της Έλληνικής φύσης.
Τρόποι αντιμετώπισης.
Το φυτό είναι «επικηρυγμένο» στις ΗΠΑ και οι δασικές υπηρεσίες εκεί προσπαθούν εδώ και αρκετά χρόνια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με συνδυασμό διαφόρων τρόπων.
Το φυτό είναι «επικηρυγμένο» στις ΗΠΑ και οι δασικές υπηρεσίες εκεί προσπαθούν εδώ και αρκετά χρόνια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με συνδυασμό διαφόρων τρόπων.
Για
τη χώρα μας χρειάζεται πρώτα απ’ όλα ενημέρωση των Υπηρεσιών πάρκων και
κήπων των Δήμων σε όλη τη χώρα αλλά και του κοινού από επιστήμονες
Οικολόγους[1] (Γεωπόνους, Βιολόγους, Δασοπόνους) που γνωρίζουν τα
προβλήματα του περιβάλλοντος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
· Να ενημερωθεί το κοινό ώστε να αναγνωρίζει το φυτό.
· Να απαγορευτεί η καλλιέργεια και διάθεση του φυτού από φυτώρια.
·
Να πεισθούν οι τοπικές αρχές για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και να
λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, έστω και αν αυτό σημαίνει μείωση του αστικού
και περιαστικού πράσινου.
·
Να συνειδητοποιήσει το κοινό ότι το συγκεκριμένο φυτό πρέπει να
ξεριζώνεται σε πολύ μικρή ηλικία και στη θέση του να φυτεύουμε κάποιο
άλλο.
Όπου το φυτό έχει αναπτυχθεί υπέρμετρα (πολλά δένδρα) είναι σκόπιμο να κοπούν μόνο τα θηλυκά.
Θα
πρέπει επίσης να ενημερωθεί το κοινό για τα πραγματικά προβλήματα που
προκαλεί το δένδρο και να είναι σε θέση να το αναγνωρίζει.
Θα πρέπει το
κοινό να πεισθεί για τους πραγματικούς κινδύνους για το περιβάλλον αλλά
ενδεχομένως και για την ίδια του την υγεία, χωρίς υστερίες και πανικό.
Μια επίσκεψη στους δικτυακούς τόπους που αναφέρονται στη βιβλιογραφία
στο τέλος του άρθρου, είναι αρκετή για να πείσει και τον πιο δύσπιστο.
Προσοχή
όμως γιατί υπάρχουν και άλλα δένδρα που έχουν κάποιες ομοιότητες με τον
Αΐλανθο. Αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό του Αΐλανθου είναι οι καρποί του
(σπόροι) οι οποίοι κρέμονται από το δένδρο σε τσαμπιά που αποτελούνται
από μερικές εκατοντάδες σπέρματα τα οποία είναι λεπτά, λεπιοειδή και
λίγο στριφτά μήκους περίπου 3 cm και πλάτος 1 cm με ένα σπέρμα στο μέσον
(θυμίζουν λίγο τα σπέρματα του πεύκου με το πτερύγιο, αλλά με το σπέρμα
στο κέντρο του πτερυγίου).
Τα σπέρματα παραμένουν στα θηλυκά δένδρα όλο
το χειμώνα και πέφτουν από την επόμενη άνοιξη, οπότε είναι και ώριμα
για να βλαστήσουν.
ΠΡΟΣΟΧΗ: κατά την κοπή των δένδρων να χρησιμοποιούνται χονδρά αδιάβροχα γάντια , κυρίως αν υπάρχουν μικροτραυματισμοί στα χέρια.
Το
φυτό είναι πιο εύκολο να καταπολεμηθεί όταν είναι ακόμα πολύ μικρό,
μερικών μηνών, με το να το ξεριζώσουμε. Η συνεχής εκρίζωση και κοπή των
δενδρυλλίων είναι η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος δεδομένου ότι δεν
επιβαρύνεται το περιβάλλον με χημικές ουσίες.
Τα
μεγάλα δένδρα είναι ανώφελο απλά να τα κόβουμε αφού σε ελάχιστο χρόνο
θα έχουν ξαναφυτρώσει.
Εδώ απαιτείται η συνδρομή ειδικών όπου μετά την
κοπή του δένδρου ο κομμένος κορμός στο έδαφος θα πρέπει να εμβολιαστεί
με ειδικές σύριγγες με ζιζανιοκτόνα (Garlon) τα οποία δρούν στις ρίζες.
Μπορεί να γίνει με τρυπάνι(πχ 8 mm) οπή στον κορμό του και έγχυση με σύριγγα αδιάλυτου ζιζανιοκτόνου Garlon ή Glyphosate(Σιγκούδης Άνθιμος, προσωπικές εμπειρίες- παρατηρήσεις).
Επίσης με επάλειψη με πινέλο!!! σαν να βαφουμε καγκελα με μινιον, με αδιάλυτη ποσότητα ζιζαιοκτόνου Garlon ή Glyphosate 36% στα πράσινα μέρη του φυτου(φύλλα, βλαστοί)(Σιγκούδης Άνθιμος, προσωπικές εμπειρίες- παρατηρήσεις).
Επίσης με επάλειψη με πινέλο!!! σαν να βαφουμε καγκελα με μινιον, με αδιάλυτη ποσότητα ζιζαιοκτόνου Garlon ή Glyphosate 36% στα πράσινα μέρη του φυτου(φύλλα, βλαστοί)(Σιγκούδης Άνθιμος, προσωπικές εμπειρίες- παρατηρήσεις).
όταν το φύλλωμα αναπτυχθεί τελείως ώστε να κατεβαίνουν στις
ρίζες αρκετοί χυμοί (στους θάμνους και τα δένδρα από μέσα Μαΐου μέχρι μέσα Οκτωβρίου)
Η μέθοδος
αυτή προτιμάται από τη διάβρεξη του εδάφους με ζιζανιοκτόνα δεδομένου
ότι είναι πιο αποτελεσματική, απαιτεί λιγότερη ποσότητα ζιζανιοκτόνου
και δρα μόνο στο συγκεκριμένο φυτό.
Κ. Φασσέας, Βιολόγος
Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
http://www.aua.gr/fasseas
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Bory,
G. and D. Clair-Maczulajtys. 1980. Production, dissemination and
polymorphism of seeds in Ailanthus altissima. Revue Generale de
Botanique 88(1049/1051): 297-311 [in French].
Elias,
T. 1980. The Complete Trees of North America: Field Guide and Natural
History. Book Division, Times Mirror Magazines, Inc. New York.
Gleason,
H.A., and A. Cronquist. 1991. Manual of Vascular Plants of Northeastern
United States and Adjacent Canada.New York Botanical Garden. Bronx, New
York.
Hu, S.Y. 1979. Ailanthus. Arnoldia 39(2): 29-50
Mergen, F. 1959. A toxic principle in the leaves of Ailanthus. Bot. Gazette 121: 32-36.
Pannill,
Philip. 1995. Tree-of-Heaven Control. Maryland Department of Natural
Resources Forest Service Stewardship Bulletin. 8 pp.
Randall, J.M. and J. Marinelli. 1996. Invasive Plants: Weeds of the Global Garden. Brooklyn Botanic Garden, Handbook 149: 111
Meloche
C. Murphy S.D. 2006. Managing Tree-of-Heaven (Ailanthus altissima) in
Parks and Protected Areas: A Case Study of Rondeau Provincial Park
(Ontario, Canada). Environmental Management Vol. 37, No. 6, pp. 764–772.
Bisognano
J. D., McGrody K.S. and Spence A. M. 2005. Myocarditis from the Chinese
Sumac Tree. Annals of Internal Medicine. 143 (2): 159.
Joshi BC, Pandey A, Sharma RP, Khare A. 2003. Quassinoids from Ailanthus excelsa. Phytochemistry. 62:579-84.
Okunade
AL, Bikoff RE, Casper SJ, Oksman A, Goldberg DE, Lewis WH. 2003.
Antiplasmodial activity of extracts and quassinoids isolated from
seedlings of
Ailanthus altissima (Simaroubaceae). Phytother Res.17:675-7.
Tamura S, Fukamiya N, Okano M, Koyama J, Koike K, Tokuda H, et al. 2003. Three
new quassinoids, ailantinol E, F, and G, from Ailanthus altissima. Chem Pharm Bull. 51:385-9.
Chang
YS, Woo ER. 2003. Korean medicinal plants inhibiting to human
immunodeficiency virus type 1 (HIV-1) fusion. Phytother Res.;17:426-9.
Rosati A, Quaranta E, Ammirante M, Turco MC, Leone A, De Feo V. 2004.
Quassinoids can induce mitochondrial membrane depolarisation and caspase 3
activation in human cells [Letter]. Cell Death Differ. 11 (l 2):216-8.
http://www.nps.gov/plants/alien/
http://www.invasive.org/search/action.cfm?q=Ailanthus%20altissimahttp://www.lib.uconn.edu/webapps/ipane/browsing.cfm?descriptionid=30
πηγη : http://back-to-nature.gr/
http://biokipos.blogspot.gr/
Η αντίθετη άποψη τώρα.
Το είδος έχει μια μακρά ιστορία στη λαϊκή ιατρική και την κουλτούρα της Ασίας.
Παρέχει σκιά, φάρμακα, ξυλεία, είδη ένδυσης, και τροφή για τον άνθρωπο.Στην Κίνα, το δέντρο του ουρανού έχει μια πλούσια και παλιά ιστορία. Αναφέρεται στο παλαιότερο σωζόμενο κινέζικο κείμενο,και σε άλλα αργότερα για τις χρήσιμες ιδιότητες του σε πολλές ασθένειες ,από ψυχικές έως και την φαλάκρα!!
Οι αντισπασμωδικές, στυπτικές, αντικαταθλιπτικές, διουρητικές, εμετικές και αντιπυρετικές ιδιότητες του φλοιού της ρίζας και των βλαστών του δέντρου, με ειδικούς χειρισμούς, έχουν χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά σε πλήθος ασθενειών από την Κινέζικη παράδοση.
Τα φύλλα χρησιμοποιούνται σαν λοσιόν σε δερματικές παθήσεις σοβαρές ή και πιο συνηθισμένες όπως η σμηγματόρροια και η ψώρα.
Τα λουλούδια έχουν χρησιμοποιηθεί για την ρύθμιση της εμμηνόρροιας και τη θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων. Άλλες χρήσεις: σαν ζιζανιοκτόνο, και εντομοκτόνο. Τα θρυμματισμένα φύλλα και λουλούδια είναι εντομοαπωθητικά. Τα δέντρα φυτεύονται σε βαλτώδεις περιοχές για την αποστράγγιση του εδάφους, τη σταθεροποίηση του και για να εμποδίσουν την αναπαραγωγή των κουνουπιών.Λόγω του ότι είναι ανεκτικά στη ρύπανση του εδάφους μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την αποκατάσταση μολυσμένων περιοχών. Στην Κίνα το δέντρο καλλιεργείται και για εμπορικούς
σκοπούς σαν οικοδεσπότης του Attacus Cynthia, ενός είδους μεταξοσκώληκα που παράγει χοντρό και πολύ ανθεκτικό μετάξι.
Το ξύλο χρησιμοποιείται για μικρά εργαλεία, σαν καυσόξυλα και κάρβουνα, αν και δεν είναι καλής ποιότητας. Είναι ελαφρύ και δεν επεξεργάζεται εύκολα.
Μία κίτρινη χρωστική ουσία λαμβάνεται από τα φύλλα.
Τα φύλλα και το ξύλο χρησιμοποιούνται στην χαρτοποιία. Οι σπόροι είναι καλή πηγή ελαίων. Περιέχουν 56% λιπαρά και 23% πρωτεΐνες. Αρωματικά έλαια και ρητίνες λαμβάνονται από το φλοιό του δέντρου που χρησιμοποιούνται ως θυμίαμα στους Ναούς αλλά και σαν φάρμακα.
Ινδική Εφημερίδα της παραδοσιακής γνώσης
Η συμβολή του Ailanthus altissima στην καταπολέμηση της ξηρασίας και την εξασφάλιση των πόρων διαβίωσης των φτωχών. http://nopr.niscair.res.in/bitstream/123456789/11071/1/IJTK%2010(1)%20102-113.pdf
Περισσότερες πληροφορίες για την αλληλεπίδρασή* του με τα άλλα είδη εδώ
Πληροφορίες για τις ζιζανιοκτόνες ιδιότητες του Ailanthus εδώ και εδώ
Οι εργαστηριακές μελέτες δείχνουν ότι το δέντρο από τον ουρανό μπορεί να έχει ένα σπουδαίο ρόλο στη σύγχρονη ιατρική. Χημικά συστατικά(κάντε κλικ)
Σχολή Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων University of Technology Κίνα.
Ailanthus altissima και Αλληλοπάθεια
Ο Ailanthus excelsa είναι ένα ακόμη είδος του δέντρου,που ευδοκιμεί κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Συμπέρασμα.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω,οι απόψεις που έχουν διαμορφωθεί για την χρησιμότητα του Αείλανθου διαφέρουν πολύ.
Η γνώμη μου είναι να δείξουμε λίγη περισσότερη προσοχή(δείτε τους συνδέσμους)
Το θέμα χρειάζεται μελέτη και ειδικούς χειρισμούς.
Να μην αφήνουμε αφύτευτα σημεία, μήπως και σταματήσει ο Ουρανός να μας πετάει δέντρα.
Και φυσικά οι Δήμοι να προσέξουν τι φυτεύουν και πως περιποιούνται το πράσινο.
Αν έχετε κάποιες γνώσεις γύρω απ'αυτό το θέμα που θέλετε να μοιραστείτε, παρακαλώ στείλτε ένα σχόλιο. Εικόνες και πηγές.
(1)Φωτογράφος: Chuck Bargeron
Πανεπιστήμιο της Γεωργίας, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής http://www.invasive.org/browse/detail.cfm?imgnum=1150029
(2)http://fr.wikipedia.org/wiki/Ailanthus_altissima
Ηνωμένες Πολιτείες Υπουργείο Γεωργίας. Ailanthus altissima . http://plants.usda.gov/java/profile?symbol=AIAL
Το Δίκτυο Bugwood για τα χωροκατακτητικά φυτά http://www.invasive.org/eastern/eppc/ailanthus.html
Εκδόσεις ACS. Απομόνωση των φυτοτοξικών ενώσεων από το 'Δέντρο από τον Ουρανό". http://pubs.acs.org/cgi-bin/abstract.cgi/jafcau/2003/51/i05/abs/jf020686+. html *Δική μου πρόχειρη φωτογράφιση.
Η αντίθετη άποψη τώρα.
Το είδος έχει μια μακρά ιστορία στη λαϊκή ιατρική και την κουλτούρα της Ασίας.
Παρέχει σκιά, φάρμακα, ξυλεία, είδη ένδυσης, και τροφή για τον άνθρωπο.Στην Κίνα, το δέντρο του ουρανού έχει μια πλούσια και παλιά ιστορία. Αναφέρεται στο παλαιότερο σωζόμενο κινέζικο κείμενο,και σε άλλα αργότερα για τις χρήσιμες ιδιότητες του σε πολλές ασθένειες ,από ψυχικές έως και την φαλάκρα!!
Οι αντισπασμωδικές, στυπτικές, αντικαταθλιπτικές, διουρητικές, εμετικές και αντιπυρετικές ιδιότητες του φλοιού της ρίζας και των βλαστών του δέντρου, με ειδικούς χειρισμούς, έχουν χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά σε πλήθος ασθενειών από την Κινέζικη παράδοση.
Τα φύλλα χρησιμοποιούνται σαν λοσιόν σε δερματικές παθήσεις σοβαρές ή και πιο συνηθισμένες όπως η σμηγματόρροια και η ψώρα.
Τα λουλούδια έχουν χρησιμοποιηθεί για την ρύθμιση της εμμηνόρροιας και τη θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων. Άλλες χρήσεις: σαν ζιζανιοκτόνο, και εντομοκτόνο. Τα θρυμματισμένα φύλλα και λουλούδια είναι εντομοαπωθητικά. Τα δέντρα φυτεύονται σε βαλτώδεις περιοχές για την αποστράγγιση του εδάφους, τη σταθεροποίηση του και για να εμποδίσουν την αναπαραγωγή των κουνουπιών.Λόγω του ότι είναι ανεκτικά στη ρύπανση του εδάφους μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την αποκατάσταση μολυσμένων περιοχών. Στην Κίνα το δέντρο καλλιεργείται και για εμπορικούς
σκοπούς σαν οικοδεσπότης του Attacus Cynthia, ενός είδους μεταξοσκώληκα που παράγει χοντρό και πολύ ανθεκτικό μετάξι.
Το ξύλο χρησιμοποιείται για μικρά εργαλεία, σαν καυσόξυλα και κάρβουνα, αν και δεν είναι καλής ποιότητας. Είναι ελαφρύ και δεν επεξεργάζεται εύκολα.
Μία κίτρινη χρωστική ουσία λαμβάνεται από τα φύλλα.
Τα φύλλα και το ξύλο χρησιμοποιούνται στην χαρτοποιία. Οι σπόροι είναι καλή πηγή ελαίων. Περιέχουν 56% λιπαρά και 23% πρωτεΐνες. Αρωματικά έλαια και ρητίνες λαμβάνονται από το φλοιό του δέντρου που χρησιμοποιούνται ως θυμίαμα στους Ναούς αλλά και σαν φάρμακα.
Ινδική Εφημερίδα της παραδοσιακής γνώσης
Η συμβολή του Ailanthus altissima στην καταπολέμηση της ξηρασίας και την εξασφάλιση των πόρων διαβίωσης των φτωχών. http://nopr.niscair.res.in/bitstream/123456789/11071/1/IJTK%2010(1)%20102-113.pdf
Περισσότερες πληροφορίες για την αλληλεπίδρασή* του με τα άλλα είδη εδώ
Πληροφορίες για τις ζιζανιοκτόνες ιδιότητες του Ailanthus εδώ και εδώ
Οι εργαστηριακές μελέτες δείχνουν ότι το δέντρο από τον ουρανό μπορεί να έχει ένα σπουδαίο ρόλο στη σύγχρονη ιατρική. Χημικά συστατικά(κάντε κλικ)
Σχολή Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων University of Technology Κίνα.
Ailanthus altissima και Αλληλοπάθεια
Ο Ailanthus excelsa είναι ένα ακόμη είδος του δέντρου,που ευδοκιμεί κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Παρτέρι αφημένο για δύο χρόνια στην τύχη του. Πειραιάς*. |
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω,οι απόψεις που έχουν διαμορφωθεί για την χρησιμότητα του Αείλανθου διαφέρουν πολύ.
Η γνώμη μου είναι να δείξουμε λίγη περισσότερη προσοχή(δείτε τους συνδέσμους)
Το θέμα χρειάζεται μελέτη και ειδικούς χειρισμούς.
Να μην αφήνουμε αφύτευτα σημεία, μήπως και σταματήσει ο Ουρανός να μας πετάει δέντρα.
Και φυσικά οι Δήμοι να προσέξουν τι φυτεύουν και πως περιποιούνται το πράσινο.
Αν έχετε κάποιες γνώσεις γύρω απ'αυτό το θέμα που θέλετε να μοιραστείτε, παρακαλώ στείλτε ένα σχόλιο. Εικόνες και πηγές.
(1)Φωτογράφος: Chuck Bargeron
Πανεπιστήμιο της Γεωργίας, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής http://www.invasive.org/browse/detail.cfm?imgnum=1150029
(2)http://fr.wikipedia.org/wiki/Ailanthus_altissima
Ηνωμένες Πολιτείες Υπουργείο Γεωργίας. Ailanthus altissima . http://plants.usda.gov/java/profile?symbol=AIAL
Το Δίκτυο Bugwood για τα χωροκατακτητικά φυτά http://www.invasive.org/eastern/eppc/ailanthus.html
Εκδόσεις ACS. Απομόνωση των φυτοτοξικών ενώσεων από το 'Δέντρο από τον Ουρανό". http://pubs.acs.org/cgi-bin/abstract.cgi/jafcau/2003/51/i05/abs/jf020686+. html *Δική μου πρόχειρη φωτογράφιση.
http://amazonsday.blogspot.gr/2012/12/blog-post_14.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου