Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της "Κόλιντα Μπάμπω" που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη.
Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου φωτιές φωνάζοντας "κόλιντα μπάμπω" δηλαδή "σφάζουν, γιαγιά".
Σύμφωνα με τους κατοίκους, αυτό το βράδυ ο βασιλιάς Ηρώδης διέταξε τη σφαγή όλων των αρσενικών νηπίων κάτω από την ηλικία των 2 χρονών, ώστε να μην κινδυνέψει από τον Ιησού.
Η φωτιά ενημερώνει τους κατοίκους να προφυλαχθούν όχι μόνο από το βασιλιά, αλλά και από το κακό που ίσως παραφυλάει για τον καινούριο χρόνο.
ΕΘΙΜΑ ΑΝ. ΡΩΜΥΛΙΑΣ
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Στο τραπέζι ήταν απαραίτητο να υπάρχουν εννιά νηστίσιμα φαγητά. Ο αρχηγός της οικογένειας έλεγε την προσευχή: « Έχουμε να πούμε στο Χριστό μας τον αφέντη ένα βαρύ γκανίσι, όπως τιμήσει το άλας το ψωμί αμήν».Παραμονή Χριστουγέννων τέσσερα παλικάρια πήγαιναν και τραγουδούσαν σ'όλα τα σπίτια το Κόλντυ μπάμπου. Tα ξημερώματα της παραμονής τα πρώτα κολιντούδια πηγαίνουν στο σπίτι μιας νοικοκυράς , κάνοντας όπως η κότα που κακαρίζει και ο πετεινός μπροστά στους σπόρους ,που ρίχνει η νοικοκυρά για να πάει καλά η χρονιά . Φωνάζουν κόλιντα μπάμπου παίρνουν την κολιντόκουρα με λίγα λεφτά και φεύγουν .Το βράδυ η φωτιά ανάβει σε κάθε γειτονιά για να ζεσταίνεται ο Χριστός
ΕΘΙΜΑ ΑΙ - ΒΑΣΙΛΗ
Τζαμάλες: άντρες ντυνόντουσαν με τη γυναικεία φορεσιά «τσουκμάνια» και πολλοί φορούσαν κουδούνια στη ράχη και μεγάλα καβούκια στο κεφάλι. Το πρωί που γινόταν ο χορός οι τζαμάλες έπαιρναν τις αγαπημένες τους και πήγαιναν να χορέψουν.
Την διοργάνωση του εθίμου αναλαμβάνει εδώ και χρόνια στην περιοχή του συνοικισμού Καρυωτών Ανατολικής Ρωμυλίας ο πολιτιστικός σύλλογος.
το παραδοσιακό νηστίσιμο φαγητό φασόλια μαγειρεμένα με τουρσί λάχανο
σε συνδυασμό με πιπέρια τουρσί,ταραμά και φυσικά ελιές
μπόλικο ψωμί
...άφθονο κρασί
ΠΑΛΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
Λίγο πολύ όλοι ξέρουμε σε γενικές γραμμές τις χριστουγεννιάτικες συνήθειες που κατά τόπους διαφέρουν στις λεπτομέρειες . Αλλού διατηρήθηκαν αναλλοίωτες και αλλού έχουν υποστεί επιδράσεις τόσες ώστε να χαθεί η αρχική χαρακτηριστική λεπτομέρεια στη μορφή.
Το σφάξιμο των γουρουνιών που άρχιζε στις 22 Δεκεμβρίου . Στην κατεξοχήν γεωργική περιοχή ων Γιαννιτσών εκείνη την εποχή τουλάχιστον η εκτροφή γουρουνιού στο σπίτι και το σφάξιμο στις παραμονές των Χριστουγέννων ήταν απαραίτητη και επιτακτική , γιατί έτσι η οικογένεια εξασφάλιζε για όλο το χειμώνα κρέας και λίπος . Επίσης έπαιρναν το πολύτιμο χοιρόδερμα χρήσιμο για την κατασκευή της πινίτσας (είδος τσαρουχιού ), που στερεωνόταν στο πέλμα με ιμάντες που έφταναν ως τη γάμπα.
Το σφάξιμο γινόταν σε ορισμένες αυλές σπιτιών κατά συνοικία. Προσπαθούσαν να συμπίπτει η μέρα και η ώρα. Γιατί πίστευαν πως γρυλισμός ενός γουρουνιού επηρέαζε κατά κάποιο τρόπο τη διάθεση των άλλων γουρουνιών και αυτό ήταν εις βάρος της νοστιμιάς του κρέατος.
Φαντάζεται κανείς τη χορωδία των γρυλισμών.
Επακολουθούσε το τεμάχισμα του ζώου, το χτύπημα του ψαχνού με κοφτερά μαχαίρια πάνω σε ειδική σανίδα, για να γίνει κιμάς , προορισμένος για λουκάνικα. Αυτά γεμίζονταν αυθημερόν και κρεμιούνταν σε ειδικές αεριζόμενες θέσεις. Επίσης ο κιμάς χρειαζόταν για τους λαχανοσαρμάδες. Έπειτα κόβονταν ειδικά κομμάτια ετοιμάζονταν για τον τσιγαριστό μεζέ και άλλα για τον ταβά . Ακόμη τότε λειωνόταν το λίπος , που θα χρησιμοποιούνταν όλη τη χρονιά .
Αξιοσημείωτο είναι ότι ξεχωρίζονταν ορισμένα κομμάτια και μάλιστα εκλεκτά γι’ αυτούς που δεν ήταν σε θέση ν’ αγοράσουν και να εκθρέψουν δικό τους γουρούνι. Καμιά φορά αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν με κρέας εκλεκτότερο από ότι οι δότες.
Σφάξιμο του κούρκου ή της κούρκας (γαλοπούλας). Το πτηνό το προμηθεύονταν ένα μήνα νωρίτερα , για να το θρέψουν με καθαρή τροφή. Πρόσεχαν μη του δώσουν πράσο ή κρεμμύδι , γιατί αυτά επηρέαζαν την οσμή του κρέατος . Το τάιζαν και τρία καρυδάκια την εβδομάδα και έτσι καλοθρεμμένα το έσφαζαν στις 20 Δεκεμβρίου και άφηναν το κρέας να σιτέψει.
Γλυκά- φαγητά - κουλουράκια Ανάμεσα στα γλυκά την πρώτη θέση είχε ο μπακλαβάς, σιροπιαστό γλύκισμα με πολλά και λεπτά φύλλα, που ανοίγονταν από τις 20 Δεκεμβρίου. Τα κομμάτια του ήταν όλα ρομβόσχημα. Με φύλλα επίσης γινόταν η φλογέρα που είχε σχήμα ρυτιδωμένου κυλίνδρου γεμισμένου με καβουρδισμένο και κοπανιστό σουσάμι. Το ζεμάτισμα της φλογέρας όπως και του μπακλαβά, γινόταν με σουσαμέλαιο , το μοναδικό σπορέλαιο στην πατρίδα μας τότε. Το σιρόπι γινόταν από ζάχαρη ή πετιμέζι . Η φλογέρα ήταν ο μπακλαβάς των φτωχότερων τάξεων. Των ίδιων τάξεων ήταν και το σαραλί . Γινόταν με φύλλο κομμένο έτσι ώστε πιεζόμενο να σχηματίζει το 8 . Και αυτό ήταν σιροπιαστό.
Ζύμωναν και τα κουλουράκια είτε σκέτα με λίγο σουσαμέλαιο είτε με πετιμέζι , που προορίζονταν για τα παιδάκια που έψαλλαν τα κόλιντι μπάμπω.
Την προπαραμονή τυλίγονταν οι λαχανοσαρμάδες , κατά προτίμηση σε φύλλα λάχανου τουρσιού (ρασόλι) , όπως και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας. Μετά το τύλιγμα αραδιάζονταν σε πήλινα δοχεία (καναβάζες) , που τοποθετούνταν πλάι στη χόβολη του τζακιού, για να σιγοβράζουν . Τα δοχεία κάθε τόσο τα γύριζαν και έτσι όλη η περιφέρεια τους βρισκόταν περιοδικά κοντά στη χόβολη .
Κατά τις ημέρες 20 - 22 Δεκεμβρίου με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες γινόταν το καθάρισμα , το άσπρισμα και το στρώσιμο του σπιτιού . Οι παλιές Γιαννιτσιώτισσσες φρόντιζαν ιδιαίτερα και τα αχούρια (στάβλοι) . Τα σκούπιζαν και τα ασβέστωναν , γιατί δεν ξεχνούσαν ότι τα οικόσιτα ζώα ήταν οι πρώτοι μάρτυρες της μοναδικής θεϊκής γεννήσεως και οι πρώτοι συμπαραστάτες του θείου βρέφους .
Πολύ προσεχόταν η είσοδος του σπιτιού . Το πάτωμα που ήταν από καλοπατημένο χώμα , αλειφόταν με αραιωμένο σε νερό ειδικό κοκκινόχωμα . Κολλητά στον τοίχο τοποθετούσαν ποικιλόχρωμες γλαστρούλες, που συμπλήρωναν το χαρούμενο χριστουγεννιάτικο κλίμα . Η ωραία είσοδος σε κάθε σπίτι αποτελούσε το ευχάριστο γιορταστικό καλωσόρισμα. Ύστερα από τόση κούραση , γιατί όλες οι δουλειές γίνονταν μόνο από τις γυναίκες του σπιτιού , θα πίστευε κανείς ότι οι γυναίκες αυτές εξουθενωμένες θα παραμελούσαν τον εξωραϊσμό τους . Και όμως νάτες να βάφουν τα μαλλιά τους με κινά και σίκλες ( μείγματα από φυσικές ουσίες ). Το πρώτο έδινε κοκκινωπό χρώμα στα ξανθά μαλλιά και το δεύτερο κορακίστικο στα ήδη μαύρα . Με τα μείγματα αυτά πασαλειμμένες επιδίδονταν σε όλες τις δουλειές τους. Την παραμονή λούζονταν.
Τις μέρες αυτές σιρόπιαζαν και τα γλυκά, που κατά κανόνα φυλάγονταν με σκεπασμένα τα ταψιά , κάτω από κρεβάτια.
Τα χριστουγεννιάτικα ψώνια γίνονταν από το εβδομαδιαίο παζάρι της Πέμπτης , που είχε τα πάντα. Από τις γειτονικές πόλεις Έδεσσα , Νάουσα Βέροια , Αριδαία και τα χωριά έφερναν οι έμποροι ότι αυτά τα μέρη παρήγαγαν , όπως καρύδια , φουντούκια , κάστανα , μήλα , κυδώνια ή ξυλοκέρατα. Μερικά από τα είδη του παζαριού, όπως πορτοκάλια, μανταρίνια , λεμόνια τα εμπορεύονταν οι εντόπιοι , αλλά ήταν ήταν τόσο ακριβά που αυτές τις μέρες τα γεύονταν μόνο. Οι ξηροί καρποί αγοράζονταν για να δοθούν στα παιδάκια που έλεγαν τα κόλιντι μπάμπω.
Και φτάνουμε στην παραμονή. Ήταν μεγάλη μέρα , γεμάτη ζωντάνια και ευχάριστη αναμονή. Μικροί μεγάλοι ήταν ανασκουμπωμένοι . αλλά πρωταγωνίστρια σε όλα η νοικοκυρά , προλαβαίνει τους πάντες και τα πάντα .
Από την παραμονή το βράδυ έβαζαν στο τζάκι ένα διαλεγμένο κούτσουρο από δρυ ή οξιά . Το τοποθετούσαν στην άκρη της θράκας και δεν βιάζονταν να λαμπαδιάσει , γιατί έπρεπε να διαρκέσει η καύση του ως τα Φώτα. Κάθε βράδυ η θράκα του σκεπαζόταν προσεκτικά με στάχτη για να κρατηθεί πύρινη ως το επόμενο πρωί . Τότε απομακρύνοντας τη στάχτη αναζωπυρωνόταν το κούτσουρο και ήταν το έναυσμα της φωτιάς της ημέρας . Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν τακτικά κάθε πρωί , για να μη αποκαεί το κούτσουρο . Τη φροντίδα αυτή είχε κατά κανόνα ο παππούς ή η γιαγιά , που κατείχαν και τις προνομιακές θέσεις από τις δύο μεριές του τζακιού.
Συγχρόνως χρησιμοποιούνταν και η καντήλα ( γκαζοκάντηλο). Κάθε βράδυ κρεμιόταν από ένα γερά στερεωμένο στο κοίλωμα του τζακιού καρφί και άναβε. Η καντήλα αυτή ήταν ένας κόλουρος κώνος από τενεκέ με στόμιο στενό στο πάνω μέρος του κώνου , από το οποίο ξεπετιόταν το φυτίλι (από βαμβάκι στριμμένο στο σπίτι). Είχε στην πλευρά της κολλημένη μια μακριά λαβή , για να κρεμιέται στο καρφί . Η καντήλα έκαιγε όλη τη νύχτα , φώτιζε καλά το κοίλωμα του τζακιού και έριχνε ανταύγειες στο χώρο όπου ήταν και το τζάκι. Το ολονύκτιο άναμμά της απέβλεπε στο να κρατάει σ� απόσταση τους καλικαντζάρους (καρακόντζες ). Αυτοί συνήθιζαν να κατεβαίνουν από την καμινάδα , για να εισχωρήσουν και να κυκλοφορήσουν στο σπίτι και να μαγαρίσουν ότι αγγίξουν , συνήθως φαγώσιμα . Γιαυτό από την παραμονή ως και τα Φώτα όλα τα φαγώσιμα σκεπάζονταν με επιμέλεια . Οι καλικάντζαροι έκαμναν ακόμη τολμηρά παιχνίδια στις γυναίκες . Το πρωί με το άναμμα της φωτιάς του τζακιού έσβηνε η καντήλα . Εξάλλου έπρεπε να γίνει κάποια οικονομία στο πετρέλαιο , που χρησιμοποιούνταν και στην γκαζόλαμπα .
Την παραμονή της μεγάλης γιορτής ακόμη ο κάθε επισκέπτης έφερνε ένα ματσάκι τσάκνα , λεπτά κλωναράκια από οποιοδήποτε φυτό ή ξύλο . Μόλις καθόταν μπροστά από το τζάκι , τα έριχνε στη φωτιά και όταν λαμπάδιαζαν , προφέρονταν χίλιες ευχές για τους ενοίκους , παρόντες και απόντες , ιδίως για τους ανύπαντρους . Τότε έριχναν και κανένα λόγο για προξενιά. Όσοι από τους επισκέπτες δεν διέθεταν δικά τους ξύλα δανείζονταν από το σπίτι που επισκέπτονταν και πολλές φορές φεύγοντας έπαιρναν από τα στοιβαγμένα ξύλα κανένα κομμάτι και για σπίτι τους . Αυτό ήταν συγχωρητέο.
Παραμονή βράδυ ήταν το έθιμο της φωτιάς . Πολύ πριν από τα Χριστούγεννα όλα τα παιδιά της γειτονιάς μάζευαν σωρό από φρύγανα (τσάκνα) και κάτι ειδικά σαν μπάλες αγκάθια . Τα τελευταία χρησίμευαν για να ζωντανεύουν τη φωτιά και να διασκεδάζουν με το χαρακτηριστικό ήχο τους το αξεπέραστο τσικ - τσάκ . Τα αγκάθια μάζευαν από τα καλλιεργημένα χωράφια , κοντά στην πόλη , και αποτελούσαν διαχωριστικά τους όρια . Βέβαια αυτά τα κατέστρεφαν , αλλά η δουλειά τους γινόταν .
Σωρός από φρύγανα υπήρχε σε κάθε αυλή , αλλά και τα χέρια ήταν γεμάτα αγκάθια . Ποιος έδινε όμως σημασία σ’ αυτά ; αξία είχε το πύρωμα της φωτιάς . Το βραδάκι της παραμονής όλοι φορτωμένοι αγκαλιές από καύσιμη ύλη έτρεχαν στον τόπο της φωτιάς , σε κάποια πλατειούλα , και την τροφοδοτούσαν, για να ψηλώσει η φλόγα . Τι χαρά !
Ξημερώματα παραμονής άρχιζαν τα ιδιόμορφα κάλαντα . Έφηβοι κατά μαχαλάδες σχημάτιζαν ομάδες 4 -5 ατόμων , διάλεγαν τους αρχηγούς και τις περιοχές τους , φροντίζοντας να μη συναντηθούν με άλλες ομάδες ίσως για λόγους ασφάλειας. Αυτές οι ομάδες εφοδιασμένες με ξύλινα ραβδιά ( σαν μπαστούνια του γκολφ περίπου ) επισκέπτονταν τις καθορισμένες περιοχές τους . Με τα ραβδιά χτυπούσαν πόρτες , ξύλινες ή σιδερένιες και παράθυρα φωνάζοντας ο... ο ... ο...κόλιντι μπάμπω. Δεν περίμεναν κεράσματα . Χτυπούσαν και έφευγαν και προχωρούσαν , ώστε να περάσουν από όλα τα σπίτια της περιοχής τους .
Με τις φωνές και τα χτυπήματα αναστατωνόταν όλη η πόλη , όλος ο κόσμος από τα μωρά ως και τα ζώα των σπιτιών . Πολύ πριν ξημερώσει αποχωρούσαν αυτοί και ησύχαζαν για λίγο όλοι και όλα.
Μετά ερχόταν η σειρά των μικρών παιδιών , που ήταν εφοδιασμένα πάλι με ραβδιά στα μέτρα τους και επιπλέον με τη σχολική τσάντα τους , φτιαγμένη από χοντρό ύφασμα . Συντροφιές από γειτονόπουλα ακολουθούσαν τα ίχνη των μεγαλύτερων . Ξυπνούσαν τον κόσμο αλλά και περίμεναν το άνοιγμα της πόρτας , γιατί πάντα κάποιο φίλεμα θα τους έκαμναν.
Στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα το έθιμο συνεχιζόταν. Μόνο τότε ο αρχηγός γινόταν γνωστός , δηλαδή με το χτύπημα στην πόρτα έδινε τα στοιχεία του . Γιατί τα χτυπήματα στις πόρτες ήταν πάντα ύποπτα , έστω και παραμονές μεγάλων γιορτών.
Τα ξύλινα ραβδιά , όσα δεν είχαν σπάσει , τα φύλαγαν για το επόμενο χρόνο ή και για τους διαδόχους τους . τα χρησιμοποιούσαν επίσης για να παίζουν ένα είδος γκολφ με συμπαγή μπάλα από κουρέλια.
Με όλη αυτή τη φασαρία που να ξανακοιμηθούν οι γυναίκες. Η επιστροφή των μεγάλων παιδιών δεν είχε και πολλή σημασία. Περίμεναν αυτές τα μικρά παιδιά τους. Μόλις έφταναν , τα παραλάμβαναν , τα ξελάσπωναν τα έλουζαν και τα κρατούσαν πια μέσα στο σπίτι , για να μείνουν καθαρά και ξεκούραστα για την εκκλησία.
Ύστερα ερχόταν η ώρα να ετοιμάσουν τον ταβά (ήταν χάλκινο βαθύ ταψί, με μετάλλινα χερούλια και διάμετρο 90 εκατοστά) . Περιείχε τον γεμιστό κούρκο , κότα και κομμάτια χοιρινού και βοδινού κρέατος. Εκτός από τα πολλά μπαχαρικά περιείχε επίσης ψιλοκομμένο λάχανο τουρσί (ρασόλι). Με το ζουμί του τουρσιού έβραζε και ψηνόταν το περιεχόμενο του ταβά. Το ψήσιμο γινόταν στο σπιτικό φούρνο το πρωί των Χριστουγέννων. Δείπνο της παραμονής
Ήταν λιτότατο , σκέτο λάχανο τουρσί ,αλάδωτο , ψιλοκομμένο με το ζουμί του. Το ζέσταναν λίγο , ενώ οι μερακλήδες το πασπάλιζαν με κοκκινοπίπερο , ίσως για θερμαντικό. Καμιά διαμαρτυρία δεν ακουγόταν για το είδος εκείνου του φαγητού. Όλα ήταν για την άλλη μέρα. Εκκλησιασμός
Πολύ πριν ξημερώσει χτυπούσε η καμπάνα των Χριστουγέννων . Είναι παράξενο αλλά ο ήχος της ακουγόταν σε όλη την πόλη. (Μιλάμε για τη Μητρόπολη ). Ίσως συντελούσε σ’ αυτό η θέση της εκκλησίας στο ψηλότερο μέρος της πόλης , ίσως η απόλυτη ησυχία , ίσως και η προσδοκία των κατοίκων ν’ ακούσουν το γλυκό αυτόν ήχο. Και αν μερικοί δεν τον άκουγαν , ειδοποιούνταν με κάποιο τρόπο από τους γείτονες και τις χαρούμενες φωνές τους .
Σηκώνονταν λοιπόν μικροί και μεγάλοι , ντύνονταν βαριά και έβγαιναν στους δρόμους. Ο αρχηγός της οικογένειας προπορευόταν και κρατούσε στο χέρι το τετράγωνο τζαμωτό φαναράκι με το κλασικό κανδηλάκι του λαδιού. Το τρεμουλιαστό φως του ήταν αρκετό για να οδηγεί την οικογένεια σωστά στο δρόμο.
Οικογένειες και συντροφιές με τα φαναράκια τους ξεπρόβαλλαν από πόρτες και δρομάκια και ενώνονταν όλοι σε μια μεγάλη χαρούμενη συντροφιά. Για ασφάλεια περιμάντρωναν τα παιδιά στο κέντρο. Η γραφική πορεία τους κρατούσε πολύ , γιατί η πόλη τότε ήταν αραιοχτισμένη και με μεγάλα κενά ανάμεσα στους μαχαλάδες . Τέλος έφταναν στην εκκλησία όπου με κατάνυξη παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων . Οι μεγάλοι κοινωνούσαν . Μετά τις αμοιβαίες ευχές άρχιζε η επιστροφή στα σπίτια με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό του ξεκινήματος , γιατί η λειτουργία νύχτα ακόμη τελείωνε .
Η χαρά της επιστροφής οφειλόταν στη σκέψη ότι επιτέλους θα φάμε καλά , ύστερα από νηστεία 40 ημερών . Και πράγματι τιμούσαν τις ετοιμασίες της νοικοκυράς όπως και το περιεχόμενο του ταβά .Έτρωγαν και έπιναν το αγνό σπιτικό κόκκινο κρασί για πολλή ώρα . Για τη χώνεψη προσφερόταν στο τέλος και ένα ποτήρι κρύο ζουμί από λάχανο τουρσί (ρασόλι), που ήταν ό,τι πρέπει και για το ξεμέθυσμα .
Έπρεπε να είναι νηφάλιοι οι άντρες ,γιατί είχαν την υποχρέωση ν’ αφήσουν τη θαλπωρή του σπιτιού τους και να ξεκινήσουν για τις καθιερωμένες επισκέψεις στους πρεσβύτερους συγγενείς και φίλους ή γνωστούς . Εκεί μπορεί να συνοδεύονταν από κάποια παιδιά τους . Τα κεράσματα ήταν τσιγαριστό χοιρινό κρέας , μπακλαβάς και ούζο (τσίπουρο ή γράπα) . Οι επισκέψεις διαρκούσαν όλη μέρα σχεδόν . Το βράδυ γύριζαν στο σπίτι σε τσακίρ κέφι και τα τσούγκριζαν λίγο με την κυρά τους . Αυτή όμως έκαμνε υπομονή , γιατί η επόμενη μέρα ήταν δικιά της.
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων οι γυναίκες καλοντυμένες με τους ζεστούς τζουμπέδες με τις γούνες , με τις αρμαθιές με τα φλουριά στο λαιμό και στο στήθος , τα πολύτιμα κεφαλομάντηλα με τις μπιμπίλες, τα όμορφα φουστάνια τους ( οι νεόνυμφες με το νυφικό φουστάνι) πήγαιναν στην εκκλησία από όλα τα σημεία της πόλης . Τα παιδιά μοιράζονταν πάλι . Οι άντρες έμεναν στο σπίτι για την πιθανή επίσκεψη των λεγομένων ρουσαλτζήδων .
Μετά τον εκκλησιασμό τους δεν τις έπιανες πια . Κοιτούσαν να επωφεληθούν από την έξοδο τους και ξεχύνονταν σε επισκέψεις . Τα σπίτια γύρω από την εκκλησία , χωρίς να γιορτάζουν , δέχονταν επισκέπτες σε όλες τις μεγάλες μέρες . Στη συνέχεια οι γυναίκες τριγύριζαν τους μαχαλάδες ( Μητρόπολη , Μπουτσάβα , Τζουμρά , Κάτω μαχαλάς ) με μόνο μέσο μετακίνησης τα γερά τους πόδια και όχι πάντα γερά παπούτσια τους .
Τα κεράσματα των γυναικών ήταν πιο εκλεκτικά : Χαλβάς από σιμιγδάλι με καβουρντισμένα αμύγδαλα , χαλβάς από νισεστέ , κουραμπιέδες , ποτό από κονιάκ ως ελαφρό ούζο . Στα παιδιά έδιναν ξηρούς καρπούς . Μερικές φορές τους κρατούσαν τυλιγμένους σε χαρτί και τους έτρωγαν στο σπίτι τους , κατά τη συμβουλή των μανάδων τους , για να μη λερώσουν το ξένο σπίτι .
Συνήθιζαν οι επισκέπτες όλοι τότε να βγάζουν τα παπούτσια τους , για να μη λερώσουν τα στρωμένα για τις γιορτές ωραία κιλίμια . Αυτό γινόταν γιατί σε πολλούς δρόμους της πόλης η λάσπη έφτανε ως τον αστράγαλο . Προνοούσαν επίσης έτσι να μην λερωθούν τα μεντέρια με τα μαξιλάρια τους. Ρουσαλτζήδες ( ή ρουσαλήδες)
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων κατέβαιναν στη πόλη ομάδες ευσταλείς χωρικούς με τις γραφικές ενδυμασίες τους και η παρουσία τους διαρκούσε ως τα Φώτα . Συνοδεύονταν από επιτροπή συμπατριωτών τους και δέχονταν κάθε προσφορά , έστω και ένα μεταλλίκι . Εξυπηρετούσαν φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Τα Δωδεκάμερα στη Στράντζα
Όπως σε κάθε πόλη της Ανατολικής Θράκης έτσι και στη Στράντζα, τα δωδεκάμερα άρχιζαν με τη γιορτή των Χριστουγέννων και τελείωναν με τη γιορτή των Φώτων.
Οι Προετοιμασίες για τις γιορτές αυτές άρχιζαν από τα μέσα Νοεμβρίου με τη νηστεία και την καθαριότητα του σπιτιού.
Τις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έσφαζαν τα γουρούνια και τακτοποιούσαν όλα τα κρεατικά και τα λίπη που έβγαζαν από το σώμα του ζώου.
Κοντά στα Χριστούγεννα γινόταν και η κοινωνία των Aχράντων Μυστηρίων για τον καθαρισμό της ψυχής
Η παραμονή των Χριστουγέννων εύρισκε τους κατοίκους κεκαθαρμένους στο σώμα και την ψυχή και άξιους να γιορτάσουν τη Γέννηση του Σωτήρα.
Μόλις έπεφτε το σούρουπο , άρχιζε το καλάντισμα. Οι καλαντιστές, παιδιά και μεγάλοι, χωρίζονταν σε παρέες και γυρνούσαν τα σπίτια της πόλης. Κρατούσαν στα χέρι τους φαναράκια για να φωτίζουν τα καλντιρίμια και βιβλιαράκια με τα κάλαντα.
Χριστός γεννάται χαρά μεγάλη
Χαρά στον κόσμο στα παλικάρια
Η αναγγελία της ενσάρκωσης του ’ναρχου, απλωνόταν, σκέπαζε την πόλη και μετέδιδε ένα μήνυμα χαράς ελπίδας και αισιοδοξίας για ένα καλύτερο αύριο.
Τα κάλαντα τελείωναν με ευχές για το νοικοκύρη
Έτσι να λάμπει κι ο νοικοκύρης
Με την κυρά και τα παιδιά του.
Και του χρόνου
'Όταν τελείωναν και οι ευχές καλούσαν μέσα τους καλλαντιστές και τους κερνούσαν ρακί και νηστίσιμα .
Αν έψελναν τα κάλαντα μικρά παιδιά, τότε τα οδηγούσαν στη σάλα μπροστά στο εικονοστάσι . Και κει σε μια τέλεια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας, κάτω απ' το τρεμάμενο φως του καντηλιού με τη γκαζόλαμπα να μεγαλώνει τις σκιές και το μυστήριο και τα φαναράκια να τρεμοσβήνουν , τα παιδιά έψελναν τα κάλαντα σκορπώντας γύρω μελωδία και γλυκύτητα .
'Όταν τελείωναν, οι σπιτικοί, πρώτα κατάπιναν τον κόμπο στο λαιμό, που ήθελε ν' ανέβει και να γίνει δάκρυ και ύστερα τα φιλούσανε, τα έδιναν ευχές και τα κερνούσανε καλούδια.
Σιγά-σιγά οι ψαλμωδίες καταλάγιαζαν και στα καλντιρίμια της πόλης αντηχούσαν τα βήματα του γυρισμού στα σπίτια για να γιορτάσουν οικογενειακά τη γέννηση.
Εκεί η νινέ έστρωνε το τραπέζι της Παραμονής. Προηγουμένως θυμιάτιζε , πρώτα τα εικονίσματα , μετά όλο το σπίτι και μετά τον καθένα σπιτικό χωριστά . Το θυμιάτισμα γινόταν σε σχήμα σταυρού , τόσο στα δωμάτια όσο και στα πρόσωπα .Ο θυμιατιζόμενος έπαιρνε τον καπνό από το θυμίαμα με το χέρι του προς το πρόσωπό του τρεις φορές και μετά έκανε το σημείο του σταυρού.
Το τραπέζι της Παραμονής που στρώνονταν στο σοφρά περιλάμβανε εφτά διαφορετικά νηστίσιμα φαγητά μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε χυλό και φασόλια αλάδωτα. Ακόμη έβαζαν επάνω στο σοφρά ένα κερί , ένα ποτήρι κρασί και τον κρίνο που θύμιζε τον κρίνο που ο ’γγελος έδωσε στη σιωπηλή και υποταγμένη στο θέλημα του Κυρίου Μαρία.
Το έθιμο του κρίνου
Ο κρίνος λοιπόν της Παραμονής των Χριστουγέννων γινόταν και γίνεται ακόμη στα σπίτια των Στραντζαλιωτών , από πράσο, ως εξής:
Κόβουμε ένα κομμάτι πράσο περίπου 15-20 πόντους από τη μεριά της ρίζας .Μετά κόβουμε 5-7 πόντους σταυρωτά , πάλι από το μέρος της ρίζας και έτσι χωρίζεται σε τέσσερα κομμάτια. Πιέζουμε από το αντίθετο άκρο το κέντρο του πράσου και έχουμε έναν πολύ ωραίο κρίνο.
Το τραπέζι της Παραμονής δεν ξεστρώνονταν , για να φάει ο φτωχογεννημένος Χριστός. Όταν τελείωναν το φαγητό , έπαιρναν ένα σακουλάκι κόκκινο , έβαζαν μέσα τα χρυσαφικά τους και τα άφηναν πάνω στο ξέστρωτο σοφρά να τα ευλογήσει ο Χριστός.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα η καμπάνα του ’η-Γιώργη χτυπούσε πρωί-πρωί. Οι Στρανζαλιώτες πήγαιναν στην εκκλησία ντυμένοι τα καλά τους . Οι μεγαλοπρεπείς πολυέλαιοι του ’η-Γιώργη σκόρπιζαν το φως τους. Οι ιερείς ντυμένοι στα επίσημα λειτουργούσαν. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας έδιναν και έπαιρναν ευχές και γυρνούσαν στα σπίτια τους για το γιορτινό τραπέζι. Το βράδυ έκαναν βίζιτες (επισκέψεις) στους εορτάζοντες .
Μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς έπλαθαν τα τσουρέκια . Τη ζύμη την έπλεκαν συνήθως πλεξούδα και τη στόλιζαν με ξόμπλια που έκαναν κρατώντας δύο πηρούνια , ένα σε κάθε χέρι από την κυρτή τους πλευρά. Με αυτά τραβούσαν τη ζύμη προς τα πάνω, σχηματίζοντας λογής-λογής ξόμπλια , μαργαρίτες, έγραφαν το νέο έτος π.χ 2007 κ.α
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έψαλαν και πάλι τα κάλαντα προαναγγέλλοντας τον καινούργιο χρόνο.
Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπώμεν. Ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρώμεν
Στο τέλος, όπως και στα κάλαντα των χριστουγέννων ακολουθούσαν οι ευχές για τον νοικοκύρη, την κυρά του , το γιό του και τη θυγατέρα του. Αργά το βράδυ έκοβαν τη βασιλόπιτα . Η βασιλόπιτα στα Στραντζαλιώτικα σπίτια ήταν και είναι σήμερα ακόμη τυρόπιτα . Μέσα στην πίτα έκρυβαν το τυχερό νόμισμα .
Το τραπέζι της παραμονής είχε και πάλι ένα κερί αναμμένο και ένα ποτήρι κρασί. Μετά το θυμιάτισμα από τη νινέ , ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε την πίτα πρώτα σταυρωτά και μετά ονομάτιζε τα κομμάτια. Το πρώτο ήταν του Χριστού , το δεύτερο του Αη-Βασίλη και τα υπόλοιπα μοιράζονταν κατά τάξη και ηλικία σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Στο τέλος κόβονταν κομμάτια , για το σπίτι , τη δουλειά, τα χωράφια. Όποιος τύχαινε τον παρά , ήταν ο τυχερός της χρονιάς.
Τα μεσάνυχτα μόλις άλλαζε ο χρόνος , έπαιρναν μια στάμνα γεμάτη νερό και έβγαιναν στο σταυροδρόμι της γειτονιάς. Εκεί ανάμεσα σε ευχές και χαρούμενα γέλια , έσπαζαν τις στάμνες τους, και εύχονταν καλά μπερεκέτια και ο χρόνος να τρέξ’σαν το νερό.
Την Πρωτοχρονιά , μετά τη Θεία Λειτουργία , στην έξοδο της εκκλησίας περίμεναν τους πιστούς παιδιά , κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά από ακρανιά μπουμπουκιασμένη, με αυτά χτυπούσαν στις πλάτες τον κόσμο που έβγαινε από την εκκλησία λέγοντας « νιο ποδάρι νιο σταυρί σιδερένιο κόκαλο.» Σταυρί έλεγαν στη Στράντζα το σταυρό που σχηματίζουν τα κόκαλα της σπονδυλικής μας στήλης με τα κόκαλα της σπονδυλικής μας στήλης με τα κόκαλα της λεκάνης . Όταν πονούσε η μέση τους στο σημείο εκείνο έλεγαν πονάει το σταυρί μ’ .
Την Πρωτοχρονιά είχανε ακόμη για καλό , να πάνε στη βρύση να πάρουν μια πέτρα και να την πάνε στο σπίτι τους , να ‘ναι γερό σαν πέτρα όλο το χρόνο.
Πίστευαν πως ό,τι έπρατταν την Πρωτοχρονιά θα το έπρατταν όλο το χρόνο.Αν έκλαιγαν θα έκλαιγαν όλο το χρόνο , αν γελούσαν θα γελούσαν όλο το χρόνογι’ αυτό και απέφευγαν να κάμουν λυπηρά πράγματα. Ακόμη απέφευγαν να δανείζονται και να δανείζουν.
Την παραμονή των Φώτων και πάλι κάλαντα και ευχές.
Εξύψωσεν ο Πρόδρομος το δεξιλο του χέρι
εσκίσθηκαν οι ουρανοί και βγήκε περιστέρι.
Τα Θεοφάνια τα γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια. όλοι πήγαινα ν στην εκκλησία για τη θεία λειτουργία, αφού αγιάζονταν οι ίδιοι έπαιρναν μαζί τους αγιασμό να αγιάσουν το σπίτι, τα μαντριά και τα ζωντανά.
Μετά την επίσημη τελετή του αγιασμού , οι ιερείς κρατώντας ένα μπακιράκι με αγιασμό και με ένα μεγάλο ματσάκι από φύλλα βασιλικού , αγίαζαν τα σπίτια και τους κατοίκους . Από τον ίδιο αγιασμό έριχναν στα χωράφια και τα ζωντανά.
Την ημέρα των Φώτων είχαν το έθιμο του μουσκέματος κάποιου που το τηρούσαν κάθε χρόνο για το καλό. Το έθιμο αυτό είχε ως εξής και έμοιαζε με παιχνίδι.
Eνώ καθόταν όλοι στο καφενείο κάποιος άρχιζε να λέει : - Δίνω π.χ. μια οκά κρασί για να βρέξουμε λ.χ. τον Βαλιό . Ο Βαλιός απαντούσε , εγώ δίνω δύο οκάδες κρασί για να βρέξουμε το Δημητρό. Ο Δημητρός έλεγε , εγώ δίνω π.χ. πέντε οκάδες κρασί να βρέξουμε το Γιανν’ και συνέχιζαν οι προσφορές.
Κάποτε οι θαμώνες του καφενείου τελείωναν . Τον τελευταίο που έμενε τον έπαιρναν η παρέα σηκωτό, με γέλια και φωνές , τον πήγαιναν στο ποτάμι και τον έριχναν μέσα.
Ταυτόχρονα κάποιος έτρεχε στο σπίτι του τελευταίου και ειδοποιούσε για το γεγονός .
Έεε, πήραν τον ............ για βρέξιμο.
Όταν έφτανε στο σπίτι του ο βρεγμένος πάλι σηκωτός με γέλια και χαρές και όλη τη συνοδεία των φίλων που τον έριξαν στο ποτάμι ,οι σπιτικοί φρόντιζαν να τον ζεστάνουν με στεγνά ρούχα και ζεστά ροφήματα . Συγχρόνως οι γυναίκες του σπιτιού κερνούσαν την παρέα που τον έβρεξε και τον έφερε στο σπίτι , ρακί και κεράσματα. Όταν συνέρχονταν ο .....βρεγμένος άναβε τρικούβερτο γλέντι με μεζέδες και το κρασί του πλειστηριασμού.
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα του Πόντου δίνουν την ευκαιρία στους πρόσφυγες , που έμαθαν να γιορτάζουν με περισσή ευλάβεια απο τα χρόνια της σκλαβιάς , να θυμηθούν τα ήθη και τα έθιμά τους και να καλοπιάσουν με καλούδια τον ’γιο της Πρωτοχρονιάς ,για να είναι καλή και πλούσια η σοδειά τους.
Οι μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης δεν τους αφήνουν ασυγκίνητους, γι’ αυτό και τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της πρώτης του χρόνου παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες , με την ιδιόρρυθμη μελωδία του σκοπού τους.
Για τους Πόντιους τα τραγούδια αυτών των ημερών εκφράζουν τη συγκίνηση του λαού με τον καλύτερο τρόπο . Υπάρχει έντονη η επιρροή απο τα βυζαντινά χρόνια , ενώ την εποχή της σκλαβιάς τα κάλαντα δημιουργούσαν ξεχωριστή συγκίνηση. Τα λόγια έχουν πληρότητα απο κάθε άποψη και η αναφορά στον Χριστό φτάνει μέχρι και την Ανάστασή του. Η γέννηση άλλωστε του Θεανθρώπου και του νέου χρόνου είναι η ελπίδα του έθνους. Έτσι ,τα παιδιά που ψέλνουν τα κάλαντα ζωντανεύουν πάντα την ελπίδα . Την παραμονή μάλιστα του νέου χρόνου το τραγούδι είναι πιο εύθυμο , γιατί ανταποκρίνεται στον ερχομό του νέου έτους:
‘ Αρχή Κάλαντα κι αρχή του χρόνου πάντα Κάλαντα, πάντα του χρόνου
Αρχή μήλον έν΄κι αρχή κυδώνιν,
αρχή βάλσαμον το μυριγμένον.
Εμυρίστεν άτ’ ο κόσμος όλεν
Για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα ‘
Το τραγούδι των νερών
Η λέξη αρχή δηλώνει το ξεκίνημα της νέας χρονιάς . Χαρακτηριστικές είναι και οι φάσεις υπαινιγμού για το καλάντισμα της βρύσης με μήλα και κυδώνια, κάτι που έκαναν οι ελεύθερες κοπέλες τα μεσάνυχτα πριν το νέο χρόνο. Μετά το τραγούδι τα κορίτσια φεύγουν και πλησιάζουν τα παλικάρια που τρώνε τα μήλα και φαρμακώνονται απο τα βέλη του έρωτα .
Οι κοπέλες δηλαδή και οι νέες νυφάδες πηγαίνουν κατά παρέες και καλαντιάζουν τα νερά. Το έθιμο θέλει τα κορίτσια , στη διάρκεια της νύχτας της παραμονής να ρίχνουν δίπλα στις βρύσες καρύδια και φουντούκια , πίτες και γλυκά , για να καλοπιάσουν το στοιχειό που φυλάει το πηγάδι , ώστε να επιτρέψει το ευλογημένο νερό να τρέχει πάντα.
Ο θρύλος λέει πως τα πηγάδια έχουν αφέντες που προσωποποιούνται με δράκους ή νεράιδες . Μόνο τα κάλαντα ηρεμούσαν το στοιχειό και έκαναν τη βρύση και το νερό της ακίνδυνα.
Ακόμη , τα πνεύματα που ελέγχουν τη βρύση δέχονται κι άλλα δώρα, για αν χαρίσουν εύνοια στις οικογένειες που τα θυμήθηκαν αυτές τις άγιες μέρες .
Ανοίγουν οι πύλες
Όπως και τα Χριστούγεννα , έτσι και την παραμονή Πρωτοχρονιάς , όσοι πιστοί είναι ακόμη ταπεινοί μπορούν να δουν την πύλη του ουρανού να ανοίγει και βέβαια να κάνουν μια ευχή . Η παράδοση λέει πως ο κάθε οικογενειάρχης βάζει στο πορτοφόλι του λίγη ψιλή άμμο το πρωί της Πρωτοχρονιάς , για να αποκτήσει πλούτη όσα και οι κόκκοι της .
Λίγο πριν μπει ο νέος χρόνος , ο αφέντης ΄΄ καλοσύνιας ΄΄ μπαίνοντας στο σπίτι πετάει ψηλά κουφέτα και ξηρούς καρπούς και εύχεται ότι καλύτερο για το νέο χρόνο. Όλοι μαζεύονται τελικά γύρω απο το γιορτινό τραπέζι και περιμένουν τον ερχομό της νέας ελπιδοφόρας χρονιάς.
ΕΘΙΜΑ ΑΝ. ΡΩΜΥΛΙΑΣ
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Στο τραπέζι ήταν απαραίτητο να υπάρχουν εννιά νηστίσιμα φαγητά. Ο αρχηγός της οικογένειας έλεγε την προσευχή: « Έχουμε να πούμε στο Χριστό μας τον αφέντη ένα βαρύ γκανίσι, όπως τιμήσει το άλας το ψωμί αμήν».Παραμονή Χριστουγέννων τέσσερα παλικάρια πήγαιναν και τραγουδούσαν σ�όλα τα σπίτια το Κόλντυ μπάμπου. Tα ξημερώματα της παραμονής τα πρώτα κολιντούδια πηγαίνουν στο σπίτι μιας νοικοκυράς , κάνοντας όπως η κότα που κακαρίζει και ο πετεινός μπροστά στους σπόρους ,που ρίχνει η νοικοκυρά για να πάει καλά η χρονιά . Φωνάζουν κόλιντα μπάμπου παίρνουν την κολιντόκουρα με λίγα λεφτά και φεύγουν .Το βράδυ η φωτιά ανάβει σε κάθε γειτονιά για να ζεσταίνεται ο Χριστός
ΕΘΙΜΑ ΑΙ - ΒΑΣΙΛΗ
Τζαμάλες: ’ντρες ντυνόντουσαν με τη γυναικεία φορεσιά «τσουκμάνια» και πολλοί φορούσαν κουδούνια στη ράχη και μεγάλα καβούκια στο κεφάλι. Το πρωί που γινόταν ο χορός οι τζαμάλες έπαιρναν τις αγαπημένες τους και πήγαιναν να χορέψουν.
ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλή τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν τη γειτονιά απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας κτυπώντας τις πόρτες τους.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλυτέρων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «ΧρόνιαΠολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιελάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φαει όταν ήταν λεχώνα.
Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου γιόρταζαν, συγκεντρωμένοι στα σπίτια διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες και χωριστά. οι γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπαι.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στη γειτονιά. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο. Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς.
Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης.
Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό τον Αη-Βασίλη «σουγιού». Γέμισε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση σακούλα μικρή με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αη-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις. Ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ότι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους, και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Αγιος ανακουφίστηκε αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο καθένας έτυχε στην πίτα του ό,τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά.
HΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΠΟΥ ΑΝΑΒΙΩΝΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣA
Στα Γιαννιτσά λίγες ημέρες πριν και μετά την αλλαγή του χρόνου πολλά είναι τα έθιμα που αναβιώνουν , φωτιές , Κόλιντα Μπάμπω , Κολιντούδια και τόσα άλλα που φέρνουν κοντά τους κατοίκους στην ομορφότερη γιορτή του χρόνου , τη γέννηση του Θεανθρώπου. Στην περιοχή μας αναβιώνει την προπαραμονή των Χριστουγέννων το έθιμο της Κόλιντα Μπάμπω. Σύμφωνα με τους εντόπιους κατοίκους , το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου ο βασιλιάς Ηρώδης διέταξε τη σφαγή όλων των αρσενικών νηπίων κάτω από την ηλικία των 2χρόνων ,ώστε να μην κινδυνέψει από τον Ιησού.
Το έθιμο λοιπόν έχει άμεση σχέση με τη σφαγή των μικρών παιδιών γι’ αυτό το λόγο οι κάτοικοι ανάβουν το βράδυ μεγάλες φωτιές και φωνάζουν «κόλιντα μπάμπου» που σημαίνει «σφάζουν γιαγιά» . Η φωτιά λοιπόν ενημερώνει τους κατοίκους να προφυλαχθούν όχι μόνο από το βασιλιά αλλά και από το κακό που ίσως παραφυλάει τον καινούργιο χρόνο.
Στην Ανατολική Ρωμυλία γιορτάζονται τα κολιντούδια .
Tα ξημερώματα της παραμονής τα πρώτα κολιντούδια πηγαίνουν στο σπίτι μιας νοικοκυράς , κάνοντας όπως η κότα που κακαρίζει και ο πετεινός μπροστά στους σπόρους ,που ρίχνει η νοικοκυρά για να πάει καλά η χρονιά . Φωνάζουν κόλιντα μπάμπου παίρνουν την κολιντόκουρα με λίγα λεφτά και φεύγουν .Το βράδυ η φωτιά ανάβει σε κάθε γειτονιά για να ζεσταίνεται ο Χριστός.
’λλο έθιμο είναι τα εννιά φαγητά ,ντολμαδάκια με τουρσί ,πίτα λαδερή κομπόστα και μπουγάτσα (Χριστόψωμο).
Ετοιμάζουν ακόμη την καρκαβίτσα με τα εντόσθια του γουρουνιού που ήδη έχει σφαχτεί . Το έθιμο επιβάλλει να μαγειρεύεται κότα γεμιστή μετά την εξαντλητική νηστεία της τεσσαρακοστής .Το βράδυ στο τραπέζι ο πατέρας βάζει το χριστόψωμο και το σπάει πάνω στο κεφάλι του. Αν το δεξί κομμάτι είναι πιο μεγάλο , σημαίνει πως η νέα χρονιά θα πάει καλά , ενώ ένα κομμάτι απ όλα δικαιούται η Παναγία.
Χριστούγεννα στα Γιαννιτσά σήμερα
Στην Ελλάδα μιλάμε για τις «Γιορτές» κι αναφερόμαστε στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων (Θεοφάνεια).
Παραδοσιακά η περίοδος αυτή διαρκεί 12 μέρες και υπάρχουν πολλά έθιμα συνδεδεμένα με αυτή, άλλα πολύ παλιά κι άλλα σχετικά πρόσφατα, όπως το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και η γαλοπούλα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Έθιμα των Χριστουγέννων στα Γιαννιτσά
Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι πια αυτό που ήταν πριν 40 χρόνια. Με τα χρόνια παρατηρείται η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κουλτούρας και τα δυτικοευρωπαϊκά έθιμα διαδίδονται όλο και περισσότερο κι αλλοιώνουν ή εξαφανίζουν τις τοπικές παραδόσεις περιοχών και χωρών.
Σήμερα τα Χριστούγεννα φαίνονται πιο εντυπωσιακά, πιο γυαλιστερά, πιο glamorous .Οι βιτρίνες των καταστημάτων στολίζονται σχεδόν ένα μήνα πριν, στην πόλη φωτίζονται οι δρόμοι κι οι πλατείες, πολλοί ταξιδεύουν αυτές τις μέρες είτε στο εξωτερικό είτε σε μέρη στην Ελλάδα που προσφέρουν χειμερινές διακοπές.
Οι κάτοικοι θα διασκεδάσουν σε κλαμπ, στα μπουζούκια ή θα παρακολουθήσουν κάποιο εντυπωσιακά σώου στην τηλεόραση.
Τη μέρα των Χριστουγέννων μαζεύονται όλα τα μέλη της οικογένειας στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Η μέρα των Χριστουγέννων είναι η μέρα που γιορτάζει ο Μανόλης ή Εμμανουήλ ή Μάνος κι η Εμμανουέλα, ο Χρήστος, η Χριστίνα κ.λ.π . Οι φίλοι τους κι οι συγγενείς τους θα τους επισκεφτούν για να τους ευχηθούν «Χρόνια Πολλά».
Παλιότερα τα Χριστούγεννα ήταν πιο απλά, πιο ζεστά, πιο κοντά ίσως στο πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Πολλές από τις παραδόσεις αιώνων εξακολουθούν να υπάρχουν αναλλοίωτες κι έτσι τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα διατηρούν την ιδιομορφία τους και αρκετά από τα έθιμα τους.
Η νηστεία των Χριστουγέννων
Το θρησκευτικό συναίσθημα κι η πρακτική ήταν σαφώς πιο έντονα και σχεδόν 40 μέρες νωρίτερα ξεκινούσε η Νηστεία Των Χριστουγέννων. Οι πιστοί δεν κατανάλωναν καθόλου ζωικά προϊόντα: κρέας, γαλακτοκομικά, αυγά ,σήμερα όμως είναι πολύ μικρός ο αριθμός αυτών που νηστεύουν .
Προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα
Πλησιάζοντας προς τα Χριστούγεννα, άρχιζαν οι προετοιμασίες ώστε όλα να είναι έτοιμα για την μεγάλη γιορτή. Τα σπίτια καθαρίζονται σχολαστικά και λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές φτιάχνουν τα μελομακάρονα, τα οποία φυσικά τρώγονται την ημέρα των Χριστουγέννων με την λήξη της νηστείας.
Στο παρελθόν τα μελομακάρονα ήταν αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα κι οι κουραμπιέδες για την Πρωτοχρονιά. Σήμερα όμως ο διαχωρισμός αυτός δεν τηρείται.
Ο χοίρος των Χριστουγέννων
Στην Γιαννιτσά παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, οι χωρικοί έκοβαν το κρέας του χοίρου .
Σήμερα . Το έθιμο της Γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Έχει διαδοθεί αρκετά και στην Ελλάδα και έχει αντικαταστήσει το χοιρινό κρέας σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι τελείως.
Τα κάλαντα
Έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.
Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Σήμερα όλοι αγοράζουν και στολίζουν χριστουγεννιάτικα δέντρα, είτε φυσικά είτε τεχνητά.
Συνήθως στολίζονται λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και παραμένουν στα σπίτια μέχρι τα Φώτα.
Στη φωτογραφία αριστερά, φαίνεται στολισμένο το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Πλατεία Μάγγου στα Γιαννιτσά που το ανάμα γίνεται στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου με μεγάλη μεγαλοπρέπεια, με την παρουσία χορωδιών και πλήθος κόσμου
Οι φωτιές
Το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου ο βασιλιάς Ηρώδης διέταξε τη σφαγή όλων των αρσενικών νηπίων κάτω από την ηλικία των 2χρόνων ,ώστε να μην κινδυνέψει από τον Ιησού.
Το έθιμο λοιπόν έχει άμεση σχέση με τη σφαγή των μικρών παιδιών γι αυτό το λόγο οι κάτοικοι ανάβουν το βράδυ μεγάλες φωτιές και φωνάζουν «κόλιντα μπάμπου» που σημαίνει «σφάζουν γιαγιά» . Η φωτιά λοιπόν ενημερώνει τους κατοίκους να προφυλαχθούν όχι μόνο από το βασιλιά αλλά και από το κακό που ίσως παραφυλάει τον καινούργιο χρόνο.
Το άναμμα της φωτιάς παραμονή των Χριστουγέννων
Θεοφάνεια
Ο Μεγάλος Αγιασμός γίνεται ανήμερα των Θεοφανείων εντός των Εκκλησιών σε ειδική εξέδρα στολισμένη επί της οποίας φέρεται μέγα σκεύος γεμάτου ύδατος. Τα Θεοφάνια γιορτάζονται με μεγαλοπρέπεια, όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία για τη θεία λειτουργία.
Στη συνέχεια γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στoν ποταμό Λουδία από την εκκλησία της Μητρόπολης και σε σιντριβάνια από τις άλλες εκκλησίες . Η κατάδυση του Σταυρού, κατά τη λαϊκή πίστη δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές ικανότητες. Οι κάτοικοι μετά τη κατάδυση παίρνουν νερό στο σπίτι τους και ραντίζουν όλους τους χώρους ακόμη και τα ζώα και τα αγροτικά τους μηχανήματα και τα αυτοκίνητα. Κατά τη κοινή λαϊκή δοξασία επειδή με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική δύναμη και αξία τους, που την αποκτούν όμως εκ νέου από το αγιασμένο νερό.
Χορωδίες παιδιών γυρίζουν στα σπίτια και λένε κάλαντα
Νυκτερινή Διασκέδαση
Όλη την περίοδο των γιορτών ο κόσμος βγαίνει περισσότερο τα βράδια κι η κίνηση στα μπαρ και τα κλαμπ είναι αυξημένη. Ειδικά το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς γίνεται το αδιαχώρητο μετά τα μεσάνυκτα κι η κίνηση στους δρόμους είναι τέτοια που τα αυτοκίνητα προχωρούν σημειωτών.
Η διασκέδαση συνεχίζεται μέχρι την ανατολή του ήλιου.
Πυροτεχνήματα την Πρωτοχρονιά
Τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερωθεί τα πυροτεχνήματα στις κεντρικές πλατείες της πόλης. Είναι με ευθύνη και διοργάνωση των δημοτικών αρχών που επίσης φροντίζουν για τον γιορταστικό στολισμό των πόλεων, αλλά και τη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Το Ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο.
'Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.
Χριστούγεννα - Φώτα και άλλες γιορτές έχουν τα δικά τους έθιμα για κάθε γιορτή ξεχωριστά. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχει καταγραφή αυτών των ηθών και εθίμων με αποτέλεσμα να χάνονται με τον καιρό ή να επηρεάζονται από τον ξένο τρόπο ζωής.
Την εργασία αυτή την αγκάλιασαν όλοι οι συμπατριώτες μου με τρόπο που με ξάφνιασε .
Όλους όσους ρωτούσα για υλικό και πληροφορίες ήθελαν να βοηθήσουν , σκάλιζαν το μυαλό τους και τα συρτάρια τους.
Στις συνεντεύξεις ήταν συγκινητικό να τους ακούω να μου λένε , αυτό το θυμάμαι από τη μαμά μου ή αυτό το έλεγε η γιαγιά μου κ.λ.π.
Όλοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον όταν ολοκληρώσω την εργασία να τους δώσω ένα αντίγραφο.
Σε όλη την προσπάθεια συλλογής του υλικού δεν βρήκα κανένα βιβλίο που να υπάρχουν μαζεμένα όλα τη ήθη και τα έθιμα του τόπου μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Τριμηνιαία έκδοση της ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών ο ¨ Φίλιππος ¨ . Έτος 2ο Αριθμ. Τεύχους 2 Ιανουάριος 1993
- ΣΤΡΑΝΖΑ αναμνήσεις και θύμησες από τότε που ήταν άνοιξη της Ευδοκίας Σταυρακούκα.
- Ίντερεντ
- Συνεντεύξεις
- Περιοδική έκδοση του Δήμου Γιαννιτσών « Έν Γενιτσοίς » Τεύχος 1ο Δεκέμβριος 2002.
- Εφημερίδα Μακεδονία . άρθρο της δημοσιογράφου Α.Μ.Σ
Πηγή: http://2gym-giann.pel.sch.gr/liabas06.html
4 σχόλια:
Πολύ ωραία ανάρτηση
Καλά Χριστούγεννα!
Χρόνια Πολλά!
Άνθιμε χρόνια πολλά και καλά
Αανθιμε χρονια πολλα και καλη χρονια σε εσενα και στην οικογενεια σου και απο εμενα.
Αανθιμε χρονια πολλα και καλη χρονια σε εσενα και στην οικογενεια σου και απο εμενα.
Δημοσίευση σχολίου