Επί τουρκοκρατίας, νεαροί Έλληνες που υπηρετούσαν τον σουλτάνο.
Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».
Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.
τσογλάνι το [tsoγláni] : (λαϊκ.) νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης. || (επέκτ.) και για άτομο ώριμης ηλικίας. τσογλανάκι το YΠΟKΟΡ. τσόγλανος ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. τσογλαναράς ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. [τουρκ. iç oğlanι `νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· τσογλάν(ι) μεγεθ. -ος, -αράς]
Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».
Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.
τσογλάνι το [tsoγláni] : (λαϊκ.) νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης. || (επέκτ.) και για άτομο ώριμης ηλικίας. τσογλανάκι το YΠΟKΟΡ. τσόγλανος ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. τσογλαναράς ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. [τουρκ. iç oğlanι `νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· τσογλάν(ι) μεγεθ. -ος, -αράς]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου