Με δικό του brand και νέα premium σειρά ο Παναγιώτης Μουρίκης πρεσβεύει τη σύγχρονη μελισσοκομική αντίληψη.
Τα τερτίπια των χονδρεµπόρων, που όλο κόβουν τη χαρά της
δηµιουργικής ενασχόλησης µε τη µέλισσα, εν τέλει κούρασαν τον 34χρονο
σήµερα Παναγιώτη Μουρίκη, ο οποίος έχει βάλει στόχο τα επόµενα χρόνια να
διοχετεύει στην αγορά το µέλι από τα 2.500 παραγωγικά µελίσσια του
αποκλειστικά µε την προσωπική του υπογραφή. «Με κουράζουν» αναφέρει ο
νεαρός µελισσοκόµος µε ύφος αυθόρµητο και φυσικό στην Agrenda. «Είναι
ψυχοφθόρο να παράγεις, να έχεις συγκεκριµένα κόστη και να µην ξέρεις στο
τέλος τι και πότε θα πληρωθείς. Άλλη τιµή σου λένε στο ξεκίνηµα, άλλη
σου δίνουν στο τέλος» συνεχίζει.
Όταν
αυτή η αγανάκτηση πηγάζει από έναν άνθρωπο που κοιµάται 250 νύχτες το
χρόνο σε ένα φορτηγό µεταφέροντας τα µελίσσια του από το ένα άκρο της
Ελλάδας στο άλλο, αντιλαµβάνεται κανείς και το µέγεθος της υποβάθµισης
του κόπου των παραγωγών από τους µεσάζοντες. Φυσικά είναι και η
προστιθέµενη αξία στη µέση, η οποία χάνεται όταν ο µελισσοκόµος
παραδίδει τους τενεκέδες χύµα στην αγορά. Βέβαια, τουλάχιστον
µεσοπρόθεσµα το µόνο που µένει είναι η ικανοποίηση και το αίσθηµα
πληρότητας που νιώθει κανείς όταν είναι σε θέση να διαθέσει ένα τελικό
προϊόν το οποίο ξεχωρίζει από τον ανταγωνισµό γιατί περιέχει την
ολοκληρωµένη αντίληψη του δηµιουργού του για αυτό. Η αντίληψη που έχει ο
Παναγιώτης Μουρίκης για το επάγγελµα στο οποίο µαθήτευσε από παιδί
δίπλα στον πατέρα του, είναι µάλλον ρηξικέλευθη για τα ελληνικά µέτρα.
∆εν µπορεί καθόλου τη συναναστροφή µε τους χονδρεµπόρους, δεν του αρέσει
η ευκολία του καλουπιού, δεν τον ενδιαφέρουν οι ποσότητες και δεν είναι
σύµφωνος µε τα µείγµατα ελληνικού µελιού µε άλλα προϊόντα, όπως κακάο,
αφού όπως λέει «οι κωδικοί που ανακατεύουν το µέλι, είναι επινοήσεις των
εµπόρων. Οι παραγωγοί δεν πρέπει να χαλάµε την ταυτότητα της πρώτης
ύλης».
Μέσα στη δεκαετία ό,τι έμενε στην άκρη πήγαινε σε επενδύσεις στα μελίσσια
Οι
γονείς του µεγάλωσαν τέσσερα παιδιά µε 300 µελίσσια, ενώ η ενασχόληση
της οικογένειας µε το µέλι ξεκινά το 1960, όταν ο Αναστάσιος Μουρίκης
έπιασε δουλειά βοηθού σε έναν µεγάλο µελισσοκόµο της εποχής. Ο
Παναγιώτης, ο συνοµιλητής µας, ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης το 2007
και αύξησε το µέγεθος του µελισσοσµήνους που τώρα κατανέµεται σε 2.500
κυψέλες. Καθώς η επιχείρηση µεγάλωνε, ο Παναγιώτης χρειάστηκε βοήθεια,
την οποία και έλαβε από την µεγαλύτερη αδερφή του Μαρία, η οποία από το
2017 ανέλαβε τον συντονισµό στο επικοινωνιακό και εµπορικό κοµµάτι της
επιχείρησης. Τα δύο αδέρφια έχουν αναλάβει να εκσυγχρονίσουν το προϊόν
και το brand της οικογενειακής επιχείρησης στα πρότυπα των πιο δηµοφιλών
µελιών του κόσµου. Στις αρχές της πανδηµίας έκαναν και το ντεµπούτο
τους στις αγορές µε µια νέα premium σειρά ελληνικού µελιού καστανιάς,
ερείκης, πεύκου, θυµαρίσιο και βελανιδιάς.
Ήδη έχουν γίνει οι πρώτες εξαγωγές σε Ρουµανία και Γερµανία. «Λέµε για
το manuka της Νέας Ζηλανδίας. Το ελληνικό µέλι είναι ισάξιό του από
άποψη ποιότητας και διατροφικής αξίας. Το δείχνουν και µελέτες»
ισχυρίζεται ο συνοµιλητής µας. Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Μουρίκης,
«µέσα στη δεκαετία ό,τι έβγαλα από αυτήν τη δουλειά, το έριξα ξανά στις
µέλισσες. Όλες τις προσπάθειες τις χρηµατοδοτούµε µε ιδία κεφάλαια.».
Η ανάγκη για εκσυγχρονισµό της µελισσοκοµικής µονάδας, τόσο σε επίπεδο εξοπλισµού όσο και µέγιστης διασφάλισης ποιότητας, οδήγησε στη δηµιουργία µιας νέας, υπερ σύγχρονης, ιδιόκτητης µονάδας – συσκευαστηρίου στη Στεφάνη Βοιωτίας. «Μόνο οι αποθήκες στοίχησαν 100.000 ευρώ, βάλε τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά, τα µηχανήµατα, τον εξοπλισµό» λέει ο Παναγιώτης. Στο µεταξύ, επειδή του αρέσει να δοκιµάζει την τεχνογνωσία του σε νέες προκλήσεις επιχειρεί σε αυτήν τη φάση να επεκτείνει τα µελίσσια του στην Κίµωλο, για την παραγωγή µελιού άγριας λεβάντας.
Agronews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου