Στο νησί Λευκάδα, παρατήρησα πολλές μέλισσες να επισκέπτονται ένα φυτό το οποίο προήρθε από την Λέρο.
Σε πολλές τροπικές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη Χαβάη, μερικά είδη έχουν εξελιχθεί σε ζιζάνια.
Τα φρούτα γκουάβα είναι στρογγυλά σε σχήμα αχλαδιού. ενώ η διάμετρός τους κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά.
Γκουάβα από τη Λέρο
Για τους κατοίκους της Λέρου, η γκουάβα ή γκαγκάφα δεν παρουσιάζει τίποτε το εξωτικό ή σπάνιο. « Στο νησί μας υπάρχει ήδη από τη δεκαετίατου 1930, όταν την έφεραν οι πολλοί αιγύπτιοι μετανάστες που είχαν έρθει επί ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων» λέει ο κ. Γιάννης Γκίνης, γεωπόνος που εγκατέλειψε πριν από πέντε χρόνια την πρωτεύουσα για να εγκατασταθεί στον τόπο καταγωγής του δημιουργώντας φυτώριο. Σήμερα καλλιεργεί μια έκταση αρκετών στρεμμάτων με γκουάβα, ενώ παράλληλα εμπορεύεται δενδρύλλια για επίδοξους καλλιεργητές. « Μου έχουν ζητήσει από Ρόδο και από Κω, ακόμα και από μια παραθαλάσσια περιοχή της Αρτας. Εκεί όμως δεν είμαι βέβαιος αν το δένδρο θα ευδοκιμήσει ». Η γκουάβα είναι ιδανική για καλλιέργεια στα νησιά του Αιγαίου, αφού πρόκειται για δένδρο αρκετά ανθεκτικό στα αλατούχα εδάφη. Ο χυμός του είναι δημοφιλέστατος σε Αίγυπτο και Κεντρική Αμερική, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η γλυκιά γεύση και το εντονότατο άρωμα. Τρώγεται νωπή, αλλά μερικοί μερακλήδες ζαχαροπλάστες του νησιού φτιάχνουν ακόμα και γλυκό του κουταλιού. « Δυστυχώς,η περίοδος συγκομιδής του καρπού είναι αμέσως μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου, τον Σεπτέμβριο,άρα δεν προλαβαίνουν να τη γευτούν οι τουρίστες. Πάντως όσοι έρχονται στη Λέρο και τη δοκιμάσουν μία φορά, τη ζητάνε ξανά» καταλήγει ο κ. Γκίνης.
πηγή
Γκουάβα -Psidium guajava (Ψίδιον η γουαγιάβα) είναι
γένος τροπικών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των Μυρτοειδών(Myrtaceae).
Περιλαμβάνει γύρω στα 100 είδη και είναι
ιθαγενές στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, τη βορειότερη Νότια Αμερική, σε μέρη της Καραϊβικής και σε
μερικά μέρη της Βόρειας Αφρικής. Σήμερα καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές
περιοχές.
Έχουν τα
τυπικά χαρακτηριστικά των Μυρτοειδών, δηλαδή σκληρά φύλλα σκούρου χρώματος, τα οποία είναι απλά και
το μήκος τους φθάνει τα 15 εκατοστά.
Είναι μελισσοκομικό φυτό.
Σε πολλές τροπικές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη Χαβάη, μερικά είδη έχουν εξελιχθεί σε ζιζάνια.
Από την άλλη
πλευρά, μερικά είδη είναι πολύ σπάνια και ήδη τουλάχιστον ένα από αυτά , η
γκουάβα της Τζαμάικας ή P. dumetorum έχει πια εξαφανιστεί.
Τα γένη Accara
και Feijoa (Φεϊζόα) (= Acca, Άκκα, γκουάβα ανανάς)
είχαν συμπεριληφθεί παλαιότερα. Η ονομασία προέρχεται από τη γλώσσα των
ιθαγενών Αραουάκων, μέσω της ισπανικής, γουαγιάβα ή γκουαγιάβα
(guayaba).
Η γκουάβα-μήλο (P. guajava, Ψίδιον η
γουαγιάβα) είναι η πιο γνωστή διεθνώς.
Τα ώριμα
δέντρα στα περισσότερα είδη είναι κάπως ανθεκτικά στο κρύο και μπορούν να
αντέξουν θερμοκρασίες των 5 °C, σε αντίθεση με τα ώριμα φυτά.
Τα φρούτα γκουάβα είναι στρογγυλά σε σχήμα αχλαδιού. ενώ η διάμετρός τους κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά.
Έχουν χρώμα ωχροπράσινο προς κίτρινο (το
δεύτερο όταν είναι ώριμα, μόνο σε μερικά είδη, ή ροζ με κόκκινο σε άλλα).
Ο πολτός του είναι λευκός ή πορτοκαλί προς
σομόν και έχει πολλά σκληρά κουκούτσια και άρωμα, που θυμίζει αυτό των
αρωματικών φρούτων, όπως μήλων,
φρούτων του πάθους ή φράουλας.
Έχει ξινή
αλλά ευχάριστη γεύση και άρωμα που θυμίζει αυτό των ροδοπετάλων.
Το φρούτο
τρώγεται εξ ολοκλήρου.
Είναι
προτιμότερο να ωριμάζουν στο ψυγείο, όπου διατηρούνται για 4-5 ημέρες.
Πολλοί
άνθρωποι προτιμούν να αποκόπτουν τους μεσαίους σκληρούς σπόρους που βρίσκονται μέσα στον πολτό.
Ο πολτός είναι πολύ γλυκός στο κέντρο του, ενώ
προς τα έξω είναι πικρός όπως στα άγουρα αχλάδια, ενώ η φλούδα είναι πικρή στη
γεύση αλλά πλούσια σε φυτικές χημικές ουσίες.
Συνήθως την αφαιρούν, όμως μπορεί να
αποτελέσει μέρος δίαιτας ως πλούσια πηγή φυτικών ινών.
Συχνά επίσης
το φρούτο προσφέρεται ως επιδόρπιο.
Στις χώρες της Ασίας, η φρέσκια άγουρη γκουάβα
εμβαπτίζεται σε σκόνη από δαμάσκηνο ή αλάτι.
Η γκουάβα που είναι βρασμένη χρησιμοποιείται
αποκλειστικά για την παρασκευή γλυκών, μαρμελάδων, ζελέ και χυμών.
Επίσης στην
Ασία παρασκευάζεται αφέψημα από τα φύλλα και τους καρπούς του φυτού.
Ο χυμός γκουάβας είναι πολύ δημοφιλής στο Μεξικό, στην Αίγυπτο και στη Νότια Αφρική.
Οι κόκκινες guavas μπορούν να χρησιμοποιηθούν
ως βάση για αλατισμένα προϊόντα και να αντικαταστήσουν την τομάτα, ειδικά σε όσους είναι ευαίσθητοι στα οξέα της
τελευταίας.
Το ξύλο
του φυτού χρησιμοποιείται για τη προετοιμασία καπνιστού κρέατος και για
διαγωνισμούς μπάρμπεκιου στη Χαβάη.
Συχνά τα
φρούτα γκουάβα θεωρούνται υπερφρούτα, πλούσια σε βιταμίνες Α και C, Ω-3 και Ω-6
λιπαρά οξέα και φυτικές ίνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι μία μόνο γκουάβα
περιέχει 4 φορές τις ίδιες βιταμίνες C με ένα πορτοκάλι. Το φρούτο είναι επίσης πλούσιο σε κάλιο
και μαγνήσιο.
Η διατροφική
αξία εξαρτάται από το είδος, καθώς η γκουάβα-φράουλα περιέχει μόλις 37
χιλιοστογραμμάρια βιταμίνης C για κάθε 100 γραμμάρια.[3]
Τα φρούτα περιέχουν
ακόμα πολλά αντιοξειδωτικά.
Τα είδη του
γένους Psidium χρησιμοποιούνται ως τροφή από ορισμένα Λεπιδόπτερα, όπως την Erinnyis ello, Eupseudosoma
aberrans, Snowy Eupseudosoma (E. involutum) και Hypercompe icasia.
Τα είδη της μηλογκουάβας προσβάλλονται από
ζιζάνια αλλά και από το βακτήριο Erwinia psidii.
Στο γεγονός
αυτό οφείλεται και η διάδοση του φυτού, καθώς τα ζώα συνήθως τρώνε τον καρπό
και σκορπούν στη γη τους σπόρους με τις κουτσουλιές τους.
Τα φύλλα κυρίως
του φυτού έχουν γίνει αντικείμενο έρευνας για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες
από τη δεκαετία του 1950.
Επί παραδείγματι, από προκαταρκτικές ιατρικές
μελέτες, έχει διαπιστωθεί η χρήση του φυτού για τη θεραπεία του καρκίνου,
φλεγμονών και του πόνου.
Τα αρωματικά έλαια από τα φύλλα γκουάβας έχουν
δείξει ισχυρή δράση κατά του καρκίνου σε πειράματα στο εργαστήριο.
Στην
παραδοσιακή ιατρική, τα φύλλα γκουάβας χρησιμοποιούνται για τη διάρροια και για τη θεραπεία του διαβήτη.
Γκουάβα από τη Λέρο
Για τους κατοίκους της Λέρου, η γκουάβα ή γκαγκάφα δεν παρουσιάζει τίποτε το εξωτικό ή σπάνιο. « Στο νησί μας υπάρχει ήδη από τη δεκαετίατου 1930, όταν την έφεραν οι πολλοί αιγύπτιοι μετανάστες που είχαν έρθει επί ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων» λέει ο κ. Γιάννης Γκίνης, γεωπόνος που εγκατέλειψε πριν από πέντε χρόνια την πρωτεύουσα για να εγκατασταθεί στον τόπο καταγωγής του δημιουργώντας φυτώριο. Σήμερα καλλιεργεί μια έκταση αρκετών στρεμμάτων με γκουάβα, ενώ παράλληλα εμπορεύεται δενδρύλλια για επίδοξους καλλιεργητές. « Μου έχουν ζητήσει από Ρόδο και από Κω, ακόμα και από μια παραθαλάσσια περιοχή της Αρτας. Εκεί όμως δεν είμαι βέβαιος αν το δένδρο θα ευδοκιμήσει ». Η γκουάβα είναι ιδανική για καλλιέργεια στα νησιά του Αιγαίου, αφού πρόκειται για δένδρο αρκετά ανθεκτικό στα αλατούχα εδάφη. Ο χυμός του είναι δημοφιλέστατος σε Αίγυπτο και Κεντρική Αμερική, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η γλυκιά γεύση και το εντονότατο άρωμα. Τρώγεται νωπή, αλλά μερικοί μερακλήδες ζαχαροπλάστες του νησιού φτιάχνουν ακόμα και γλυκό του κουταλιού. « Δυστυχώς,η περίοδος συγκομιδής του καρπού είναι αμέσως μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου, τον Σεπτέμβριο,άρα δεν προλαβαίνουν να τη γευτούν οι τουρίστες. Πάντως όσοι έρχονται στη Λέρο και τη δοκιμάσουν μία φορά, τη ζητάνε ξανά» καταλήγει ο κ. Γκίνης.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου