Σκήτη Αγ. Αννας
Η Σκήτη της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης είναι η μεγαλύτερη και αρχαιότερη του Αγίου Όρους.
Εξαρτάται από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας και έχει χαρακτηρισθεί ως το "Ιερό Βήμα" του παμμεγίστου Ιερού Ναού του Αθωνος όπως αποκαλείται η περιοχή της Αθωνικής ερήμου που αναπτύσσεται μεταξύ της Νέας Σκήτης έως τα Κατουνάκια και τα ¨φρικτά¨ Καρούλια.
Η ίδρυσή της τοποθετείται στον 14ο αιώνα από τον Όσιο Γερόντιο, τελευταίο Ηγούμενο της μονής των Βουλευτηρίων, η οποία ευρισκόμενη κοντά στη θάλασσα στο μέρος που βρίσκεται σήμερα το κελί του Αγίου Ελευθερίου, κατεστράφη εξ αιτίας των συχνών πειρατικών επιδρομών. Για τον λόγο αυτό οι μονάζοντες με επικεφαλής τον Όσιο Γερόντιο μεταφέρθηκαν στην κλιτή του βουνού, δημιουργώντας αρχικά καλύβες και κατόπιν Κελιά.
Είναι κτισμένη στην νοτιοδυτική πλευρά του Αθωνος πάνω σε απόκρημνη κατάφυτη πλαγιά με την υψηλότερη κτισμένη καλύβα να βρίσκεται σε υψόμετρο 450 μέτρων και την χαμηλότερη στο επίπεδο της θάλασσας.
Στο μέσω του οικισμού, σε υψόμετρο 320 μέτρων βρίσκεται το Κυριακό, δηλαδή ο κεντρικός μητροπολιτικός ναός της σκήτης, ιστορημένος με εξαίρετου τέχνης νωπογραφίες της Κρητικής Αγιογραφικής Σχολής και θησαυρισμένος με το αριστερό πόδι της Αγίας Αννης, της μητέρας της Παναγίας, που έφεραν μαζί τους μοναχοί που ήρθαν στην Σκήτη από την Παλαιστίνη.
Η Ι. Σκήτη της Αγίας Αννης είναι η μεγαλύτερη του Αγίου Όρους, μεγαλύτερη από τις περισσότερες Ι. Μονές από την άποψη των εγκαταβιούντων Μοναχών-αριθμούνται περί τους εβδομήντα - και αποτελείται από 52 καλύβες και 10 ξεροκάλυβα (καλύβες πού δεν υδρεύονται από νερά πηγής).
Εξ αυτών οι 51 κοσμούνται με το χαρακτηριστικό Σκητιώτικο Ναίδριο, κατοικούνται δε μόνον οι 35. Εξαιτίας του απόκρημνου του εδάφους όλες οι διαδρομές γίνονται από καλντερίμια, τα περισσότερα των οποίων παρουσιάζουν υψηλή επικινδυνότητα για ζώα και ανθρώπους, δεδομένου μάλιστα ότι το σύνολο των μεταφορών, ανθρώπων και αγαθών, επιτελείται με την βοήθεια ημιόνων.
Κατουνάκια
Όχι μακριά, και σε υψηλότερο επίπεδο από τα Καρούλια, βρίσκει κανείς το ησυχαστήριο Κατουνάκια. Το τοπίο είναι εδώ πιο ήρεμο σε σχέση με αυτό στα Καρούλια. Οι 35 μοναχοί που κατοικούν εδώ ασχολούνται με την αγιογραφία και την ξυλογλυπτική. Υπάρχουν επίσης ησυχαστήρια στην Βίγλα, στην Κερασιά και στον Άγιο Βασίλειο, όλα βρίσκονται σε μακρινές και δύσκολες για να φθάσει κανείς τοποθεσίες στα μεγαλύτερα ύψόμετρα του Άθους.
Η Έρημος του Αγ.Όρους, ίσως το πιο αφιλόξενο μέρος.
Εκπληκτικά κρινάκια
ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΑ 1600 ΜΈΤΡΑ
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΡΥΦΕΣ
Ο ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑ 2035 ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΕΡΑΥΝΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ
ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ
Η ΚΟΡΥΦΗ ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ-ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ -ΚΑΡΟΥΛΙΑ
Ονομαστά ασκηταριά είναι τα Καρούλια, σπηλιές κρεμασμένες στους νότιους εξαιρετικά άγριους θαλασσόβραχους του Άθω, με τους πιο αυστηρούς ασκητές του ιερού βουνού.
ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ
Άγιον Όρος, η χερσόνησος του Άθω, το Περιβόλι της Παναγίας. Λέξεις ανυπότακτες σε ορισµούς, ωστόσο ενδεικτικές ενός τόπου και τρόπου ζωής.
Το ταξίδι ενός προσκυνητή ή απλώς ενός περίεργου διαβάτη παίρνει διαστάσεις συχνά ανύποπτες, καθώς το απρόσµενα θεϊκό συναπαντάται στις απροσδιόριστες ατραπούς του Πνεύµατος, που µε ανεκλάλητους στεναγµούς επιθυµεί να µας γνωρίσει την αγάπη του Πατρός.
Το πλοιάριο σαλπάρει από την Ουρανούπολη, από την πλευρά του Σιγγιτικού και παραπλέει την όχθη της χερσονήσου. Αρσανάδες και µοναστήρια φαίνονται από την πλώρη. ∆οχειαρίου, Ξενοφώντος, Παντελεήµονος, Ξηροποτάµου αποβίβαση στη ∆άφνη. Ο εκεί χώρος είναι η πρώτη αίσθηση της ειρήνης του αναχωρητή και της βοής του κοσµικού, σε µια συµπλοκή κίνησης εισόδου και εξόδου.
Ο ταξιδιώτης επιλέγει τον τόπο µετάβασής του είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους πλησιάζει την αθωνική πολιτεία, αναζητά κάτι διαφορετικό και αυτή του το προσφέρει. Στο διάβα του ο ξένος αρχίζει να αισθάνεται οικείος µε το απόµακρο και άγνωστο του τόπου και του τρόπου του βίου. Θα βρει φιλοξενία στο αρχονταρίκι (η αίθουσα υποδοχής και γενικότερα ο χώρος φιλοξενίας των προσκυνητών), θα ακούσει λόγο παρακλήσεως. Ο καφές µε το ρακί και το λουκούµι εδώ και χρόνια ξεκουράζουν τον προσκυνητή. Αισθάνεσαι ότι αυτή η προσφορά είναι µίµηµα της δωρεάς και θυσιαστικής αγάπης του Τριαδικού Θεού. Από την άλλη, η οµορφιά του φυσικού τοπίου, το πράσινο, το ερηµικό και βραχώδες, το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, συνδυάζονται αξιοθαύµαστα µε τα ακίνητα µνηµεία, που η ιστορία τους χάνεται πολλούς αιώνες πίσω. Μυστικοί ήχοι µας γυρίζουν στην εποχή του Φωκά και του Τσιµισκή, στις Σταυροφορίες, τη διαµάχη ενωτικών και ανθενωτικών, στους Καταλανούς και Σαρακηνούς πειρατές, στο ζυγό των Τούρκων. Μέσα σε αταλάντευτη ησυχία, ήχοι του παρελθόντος δένουν µε τη συνέχεια της λατρευτικής παράδοσης, του τυπικού, της Βυζαντινής ψαλµωδίας.
Ο τόπος, συστατικό της κτιστής µας ύπαρξης, εδώ αναδίνει κάτι ξεχωριστό. Από τα κελλιά στο ναό, από εκεί στην τράπεζα, έπειτα στα διακονήµατα, κάπου - κάπου και λίγη ξεκούραση της χοϊκής µας φύσης. Γεύεσαι την ποικιλία του περιβόλου µε τα υψωµένα τείχη, το στενόχωρο του κελλιού, τη µόνωση του ησυχαστηρίου, την τραχύτητα του σπηλαίου· από τη Μεγίστη Λαύρα στη Σιµωνόπετρα, στην Ξηροποτάµου, τη Νέα Σκήτη, το κελλί του µακαριστού Γέροντος Παϊσίου, µέχρι τα Κατουνάκια και τα Καυσοκαλύβια. Ο κάθε χώρος είναι ξεχωριστά χαριτωµένος. Όλα µαζί πάλι αφήνουν την ίδια ευφραντική οσµή, τα συγκροτεί η µία επιστήµη του µοναχισµού, η µία δύναµη του Αγίου Πνεύµατος. Η ποικιλία και η ελευθερία υπάρχει σε σχέση ενότητας. Η ενότητα και η οµοιοµορφία, εκεί, ελευθερώνει. Παρθενία, ακτηµοσύνη, υπακοή. Οι τρεις µοναχικές αρετές. Η µία υποστηρίζει την άλλη και σαν αρµοί δένουν ένα καλοφτιαγµένο κτίριο. Το Ιουλιανό ηµερολόγιο, η Βυζαντινή ώρα εφάπτονται στα ξεβαµµένα και φθαρµένα κτίρια, στις απαλές αποχρώσεις του καστανοκίτρινου και ερυθρόλευκου, του συνεσταλµένου πορφυρού.
Έρχεται η ώρα για τον εσπερινό, ακολουθεί τράπεζα µε λακωνικές κουβέντες, διδακτικές και θεοπρεπείς, µαζί και οι περισταλµένες φιγούρες των µοναχών και το λιτοδίαιτο γεύµα. Προτού χωνέψεις, το τάλαντο µας συνάζει για το απόδειπνο. Ακολουθεί η ανάπαυση ως προοίµιο της ενεργητικότητας της επόµενης ηµέρας. Λίγο µετά τα µεσάνυχτα, ο ηγούµενος, ο εκκλησιάρχης (µοναχός που φροντίζει για την ευπρέπεια του Καθολικού), οι ψάλτες, ο παπάς, ο διάκος, ο κανονάρχης (µοναχός που υπηχεί κατά φράσεις ένα τροπάριο πριν τη µουσική του εκτέλεση από τον ψάλτη) όλοι στη θέση τους. Οι κινήσεις απροσποίητες, µια ανέκφραστη δραµατουργία. Μετάνοιες, σταυροκοπήµατα, ασπασµός των εικόνων, των αγίων λειψάνων.
Όψεις µιας ζωής που µαζί µε άλλες αποτελούν την καθηµερινότητα του εκεί βίου. Η κοινότητα του βίου συντελεί αποτελεσµατικά στην κοινωνία της εν Χριστώ ζωής. Μια ποικιλοµορφία διακονηµάτων οικοδοµεί την πρακτική πλευρά της µοναχικής πολιτείας. Σαν ένα σώµα, ο µάγειρας, ο δοχειάρης (ο υπεύθυνος µοναχός για την αποθήκη τροφίµων της µονής), ο τραπεζάρης, ο βουρδουνάρης (µοναχός που φροντίζει τους σταύλους της µονής), ο κηπουρός συλλειτουργούν. Όµως, σ' ένα ζωντανό από το Πνεύµα οργανισµό, η καθηµερινότητα δεν είναι ρουτίνα που προκαλεί µονοτονία ή ανία. Απεναντίας, είναι αφορµή προσευχής, µετάνοιας, ταπείνωσης του φρονήµατος της σαρκός που ρέπει στην αυτονόµηση, ζητά την αυτοθέωση. Αυτό το φρόνηµα λησµονεί και πληγώνει την αγάπη του Θεού και Πατρός.
Ο µοναχός ως επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, επιλέγει τη σιγή από τη φλυαρία. Γνωρίζει από την αψευδή µαρτυρία των προγενεστέρων του ότι η σιωπή είναι η γλώσσα του µέλλοντος. Γνωρίζει, επίσης, ότι η ταπείνωση - δώρο και τούτο της χάρης του Θεού - είναι το ένδυµα της θεότητας. Τα µάτια της ψυχής του µοναχού έχουν στηλωθεί στο όραµα της βασιλείας του Θεού. Οι σχέσεις του µε το φυσικό κόσµο, τους ανθρώπους, δεν είναι δουλικές αλλά µεταποιηµένες από την άκτιστη χάρη του Θεού.
Το κοινό όραµα της βασιλείας του Θεού φανερώνει την οικουµενικότητα του Χριστιανισµού και της Ορθοδοξίας. Αλλόφυλλοι και αλλόγλωσσοι δεν είναι απειλή, αλλά εν Χριστώ αδελφοί, προσδοκούν την κοινή ανάσταση, αγωνίζονται σιωπηρά για τον ίδιο σκοπό. Ο τρόπος της ζωής του µοναχού γίνεται αισθητός ως µια θαυµαστή ανάκραση χαράς και λύπης. Ζήση φορτωµένη µε σταυρούς που βλέπει πέρα από το φθαρτό της ιστορίας, στην αθανασία της βασιλείας, στο ανέσπερο φως της αναστάσεως. Σ' αυτό το πλαίσιο ο πόνος και τα δάκρυα δεν είναι φορείς ψυχολογικής λύπης ή κακοµοιριάς, αλλά πνοή αρχοντιάς. Ο άνθρωπος, βιώνοντας καθηµερινά τη θεία λειτουργία, σε χρόνο αχνοφέγγοντος ηλίου, µαθαίνει να ζει µε απεριόριστες προοπτικές, µε το όραµα της εκκλησιοποίησης ολάκερου του κόσµου.
Η προσευχή, η νηστεία, οι εκούσιες στερήσεις, ρίχνουν τον άνθρωπο σ' έναν ορίζοντα που βρίσκεται ακόµη µπροστά µας, περιµένουµε να έλθει, του νεκρώνουν το ατοµικό θέληµα και έτσι µπορεί να προκόψει αληθινά προχωρώντας σε τόπο ολόφωτο, σε δίχως όρια απλοχωριά. Το σεµνό χαµόγελο, το αγέρωχο και ειρηνικό βλέµµα, η απορροφηµένη από το Πνεύµα του Θεού όψη, όλα γίνονται δείκτες µιας άλλης βιοτής, µήνυµα και µαρτυρία, εικόνα της µελλοντικής κατάστασης αυτού που πίστεψε και βαπτίστηκε σε τίποτε λιγότερο από τη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ακατάσκευη και απλή ζωή του ευαγγελίου είναι η ζωή του Χριστιανού· Ο µοναχός, είναι η εικαστικότερη και καλλιτεχνικότερη έκφρασή της.
Στο Άγιον Όρος µαθαίνει κανείς πως τα πάντα συλλειτουργούν δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό και την Κυρία Θεοτόκο. Εκεί, η ποικιλία των µορφών της µοναχικής ζωής, η πλούσια βλάστηση, η ετερότητα του κάθε µοναχού, το µέγεθος της ιστορικής κληρονοµιάς που φυλάγεται, όλα κατορθώνουν και συνυπάρχουν αρµονικά. Η ετερότητα και διαφορά δεν συνιστούν διαίρεση, φθορά και αποτυχία της ζωής ως κοινωνίας. Γι' αυτό µπορεί να έχεις µια βασιλική του 10ου αιώνα µε τοιχογραφίες του 14ου από τους µαΐστορες της Μακεδονικής σχολής και φορητές εικόνες του 16ου αιώνα από τους µαστόρους της Κρητικής σχολής και όλα να δενουν. Και αυτό γιατί λένε το ίδιο πράγµα, ακούµε την ίδια οµολογία.
Ο µοναχός γεννιέται µέσα από µια περίοδο σκληρής και ευλογηµένης δοκιµασίας. Φτάνει στην κουρά του και λαµβάνει το αγγελικό σχήµα. Και έτσι απλά µαυροντυµένος θα θαφτεί. Στο διακόνηµα - ή στο εργόχειρό του αν είναι ασκητής ή κελλιώτης - µόνος µε τον Θεό, προσεύχεται ακατάπαυστα. Έχει αποταχθεί, έχει λησµονήσει τον κόσµο και έχει λησµονηθεί από αυτόν. Αρκείται και χαίρεται µε το να υπάρχει στη µνήµη του Θεού. Γνωρίζει ότι η ανθρώπινη µνήµη είναι υπόθεση ψυχολογικών διαδικασιών µιας ανθρώπινης ικανότητας φευγαλέας και τελικά ανίκανης να τον στηρίξει στη ζωή, να απαθανατίσει την ύπαρξή του. Η µνήµη του Θεού αναδεικνύεται σε σταθερό έδαφος για την ανθρώπινη ύπαρξη, σε έναν αιώνα που σαλεύεται και φεύγει βιαστικά. Στον Άθω η προσευχή είναι ένας αδιάλειπτος αγώνας στο ναό, στον κήπο, στο διακόνηµα, στο φαγητό, ακόµη και στον ύπνο. Ο αγιορείτης µνηµονεύει τον Θεό ή µάλλον µνηµονεύεται απ' Αυτόν µε το να υπάρχει εν Χριστώ. Η αγρυπνία γίνεται το κατεξοχήν έργο του. Μαθαίνει να συνοµιλεί µε το Θεό, σιγά-σιγά γνωρίζει τα χούγια του, ψήνεται στη σχάρα της άσκησης και γίνεται αναλώσιµος ευαρεστώντας το Θεό, τους αγγέλους, τον Γέροντά του, καταπώς υποσχέθηκε. Ο µοναχός κρατάει το νου του στον άδη, αγγίζει την εσχατιά του σκότους της ύπαρξής του και µόλις το Πνεύµα του Θεού πνεύσει ως ειρήνη που µένει σ' όλα τα µέλη του σώµατος και τα µέρη της ψυχής του, τότε αυτό το ένα Πνεύµα, ως φως, οδηγεί την ισχνή, εύθραυστη ύπαρξή του σε προκοπή, µεγάλωµα, ανάβαση από δόξα σε δόξα.
Για όλο τον κόσµο, αλλά ιδιαίτερα για την Ελλάδα, σήµερα για µια ακόµη φορά ακούγεται σωστά ο στίχος του ποιητή: "Μνήµη του λαού µου σε λένε Πίνδο, και σε λένε Άθω" (Οδ. Ελύτης).
Ο Λειτουργικός Κύκλος µιας ΗµέραςΗ νύχτα και ο έναστρος ουρανός κρατύνουν πάνω από τα κτίσµατα του µοναστηριού. Είναι ώρα προσευχής, εγρήγορσης και ανάτασης της ψυχής προς τις θείες διακοσµήσεις.
Στις 7:30΄ µε τη Βυζαντινή ώρα, ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού. Στις 7:45΄ σηµαίνει το δεύτερο τάλαντο και στις 8:00΄ το τρίτο. Ο εφηµέριος βάζει το πετραχήλι και το Μεσονυκτικό αρχίζει. Τούτη η ακολουθία φέρνει εγρήγορση στην ανύστακτη ψυχή που προσµένει στο µεσονύκτιο το Νυµφίο Χριστό. Αποτελεί σηµείο διαχωριστικό του σκότους της πλάνης που ο χριστιανός και ειδικά ο µοναχός άφησε πίσω του και της ζωής του φωτός που αναµένεται να ανατείλει την επόµενη ηµέρα. Καθώς αρχίζει ο "Άµωµος" ο εκκλησιαστικός βάζει µετάνοια στον Ηγούµενο και χτυπά µε την σειρά τον κόπανο και το καθηµερινό σιδεράκι.
Μετά το τρίτο κατανυκτικό τροπάριο ο εκκλησιαστικός ανοίγει τη Βασιλική Πύλη. Ο ιερέας εισέρχεται στον κυρίως ναό και ποιεί "Ευλογητόν" ιστάµενος έµπροσθεν του τέµπλου. Κατά τη διάρκεια ανάγνωσης του "Επακούσαι σου.." θα θυµιατίσει το ναό. Ο "Εξάψαλµος" θα διαβαστεί από τον Ηγούµενο. Με το πέρας της έκτης Ωδής διαβάζεται το Συναξάρι της ηµέρας και ο εκκλησιαστικός και πάλι θα χτυπήσει το σιδεράκι. Στην εννάτη Ωδή, "Την Τιµιωτέραν", ο ιερέας θυµιάζει το ναό, ενώ οι µοναχοί αποκουκουλίζονται και κατεβαίνουν από τα στασίδια τους. Μια στάση που εύγλωττα φανερώνει την ξεχωριστή τιµή που οι µοναχοί αποτίουν στην Κυρία Θεοτόκο.
Προς το τέλος του Όρθρου σηµαίνει ένα τάλαντο σε τρεις στάσεις κύκλω του ναού. Γίνεται απόλυση και µεταβαίνουν στο παρεκκλήσι που θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία. Εκεί πρωτίστως αναγιγνώσκεται η τρίτη και έκτη Ώρα. Στο "∆όξα" της έκτης Ώρας ο εκκλησιαστικός σηµαίνει το σιδεράκι. Τότε περίπου θα σηµάνει και ο ιερέας τον κωδωνίσκο της προθέσεως και οι πατέρες αποκουκουλισµένοι και έχοντας κατεβεί από τα στασίδια τους µνηµονεύουν µυστικά τα ονόµατα που ο καθείς φέρει στη µνήµη του, ζώντων και κεκοιµηµένων. Σε λίγο ο εκκλησιαστικός ανάβει τα δρακόντια από το τέµπλο του παρεκκλησιού και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία. Τα βηµόθυρα παραµένουν κλειστά, για να ανοίξουν µόνο στις δύο εισόδους και την ώρα της Θείας Μετάληψης.
Στο τρίτο αντίφωνο γίνεται η µικρή είσοδος υπό του ιερέως φέροντος το ευαγγέλιο, προηγουµένου του εκκλησιαστικού µε αναµµένο εισοδικό. Ακολουθούν τα αναγνώσµατα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο. Λίγο µετά ψάλλεται ο χερουβικός ύµνος, γίνεται η µεγάλη είσοδος όπου τα Τίµια ∆ώρα διακοµίζονται από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα. Τα Λειτουργικά και οι αιτήσεις του ιερέως δηµιουργούν θεία ένταση φτάνοντας ως την Κυριακή προσευχή. Προ της Μεταλήψεως οι µοναχοί χαιρετούν τις εικόνες. Ακολουθεί η κοινωνία του Σώµατος και Αίµατος του Χριστού, το κέντρο της ζωής του µοναχού και κάθε χριστιανού. Έπεται η απόλυση. ∆ιανέµεται το αντίδωρο και κατά την έξοδο λαµβάνεται και ο αγιασµός που φυλάγεται σε ειδικό σκεύος στη λιτή.
Στη συνέχεια, αν δεν είναι µέρα νηστείας κατά την οποία απουσιάζει το πρωινό γεύµα, εισέρχονται στην Τράπεζα. Αρχίζει προσευχή, και ενώ οι παρευρισκόµενοι τρώνε, ο αναγνώστης διαβάζει αποσπάσµατα από πατερικά κείµενα ή βίους αγίων. Ο εφηµέριος, αν απουσιάζει ο ηγούµενος, δια ξυλίνου σφυρίδος σηµαίνει το τέλος του φαγητού και ευλογεί τα περισεύµατα ευχαριστώντας τον Θεό. Στην έξοδο της τράπεζας ο ιερέας ευλογεί τους εξερχόµενους και οι διακονητές, κάµπτοντες την οσφύ, ζητούν συγχώρεση από τους αδελφούς για τυχόν λάθη και παραλλείψεις. ∆ίωρη ή τρίωρη ξεκούραση προηγείται της επιστροφής των µοναχών στο διατεταγµένο για τον καθένα διακόνηµα.
Όπως µια µικρή κοινότητα για να ζήσει χρειάζεται σωστή κατανοµή εργασιών, έτσι και ένα κοινόβιο µοναστήρι ή σκήτη ή κελλί επιβιώνει και προοδεύει και εκπληρώνει τη σωστική αποστολή του µε την ανάθεση των διαφόρων διακονηµάτων στους εκεί εγκαταβιούντας µοναχούς.
Ο αρχοντάρης περιµένει να προσφέρει ξεκούραση στους νεοφερµένους προσκυνητές, να τους σερβίρει τον κλασικό δίσκο µε το νερό, το ρακί και το λουκούµι και να τους τακτοποιήσει στα δωµάτιά τους. Άλλοι αδελφοί ασχολούνται µε τους λαικούς εργάτες που δουλεύουν εκεί, φροντίζουν τους γεροντότερους, επιµελούνται τα ζώα, φτιάχνουν ψωµί και ετοιµάζουν το φαγητό στο µαγειρείο. Ο εκκλησιάρχης ευπρεπίζει το ναό, ενώ άλλοι έχουν για εργόχειρο το πλέξιµο κοµποσχινιών, την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και την αργυροχοία, την παρασκευή θυµιάµατος και σπάνια την ιεροραπτική και τη βιβλιοδεσία.
Οι γεροντότεροι, που προσµένουν τη µετάβασή τους στην αγήρω µακαριότητα, σµίγουν σε κουβέντες πνευµατικές, στρέφονται σε µνήµες του παρελθόντος και του µέλλοντος, ενώ ο τριγύρω χώρος εµµένει να διαιωνίζει µια ειρήνη αταλάντευτη που περιαυγάζει τους τρούλλους, τους σταυρούς, τη φιάλη και την κρήνη που κοσµούν το φυσικό περίγυρο.
Στις 8:30΄ κατά τη Βυζαντινή Ώρα ο εκκλησιαστικός θα σηµάνει το πρώτο τάλαντο, στις 8:45΄ το δεύτερο και στις 9:00΄ το τρίτο. Τότε στο χώρο της λιτής αρχίζει η εννάτη Ώρα. Στο "∆όξα" της εννάτης ο εκκλησιαστικός θα βγει από το ναό για να κρούσει τον κόπανο και κατόπιν το σιδεράκι. Με το τέλος της εννάτης Ώρας ο ιερέας, ιστάµενος έµπροσθεν του Ιερού Βήµατος, αρχίζει τον Εσπερινό. Η ακολουθία αυτή κατά αρχαία χριστιανική συνήθεια, έχοντας ιουδαικές καταβολές, αποτελεί το προοίµιο της επόµενης ηµέρας. Τον "Προοιµιακό" θα διαβάσει ο πρώτος στην τάξη µοναχός. Στο "Κύριε εκέκραξα.." ο ιερέας θυµιάζει το ναό. Τις ψιλές καθηµερινές δεν έχει είδοδο. Μετά το "Νυν απολύεις…" ο εκκλησιαστικός σβήνει τα λαδοκέρια και λίγο µετά ακολουθεί η απόλυση. Οι µοναχοί εξέρχονται του ναού κατευθυνόµενοι προς την Τράπεζα. Και πάλι λόγοι προσευχητικοί και διδακτικοί ανακρώνται µε το φαγητό. Στις 12:00΄ ο εκκλησιαστικός θα κρούσει το σιδεράκι για το Απόδειπνο που λαµβάνει χώρα στη λιτή. Είναι ώρα για προσευχή και δέηση προς το Θεό να τηρήσει όσους πάνε να κοιµηθούν ασφαλείς υπό τη σκέπη Του. Μετά το "Σύµβολο της Πίστεως" ανάβεται το λαδοκέρι της εικόνας της Θεοτόκου και ένας µοναχός ασκεπής απαγγέλει τους "Χαιρετισµούς". Στη διάρκεια του Αποδείπνου, ή αµέσως µετά, οι προσκηνυτές έχουν την ευλογία να χαιρετίσουν τα άγια λείψανα στον κυρίως ναό. Πρό του τέλους του αποδείπνου µοναχοί και προσκηνυτές ασπάζονται τις εικόνες και παίρνουν την ευχή του ηγουµένου ή του ιερέως και γίνεται απόλυση. Ύστερα άλλοι θα προτιµήσουν µια διδακτική συζήτηση, άλλοι την ανάγνωση και άλλοι την ξεκούραση. Τέλος όλοι θα πάνε στα κελλιά τους. Οι µοναχοί από νωρίς, µετά τα µεσάνυχτα, πριν προσέλθουν στο ναό, θα ξυπνήσουν για την επιτέλεση του προσωπικού τους κανόνα, που περιλαµβάνει συνήθως µετάνοιες, προσευχή µε κοµποσχοίνι και ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων.
Κατ' αυτόν τον τρόπο αρχίζει και κλείνει µια ηµέρα, η καθηµερινότητα του µοναχικού βίου στον Άθω, εδώ και χίλια χρόνια. Και έχεις την έντονη εντύπωση πως η νύχτα που εξουσιάζει και στην έναρξη και στη λήξη, δεν είναι ο ζόφος που συρρικνώνει και συστέλλει τη ζωή, αλλά η φερέλπιδη ησυχία που βιώνει τη ζωηφόρο νέκρωση, η ταφή που κυοφορεί σαν το σπόρο τη ζωή και η νύχτα µε το σκοτάδι που θα δώσει τόπο στην πληρότητα του φωτός της Τρισηλίου Θεότητος.