ΠΡΟΛΟΓΟΣ
της Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου
Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, στο πλαίσιο της ευρύτατης κοινωνικής προσφοράς του και αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από πυρκαγιά οικοσυστήματος, υπέγραψε προγραμματική σύμβαση ύψους 100 εκατ. δραχμών με το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. με έργο: «την εγκατάσταση συστήματος
παρακολούθησης στο περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης και μελέτη επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές».
Ύστερα από μια τριετία συνεχούς και επίπονου έργου, και με την άριστη συνεργασία τόσο του διοικητικού όσο και του επιστημονικού προσωπικού του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και του Ι.Δ.Ε., το έργο ολοκληρώθηκε, μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, με απτά αποτελέσματα για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα για την αποκατάσταση πυρόπληκτων δασών της χώρας. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα αυτή, για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, ανακοινώθηκαν στην Ημερίδα που διοργάνωσε το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και το Ι.Δ.Ε. στις 5 Ιουνίου 2001.
Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, επιθυμώντας τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη διενέργεια της πρωτογενούς αυτής έρευνας να διαδοθούν ευρύτατα ώστε να καλυφθεί ένα έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, συμπεριέλαβε στην Προγραμματική Σύμβαση την εκπόνηση του παρόντος συγγράμματος, το οποίο, με φροντίδα και ευθύνη του, θα διατεθεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σε όλους εκείνους που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, ως ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης των δασικών οικοσυστημάτων που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας. Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται η εκ μέρους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ευαισθησία του για την πόλη της Θεσσαλονίκης και τους κατοίκους της, αλλά και η αγάπη και το ενδιαφέρον του για όλες τις πυρόπληκτες περιοχές της πατρίδας μας.
Πιστεύουμε το σύγγραμμα αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε όλους όσοι ασχολούνται με αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών, γιατί τους παρέχεται με λιτότητα, σαφήνεια και επάρκεια κάθε πληροφορία που θα βοηθήσει το δύσκολο έργο τους.
Θερμές ευχαριστίες οφείλονται σε όλους όσοι συνέπραξαν για την ολοκλήρωση του ερευνητικού αυτού έργου, αλλά ιδιαίτερα στους συντάκτες του συγγράμματος, δρ. Π. Κωνσταντινίδη, εντεταλμένο ερευνητή Ι.Δ.Ε. /ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και δρ. Σ. Γκατζογιάννη, τακτικό ερευνητή του Ι.Δ.Ε./ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.
Η Πρόεδρος του Δ.Σ.
Ταχ. Ταμιευτηρίου
Ανδρονίκη Μπούμη
Πρόλογος των συγγραφέων
Το Περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, συνολικής έκτασης 30.188 στρ. αποτελεί “πνεύμονα ζωής” και στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς για την πόλη και τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Την 6η Ιουλίου 1997 προκλήθηκε πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της βλάστησης του Περιαστικού δάσους. Μετά την πυρκαγιά άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων με την εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των δασικών εδαφών, συγκράτησης φερτών υλικών και αναδασώσεων από τις τοπικές Δασικές Υπηρεσίες και άλλους φορείς της πόλης. Οι επεμβάσεις αυτές σχεδιάστηκαν και εκτελέσθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος 1997 - Μάρτιος 1998) λόγω της επείγουσας ανάγκης προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση και της αποφυγής πλημμυρικών καταστάσεων και καταστροφών του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τη μελλοντική πορεία του νεοδημιουργούμενου δάσους και για τη μελλοντική ικανότητά του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης.
Την ανησυχία αυτή την αύξησαν ακόμα περισσότερο οι δραστικές αποφάσεις που πάρθηκαν και υλοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των έργων, και ιδιαίτερα της αλλαγής των δασοπονικών ειδών που προϋπήρχαν (κωνοφόρα) και της εγκατάστασης νέων φυλλοβόλων ειδών, όπως της δρυός που κατά τεκμήριο εμφανίζουν μεν μικρότερη ευφλεκτικότητα, αλλά η ευδοκίμησή τους στο συγκεκριμένο χώρο τίθεται από οικολογικής σκοπιάς υπό αμφισβήτηση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν οι υπόλοιποι μελλοντικοί χειρισμοί των νεοδημιουργούμενων δασοσυστάδων, δεν είναι τέτοιοι που να αίρουν ενδεχόμενους αρνητικούς παράγοντες και να ενισχύουν τα στοιχεία εκείνα του οικοσυστήματος που εξασφαλίζουν ισορροπία και ανθεκτικότητα απέναντι όχι μόνο στις πράγματι δυσμενείς συνθήκες του κλιματεδαφικού περιβάλλοντος του περιαστικού δάσους, αλλά και στις ανθρώπινες πιέσεις και επιβαρύνσεις λόγω γειτνίασής του με το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Οι προβληματισμοί αυτοί έδωσαν το έναυσμα σε ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ (που εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης) να εκπονήσει ειδικό πρόγραμμα έρευνας με τίτλο «Εγκατάσταση Συστήματος Παρακολούθησης των Εξελίξεων στο Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης», ως μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδημιουργίας του Περιαστικού Δάσους Θεσσαλονίκης που
κατέβαλαν τότε αγωνιωδώς οι Δασικές Υπηρεσίες του Νομού Θεσσαλονίκης.
Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και η εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από την πυρκαγιά οικοσυστήματος, χρηματοδότησε το εν λόγω πρόγραμμα έρευνας δίνοντας τη δυνατότητα να επιτευχθούν, στη τριετία που παρήλθε 1998 -2000, οι ακόλουθοι στόχοι :
- Η συστηματική καταγραφή και η επιστημονική παρακολούθηση του δάσους κατά τα πρώτα έτη αναδημιουργίας του
- Η αξιολόγηση της κατάστασης και η συναγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητα των έργων σταθεροποίησης των εδαφών και αναδάσωσης, για τον κίνδυνο διάβρωσης των δασικών εδαφών και την πρόβλεψη μελλοντικών πλημμυρικών φαινομένων, για το μελλοντικό κίνδυνο πυρκαγιάς και για το σχεδιασμό της μελλοντικής διαχείρισης του δάσους
- Η συστηματοποίηση της υπάρχουσας γνώσης όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαφόρων δασοπονικών ειδών απέναντι στις δασικές πυρκαγιές Η δημιουργία δασικού φυτωρίου σε συνδυασμό με την προώθηση δράσεων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης.
Με τους γενικούς αυτούς στόχους και με ειδικότερη αναφορά στο κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της σωστής και επιτυχούς επιλογής ειδών κατά τις αναδασώσεις των πυρόπληκτων δασών της χώρας, διαμορφώθηκε έτσι και το περιεχόμενο του παρόντος συγγράμματος, το οποίο απευθύνεται προς όλους εκείνους τους επιστήμονες που ασχολούνται με θέματα αναδασώσεων στις πυρόπληκτες περιοχές καθώς και σε οποιονδήποτε πολίτη επιθυμεί να επιλέξει δασικά είδη προκειμένου να εμπλουτίσει την περιουσία του και περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεματικές ενότητες.
Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα
Στην ενότητα αυτή γίνεται μια εκτενής αναφορά στα ζητήματα των δασικών πυρκαγιών, στοχεύοντας σε μια σφαιρική ενημέρωση γύρω από το φαινόμενο που λέγεται δασική πυρκαγιά, τις διαστάσεις του προβλήματος και τις επιπτώσεις του στο φυσικό και στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στη φιλοσοφία αντιμετώπισής του.
Το πρόβλημα αποκατάστασης των δασών που καίγονται στις πυρόπληκτες περιοχές.
Οι ενέργειες που δρομολογούνται αμέσως μετά από κάθε δασική πυρκαγιά παρουσιάζονται εδώ με μια διάθεση προβληματισμού και κριτικής προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα προβλήματα που υπάρχουν και η φιλοσοφία που πρέπει να διέπει κάθε ενέργεια αναδάσωσης και γενικότερα παρέμβασης σε δασικά οικοσυστήματα που πλήττονται συχνά από δασικές πυρκαγιές.
Η βλάστηση των πυρόπληκτων δασών της χώρας
Μια σύντομη γνωριμία με τη βλάστηση των πυρόπληκτων δασών που κυρίως αφορούν τα μεσογειακά οικοσυστήματα, κρίθηκε αναγκαία εδώ πριν παρουσιαστεί το θέμα της επιλογής των ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές.
Η επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές
Οι οικολογικές απαιτήσεις των ειδών της μεσογειακής ζώνης, η συμπεριφορά τους έναντι στη βασική απειλή της φωτιάς, οι αισθητικές ιδιότητες και οι επιδράσεις τους στους φυσικούς και βιολογικούς κύκλους των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όπου αυτά ευδοκιμούν, είναι μερικές βασικές γνώσεις που πρέπει να κατέχει καθένας που επιχειρεί αναδάσωση καμένης έκτασης ή που απλά επηρεάζει αποφάσεις αναδάσωσης. Τη γνώση αυτή επιχειρεί το παρόν πόνημα να δώσει προς τους αναγνώστες του, με τρόπο απλό και κατανοητό για έναν μεγάλο σχετικά αριθμό ενδημικών και αυτοχθόνων δασικών ειδών που ευδοκιμούν στη μεσογειακή ζώνη βλάστησης, με τη φιλοδοξία για μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια ανόρθωσης των δασικών οικοσυστημάτων των πυρόπληκτων δασών που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας.
Ευχαριστίες
Για την ευκαιρία αλλά και την οικονομική δυνατότητα να εκπονηθεί το παρόν σύγγραμμα εκφράζονται θερμές ευχαριστίες προς τη διοίκηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται επίσης και τη Διοίκηση του ΕΘΙΑΓΕ και του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών για την πολύπλευρη υποστήριξη που παρείχαν στους συντάκτες του παρόντος συγγράμματος. Για την τεχνική επιμέλεια της έκδοσης εκφράζονται επίσης θερμές ευχαριστίες στο δασολόγο κ. Δημήτρη Παλάσκα.
Θεσσαλονίκη, Μάιος 2001
Οι συντάκτες
Δρ. Π.Ν.Κωνσταντινίδης Δρ. Σ. Γκατζογιάννης
Εντεταλμένος Ερευνητής Τακτικός Ερευνητής
ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ
ΜΕΡΟΣ 1ο
Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο και αξιοζήλευτο δασικό πλούτο. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή είναι σημαντική η έκταση που κατέχουν τα δάση στη χώρας μας (25 εκατ. στρ.). Τα δάση αυτά έχουν την ικανότητα να παράγουν ανανεώσιμες πρώτες ύλες, όπως ξύλο, ρητίνη, καρπούς κ.ά.. Παράλληλα έχουν την ικανότητα να προσφέρουν στον άνθρωπο ύψιστης σημασίας ωφέλειες ως αποτέλεσμα των φυσικών λειτουργιών τους, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την υδρονομική προστασία, τη ρυθμιστική επίδραση στον κύκλο των νερών της βροχής και στις ευκαιρίες που παρέχουν στον καταπιεζόμενο σήμερα άνθρωπο των μεγαλουπόλεων, για αναψυχή και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του. Τέλος, τα φυσικά αποθέματα των δασών μας προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες, με το ρυθμιστικό τους ρόλο στο χώρο του περιβάλλοντος και την ικανότητά τους να προσφέρουν πολύτιμες ευκαιρίες για φυσική ζωή και εξέλιξη σ΄ ένα μεγάλο αριθμό ειδών και πληθυσμών του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Εκτιμάται ότι η φυσική χλωρίδα στην Ελλάδα κατέχει, από άποψη βιοποικιλότητας, τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Ιβηρική χερσόνησο, ενώ αξιοζήλευτη θέση διατηρεί και η άγρια πανίδα, τόσο με τα θηλαστικά της, όσο και με τα πουλιά που ενδημούν ή διέρχονται από τα ελληνικά δάση.
Τα δάση, παρά το γεγονός ότι αποτελούν σήμερα την καρδιά του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και μ΄ αυτό μια πολύτιμη πηγή ζωής και πολιτισμού για τους Έλληνες, εντούτοις βρίσκονται σε κίνδυνο. Απειλούνται τόσο από φυσικά αίτια (συχνές πυρκαγιές, διάβρωση, ερημοποίηση κλπ), όσο και από τις ανθρώπινες ενέργειες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση, εκχέρσωση κ.λ.π.) και διαχειριστικές αποφάσεις.
Οι δασικές πυρκαγιές, στις οποίες και επικεντρώνεται η προσοχή του παρόντος συγγράμματος, απετέλεσαν και αποτελούν μια εν δυνάμει αλλά ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη απειλή για τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα γενικότερα. Το βέβαιο είναι ότι οι δασικές πυρκαγιές αποτέλεσαν και θα αποτελούν και στο μέλλον προσδιοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στα μεσογειακά οικοσυστήματα, γιατί το φαινόμενό τους, όχι μόνο δεν μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν κρίνεται σκόπιμο να εκλείψει, αφού πολλά από τα δασικά οικοσυστήματα των πυρόπληκτων περιοχών έχουν εξοικειωθεί, στην εξελικτική τους πορεία με το φαινόμενο αυτό, αναπτύσσοντας φυσικούς - βιολογικούς μηχανισμούς άμυνας, προσαρμογής και επιβίωσης.
Η έκταση των δασών και δασικών εκτάσεων που κάθε χρόνο καίγονται, κυμαίνεται, ανάλογα με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες, σε ευρέα όρια, από μερικές δεκάδες χιλιάδες, μέχρι μερικά εκατομμύρια στρέμματα. Την περίοδο 1974 μέχρι 1996 εκαίγοντο ετησίως, κατά μέσο όρο 423 χιλιάδες στρέμματα. Από τις εκτάσεις αυτές 165 χιλ. στρ. ήταν δασοσκεπείς (39%), 177 χιλ. στρ. (42%) μερικώς δασοσκεπείς και 81 χιλ. στρ. (19%) χορτολιβαδικές εκτάσεις ή βοσκότοποι.
Οι δασικές πυρκαγιές αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα ως μια απειλή εξαιτίας των σοβαρών συνεπειών τους, τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες που διαβιούν στις πυρόπληκτες περιοχές. Η σύγχρονη όμως έρευνα αναδεικνύει το διπλό ρόλο που έχουν να παίξουν οι πυρκαγιές στο μεσογειακό χώρο, τόσο ως οικολογικού παράγοντα που διαμορφώνει τις εξελίξεις στα μεσογειακά οικοσυστήματα, όσο και ως φυσικού κινδύνου και απειλή πρόκλησης σοβαρών καταστροφών στον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον.
Οικολογική σημασία των δασικών πυρκαγιών
Ο ρόλος της φωτιάς στη δημιουργία και ανάπτυξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων φαίνεται να μην είναι ευρύτερα κατανοητός εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης, είτε μέσω των αναδασώσεων, είτε και της οικονομικής του δραστηριότητας (ανεξέλεγκτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων, οικοπεδοποιήσεις, εκχερσώσεις για γεωργικές καλλιέργειες κ.λ.π.) ή και άλλων μεταπυρικών παρεμβάσεων.
Σήμερα, οι παρατηρήσεις επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι δασικές πυρκαγιές σε περιοχές του πλανήτη με ξηροθερμικό τύπο κλίματος, όπως είναι ο μεσογειακός, συνιστούν οικολογικό παράγοντα (αποτελούν δηλαδή μια οικολογική αναγκαιότητα) και ότι η αντιμετώπισή τους πρέπει να ακολουθεί κανόνες και λογικές, που εφαρμόζονται και στα υπόλοιπα φυσικά φαινόμενα. Δεν πρέπει δηλαδή να επιδιώκεται η εξάλειψη του φαινομένου, αλλά η μείωση των δυσμενών επιπτώσεων που προκαλεί. Πραγματική αντιμετώπιση της φωτιάς μπορεί να γίνει μόνο όταν τη δούμε ως ένα φυσικό φαινόμενο, τη μελετήσουμε χωρίς προκατάληψη και αντιληφθούμε τον πραγματικό της ρόλο στη λειτουργία και εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Η συνύπαρξη μεσογειακού κλίματος, μεσογειακής βλάστησης και δασικών πυρκαγιών δημιουργεί τόσο έντονες και δυναμικές σχέσεις που αν δεν τις λάβουμε υπόψη κατά τους σχεδιασμούς πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαγιών ή και κατά τη διαχείριση μεταπυρικών καταστάσεων, τότε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας δεν μπορεί να είναι παρά απογοητευτικά και όχι σπάνια καταστροφικά.
Οι ακραίες κλιματεδαφικές συνθήκες των πυρόπληκτων μεσογειακών περιοχών δεν αφήνουν περιθώρια για λανθασμένες επιλογές, γιατί η μεσογειακή βλάστηση βρίσκεται διαρκώς σε λεπτή ισορροποία, έτσι ώστε μικρές διαταραχές να μπορούν εύκολα να οδηγούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η γνώση επομένως των οικολογικών ιδιαιτεροτήτων των μεσογειακών οικοσυστημάτων, είναι προϋπόθεση για τον καθένα που επιχειρεί παρεμβάσεις στα συστήματα αυτά, ανεξάρτητα από τους στόχους της παρέμβασης.
Από το πλήθος των παραγόντων του περιβάλλοντος, ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη των δασικών οικοσυστημάτων έχουν εκείνοι που δημιουργούν τις προϋποθέσεις επιβίωσης και ανάπτυξης των φυτών. Το κλίμα (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις, φως, αέρας κλπ.) μιας περιοχής, που είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών μεταφοράς ενέργειας από τον ήλιο προς τη γη και από εκεί προς την ατμόσφαιρα και το διάστημα, έχει για παράδειγμα πολύ σημαντική επίδραση στην εμφάνιση της φυσικής βλάστησης στον πλανήτη μας.
Μεσογειακό κλίμα
Ο μεσογειακός τύπος κλίματος χαρακτηρίζεται από ξηρά και θερμά καλοκαίρια, με μέτρια υγρούς και όχι ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες. Ο τύπος αυτός κλίματος, αλλά και το οικοσύστημα που τον συνοδεύει, έχει περιορισμένη εξάπλωση στη γήινη επιφάνεια και δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα (πλειστόκαινο). Αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν, ότι ο κλιματικός αυτός τύπος διατηρείται χάρη στα ψυχρά ωκεάνια ρεύματα, τα οποία αν εκλείψουν τότε μαζί τους θα εκλείψει και το μεσογειακό κλίμα.
Τα μεσογειακά περιβάλλοντα βρίσκονται περίπου 30° έως 40° βόρεια και νότια του ισημερινού (εικόνα 1). Πρόκειται για τη λεκάνη της Μεσογείου, την Καλιφόρνια, τη Χιλή, τη Νότια Αφρική και τη Νοτιοδυτική και Νότια Αυστραλία. Είναι περιοχές όπου η καμπύλη του βαθμού θέρμανσης (σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος) έχει τη μεγαλύτερη ταύτιση με τη καμπύλη ακτινοβολίας του πλανήτη. Επίσης βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ξηρών περιοχών προς τον ισημερινό και των ψυχρών και υγρών περιοχών προς τους πόλους, καθώς επίσης και των υγρών και ύφυγρων περιοχών προς τα ανατολικά όπου οι θερμοκρασιακές διακυμάνσεις είναι μεγαλύτερες.
Ο κρίσιμος κλιματικός παράγοντας που επηρεάζει την εξάπλωση των μεσογειακών οικοσυστημάτων φαίνεται ότι είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Όταν οι μέσες κατώτερες θερμοκρασίες είναι μικρότερες του μηδενός τότε είναι δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι αείφυλλοι - σκληρόφυλλοι μεσογειακοί θάμνοι.
Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αποφασιστικά την εξάπλωση των αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών είναι και τα υδατικά αποθέματα κατά την καλοκαιρινή περίοδο και ιδιαίτερα το ύψος και η κατανομή των βροχοπτώσεων στις διάφορες εποχές. Ετήσιες βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 200 χιλιοστά λειτουργούν αποτρεπτικά για την ευδοκίμηση της μεσογειακής βλάστησης. Σε περιοχές όπου το διαθέσιμο για τα φυτά υδατικό δυναμικό χειροτερεύει, εξαιτίας απογύμνωσης από πυρκαγιές, υπερβόσκηση ή άλλες αιτίες, τότε αναπτύσσεται εκεί μια άλλη μορφή χαμηλότερης βλάστησης αποτελούμενη κυρίως από ημισφαιρικούς φυλλοβόλους ακανθώδεις θάμνους, που είναι γνωστή παγκοσμίως ως «φρύγανα». Τα φρύγανα προσαρμοζόμενα ακόμα και στα πλέον υποβαθμισμένα εδάφη είναι το τελευταίο σκαλί υποβάθμισης ενός δασικού οικοσυστήματος, αλλά ταυτόχρονα και αφετηρία για ανάκαμψη προς ανώτερες μορφές δάσους, αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες γι’ αυτό προϋποθέσεις (προστασία, καλλιεργητικοί χειρισμοί κ.ά.).
Η μεσογειακή βλάστηση
Οι περιοχές που έχουν μεσογειακό κλίμα, παρά το γεγονός ότι είναι απομακρυσμένες η μία από την άλλη, εντούτοις ανέπτυξαν έναν κοινό τύπο βλάστησης, με ιδιαίτερη μορφή και σύνθεση και προσαρμοσμένο στις ιδιόμορφες θερμικές, υδατικές, φυσικές και λοιπές συνθήκες της μεσογειακής ζώνης, καθώς και στις συχνές πυρκαγιές και τη συχνή επιβάρυνσή τους από την κτηνοτροφία. Στη χώρα μας, στις περιοχές αυτές, έχουν το άριστο της ανάπτυξής τους οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι που σχηματίζονται από είδη όπως η κουμαριά, ο σχίνος, το πουρνάρι, το φιλλύκι, η αριά, ο ασπάλαθος, η ξυλοκερατιά. Η ποώδης βλάστηση στις περιοχές αυτές ή απουσιάζει τελείως μην αντέχοντας την αλληλοπάθεια και τον ανταγωνισμό σε φως και νερό των θάμνων ή η παρουσία της είναι φτωχή περιοριζόμενη κυρίως στα κράσπεδα και τα διάκενα των δασοσκεπών εκτάσεων. Η παρουσία κωνοφόρων ειδών, όπως είναι η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia), η κουκουναριά (Pinus pinea) και άλλα είδη, συμπληρώνουν τη σύνθεση της μεσογειακής βλάστησης.
Ο ιδιόμορφος αυτός τύπος βλάστησης πήρε διαφορετικά ονόματα στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι ονομάζονται maquis στη Γαλλία, το Ισραήλ και την Ελλάδα, macchia στην Ιταλία, matorral στη Χιλή και την Ισπανία, chaparral στην Καλιφόρνια, renosterveld στη Νότια Αφρική και mallee στην Αυστραλία. Κοινό όμως επιστημονικό όνομα που χαρακτηρίζει διεθνώς τη μεσογειακή μορφή βλάστησης, είναι το όνομα “αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι”.
Το φαινόμενο της αειφυλλίας, η δημιουργία δερματωδών φύλλων, το κλείσιμο των στομάτων και η αναστολή της λειτουργίας κατά τις θερμές ώρες ξηρών εποχών, τα αγκάθια στον κορμό και τα φύλλα και η ύπαρξη δηλητηριωδών ουσιών που αποτρέπουν τη βόσκησή τους από κτηνοτροφικά και άγρια ζώα, είναι μερικοί από τους μηχανισμούς προσαρμογής που ανέπτυξαν τα είδη της μεσογειακής βλάστησης προκειμένου να επιβιώσουν στις οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στα μεσογειακά περιβάλλοντα.
Τα κυριότερα είδη της Μεσογειακής βλάστησης είναι αείφυλλα. Η αειφυλλία είναι μια προσαρμογή που εξυπηρετεί την εξοικονόμηση ύδατος στην αρχή της βλαστητικής περιόδου. Εκτιμάται ότι τα φυλλοβόλα είδη καταναλώνουν κατά την εποχή έκπτυσσης των φύλλων τους πενταπλάσια ποσότητα νερού από ότι τα κωνοφόρα.
Η ανάγκη εξοικονόμησης νερού δημιούργησε επίσης δύο μορφές φύλλων: τα βελονόμορφα ή λεπιόμορφα (πεύκα, ρείκια κ.λ.π.) με μικρή επιφάνεια και τα μεγάλης επιφάνειας δερματώδη φύλλα (κουμαριές, αγριελιές, σχίνα κ.λ.π.) τα οποία χάρη στην ύπαρξη στρωμάτων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα τους, μειώνουν την απώλεια ύδατος μέσω της εφυμενικής διαπνοής, δηλαδή της διαπνοή που γίνεται μέσω της επιδερμίδας των φύλλων (σκληροφυλλία).
Άλλος μηχανισμός εξοικονόμησης νερού κατά τις θερμές ώρες της ημέρας είναι και το κλείσιμο των στοματίων. Όταν τα μεσημέρια οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν πολύ υψηλά και η ένταση της διαπνοής αυξάνεται τότε, εφόσον τα εδαφικά αποθέματα νερού είναι χαμηλά, κλείνουν αυτόματα τα στόματα των φύλλων και έτσι το φυτό σταματά προσωρινά τη διαδικασία της αφομοίωσης. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχε μεν μεγαλύτερη αύξηση του φυτού, την οποία όμως θα ακολουθούσε ξήρανση, γιατί πολύ σύντομα θα είχαν εξαντληθεί τα υδατικά αποθέματα. Με τον τρόπο αυτόν κάθε φυτικό είδος συμβάλλει στην εξοικονόμηση υγρασίας και στην επιβίωση της φυτοκοινότητας ως συνόλου. Κατά συνέπεια είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από μια ενδεχόμενη εισαγωγή στις εν λόγω φυτοκοινότητες ειδών, που δεν διαθέτουν την ειδική αυτή προσαρμογή.
Για να μπορέσουν να ελέγξουν τα υδατικά αποθέματα του εδάφους, απέκτησαν ορισμένα από τα μεσογειακά είδη την ικανότητα να διαχέουν στο έδαφος ουσίες που είναι ανασταλτικές για τη φύτρωση των σπόρων ή την αύξηση του ριζικού συστήματος των φυταρίων (φαινόμενο αλληλοπάθειας). Με τον τρόπο αυτό η αναγέννηση από σπόρους μέσα σε δάση αείφυλλων πλατυφύλλων θάμνων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό συμβαίνει και με τους θάμνους και τα δένδρα που πολλαπλασιάζονται μόνο με σπόρους, όπως για παράδειγμα τα θερμόβια πεύκα (χαλέπιος και τραχεία), που αποτελούν βασικά στοιχεία της μεσογειακής βλάστησης. Εάν δηλαδή δεν υπάρξει μείωση της αλληλοπάθειας στο έδαφος, κινδυνεύουν τα είδη αυτά να εκτοπισθούν από μια περιοχή. Η φωτιά είναι ένα μέσο που διαθέτει η φύση για τον καθαρισμό του εδάφους, γεγονός που εξηγεί και την οικολογική σχέση μεταξύ δασικών πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων.
Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές
Όμως τα φυτά πρώτα από όλα έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, από την ίδια τη φωτιά, προκειμένου να επιτύχουν τη συνέχειά τους. Έτσι η μεσογειακή βλάστηση ανέπτυξε ειδικούς μηχανισμούς επιβίωσης από τις φλόγες των δασικών πυρκαγιών. Οι πρώτοι μελετητές αυτής της συμπεριφοράς έφθασαν (όχι αδικαιολόγητα) στο ακραίο συμπέρασμα ότι τα μεσογειακά είδη επιθυμούν τη φωτιά. Έτσι δόθηκε σ΄ αυτά η ονομασία “πυρόφιλα”. Η λέξη αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα από τη λέξη “πυρόφυτα“, για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις αλλά και να επισημανθεί το γεγονός ότι τα φυτά αυτά μπορούν να διεξέλθουν μιας δασικής πυρκαγιάς χάρη στους μηχανισμούς αντοχής που διαθέτουν απέναντι στη φωτιά, αλλά και της ταχύτατης φυσικής αναγέννησής τους μετά από αυτήν.
Τα πυρόφυτα είδη διακρίνονται σε παθητικά και σε ενεργητικά πυρόφυτα. Τα παθητικά πυρόφυτα εμφανίζουν απλά υψηλό βαθμό αντοχής στις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανισμών (μηχανικών, φυσικοχημικών κ.ά.), όπως είναι για παράδειγμα η φελλοφόρος δρυς με τον παχύ φλοιό που δύσκολα καίγεται και προστατεύει το κάμβιο από υπερθέρμανση, το αρμυρίκι και διάφορες δρύες που παρουσιάζουν χαμηλή ευπάθεια στη φωτιά, λόγω υψηλής περιεκτικότητας μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους, η κουκουναριά που με τη φυσική αποκλάδωση απομακρύνει τα κλαδιά της από το έδαφος και τις έρπουσες πυρκαγιές, καθώς και διάφορα γεώφυτα και φτέρες που φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.
Τα ενεργητικά πυρόφυτα είναι αυτά που ο μηχανισμός αναπαραγωγής τους ενεργοποιείται αμέσως μετά τη φωτιά. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη φυσική αναγέννηση της βλάστησης είτε μέσω της βλαστητικής οδού (ριζοβλάστηση και πρεμνοβλάστηση), όπως συμβαίνει στο πουρνάρι, στην κουμαριά, στο δεδρώδες ρείκι, στην άρκευθο και στους περισσότερους μεσογειακούς θάμνους, είτε μέσω των σπόρων που προστατεύονται (συνήθως μέσα στους κώνους ή μέσα στο έδαφος) κατά τη διάρκεια της φωτιάς, για να ελευθερωθούν αμέσως μετά και να οδηγήσουν στην αναγέννηση της καμένης έκτασης, όπως συμβαίνει με τα κωνοφόρα είδη της μεσογειακής βλάστησης, δηλαδή τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη καθώς και με τα λαδάνια.
Αξίζει εδώ να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο μηχανισμό αντίστασης και προσαρμογής των ειδών στις συνθήκες που διαμορφώνονται στις πυρόπληκτες περιοχές, σε ότι αφορά τους αείφυλλους θάμνους και τα κωνοφόρα είδη.
Προσαρμογή των θάμνων
Οι αείφυλλοι θάμνοι ανανεώνουν ένα μέρος των φύλλων τους ακόμη και το καλοκαίρι με αποτέλεσμα να διατηρείται συνεχώς ένα παχύ στρώμα καύσιμης ύλης πάνω στο έδαφος, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση και μετάδοση της φωτιάς. Στο φυλλόστρωμα αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί και η νεκρή βιομάζα των ετήσιων ποωδών φυτών που φυτρώνουν στα διάκενα και στα μονοπάτια του δάσους. Οι θάμνοι της μεσογειακής βλάστησης περιέχουν συνήθως αιθέρια έλαια και αρωματικές ουσίες κατά κανόνα εύφλεκτες. Τα θρεπτικά συστατικά των θάμνων αποθηκεύονται στο πλούσιο ριζικό σύστημα, ενώ κοιμώμενοι οφθαλμοί διατηρούνται ανενεργοί σε ολόκληρη τη ζωή του φυτού, λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, προστατευόμενοι από τη φωτιά. Η κουμαριά, το δενδρώδες ρείκι, η άρκευθος, το φιλλύκι και άλλοι θάμνοι παράγουν τους νέους βλαστούς από ένα «ρίζωμα» που βρίσκεται κάτω από το έδαφος και μοιάζει με ρόζο. Ο ρόζος αυτός σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει και οικονομικό ενδιαφέρον γιατί είναι υψηλής αντοχής (σκληρός) και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και την κατασκευή της πίπας των καπνιστών. Εάν ένα δάσος καεί τότε η ταχύτητα ανάπτυξης των πρεμνοβλαστημάτων τον πρώτο χρόνο μετά τη φωτιά είναι πολύ μεγάλη (διότι οι θάμνοι εκμεταλλεύονται τις ήδη υπάρχουσες αποθησαυριστικές ουσίες των ριζών τους). Με τον τρόπο αυτόν προστατεύεται ταυτόχρονα και το έδαφος από διαβρώσεις. Οι περισσότεροι θάμνοι έχουν επίσης την ικανότητα να ριζοβλαστάνουν ενεργοποιώντας κοιμώμενους οφθαλμούς των ριζών, που βρίσκονται πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, αμέσως μετά τη φωτιά. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, βλαστάνει από τις ρίζες αλλά και από τη βάση του κορμού.
Οι έρευνες έδειξαν ότι οι θάμνοι που «ενοχοποιούνται» για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, όπως η σουσούρα, πρεμνοβλαστάνουν με καθυστέρηση δύο ή τριών χρόνων μετά τη φωτιά, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο ριζοβλάστησης των φυταρίων της πεύκης και άλλων ειδών.
Προσαρμογή των πεύκων
Τα θερμόβια πεύκα και ιδιαίτερα η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, χαρακτηρίζονται ως ενεργητικά πυρόφυτα, γιατί αναγεννιόνται με τη διασπορά σπόρων που ελευθερώνονται από τους κώνους μετά από κάθε φωτιά. Η χαλέπιος πεύκη αρχίζει να σπερμοφορεί σε μικρή ηλικία και οι κώνοι της ωριμάζουν συνήθως τον τρίτο από την εμφάνισή τους χρόνο. Ένας αριθμός κώνων ανοίγει αμέσως μετά την ωρίμανση και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, ενώ άλλοι την επόμενη χρονιά ή και τη μεθεπόμενη. Μεγάλο μέρος όμως των κώνων παραμένει κλειστό στα κλαδιά με σπόρους ικανούς να βλαστήσουν ακόμα και για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χρόνων. Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ωρίμανσης και της διατήρησης πάνω στα δένδρα ώριμων σπόρων, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι κώνοι αυτοί δεν καταστρέφονται από πυρκαγιές μέτριας ή μικρής έντασης και διατηρούν μεγάλο μέρος της φυτρωτικής τους ικανότητας και μετά την πυρκαγιά. Όταν εκδηλωθεί πυρκαγιά, το σκληρό κέλυφος των κουκουναριών που προφυλάσσει τους σπόρους ανοίγει, υπό την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών και απελευθερώνει μόλις οι φλόγες σβήσουν, τους σπόρους προκαλώντας έτσι ένα είδος σποράς και φυσικής αναγέννησης των καμένων εκτάσεων.
Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα είδη της οικογένειας Cistaceae (λαδάνια). Αυτά αναπτύσσονται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς με ψηλό βαθμό κάλυψης και σε ζώνες όπου οι φωτιές είναι συχνές. Τα λαδάνια έχουν πολύ μικρούς σπόρους οι οποίοι εκτός από το ότι εισχωρούν βαθιά στο έδαφος και γλιτώνουν έτσι την καταστροφή, μπορούν επίσης να μεταφερθούν με τον άνεμο (λόγω του μικρού βάρους των), στην καμένη έκταση από γειτονικές περιοχές.
Χρήσιμο συμπέρασμα
Από την ιδιόμορφη αυτή οικολογική συμπεριφορά των ειδών της μεσογειακής βλάστησης προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα που πρέπει να έχει υπόψη του ο μεταπυρικός σχεδιαστής της αποκατάστασης των καμένων οικοσυστημάτων.
Τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης απέναντι στη φωτιά πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα ενδεχόμενο που στις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και τότε, δηλαδή στην περίπτωση αλλαγής του είδους, οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς είναι πολύ μεγαλύτερες και συχνά μη αναστρέψιμες.
Αντίθετα, οι πυρκαγιές στη μεσογειακή ζώνη αλλά και οι αναδασώσεις με είδη της μεσογειακής βλάστησης, δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, εκτός αν εξωγενείς παράγοντες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση κ.ά.) διαταράξουν τη φυσική πορεία των πραγμάτων ή η συχνότητα των πυρκαγιών στην ίδια περιοχή είναι τέτοια, που δε δίνει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των αυστηρών φυσικών κύκλων και διεργασιών που προσδιόρισε η φύση για τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα.
Οι πραγματικοί κίνδυνοι από τις δασικές πυρκαγιές
Παρά την οικολογική διάσταση και τη σημασία των δασικών πυρκαγιών, οι συνέπειές τους, όταν αυτές αποκτούν μεγάλες διαστάσεις, επαναλαμβάνονται συχνά και συνδυάζονται με λανθασμένους μεταπυρικούς χειρισμούς είναι καταστροφικές, τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες κοινωνίες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο χώρο των πυρόπληκτων δασών.
Σε μια τέτοια περίπτωση εμφανίζεται μια διαδοχική υποβάθμιση, η οποία από ένα σημείο και μετά καθίσταται μη αναστρέψιμη:
- Καταστροφή της βλάστησης -> διάσπαση δασικών σχηματισμών -> απώλεια ειδών και μείωση βιοποικιλότητας -> διατάραξη του κύκλου ζωής της άγριας πανίδας -> υποβάθμιση και οπισθοδρόμηση των δασικών οικοσυστημάτων ->ερημοποίηση.
- Καταστροφή του προστατευτικού μανδύα -> έλλειψη προστασίας και διάβρωση εδαφών -> απώλεια παραγωγικού εδάφους, διατάραξη του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων και μείωση της γονιμότητας -> διατάραξη του υδρολογικού κύκλου, λειψυδρία και πλημμυρικά φαινόμενα -> πρόκληση ζημιών σε έργα πολιτισμού και απώλεια ανθρώπινων ζωών -> κόστος αποκατάστασης και αναδημιουργίας του δάσους.
- Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα -> επιβάρυνση της ατμόσφαιρας -> επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου -> αλλαγές στο κλιματικό περιβάλλον.
- Υποβάθμιση δασικών λειτουργιών -> μείωση της προσφοράς του δάσους προς τον άνθρωπο.
Προβλήματα αειφορικής διαχείρισης των δασών προκαλούνται επίσης, λόγω ακριβώς της ακανόνιστης και συνήθως μη προβλέψιμης εμφάνισης των δασικών πυρκαγιών, τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα αυτά μεταφράζονται τελικά και σε οικονομικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στις πραγματοποιούμενες ήδη δαπάνες για την πρόληψη και την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, διαμορφώνει μια σοβαρή πηγή εξόδων για τις δασικές εκμεταλλεύσεις και τη δασοπονία γενικότερα.
Ο κύκλος των επιπτώσεων και των απωλειών δεν σταματάει στο χώρο όπου εκδηλώνεται η φωτιά, αλλά επεκτείνεται και πέραν αυτού, δεδομένου του ρυθμιστικού ρόλου του δάσους στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι πλημμύρες στις γεωργικές και κατοικημένες εκτάσεις που βρίσκονται σε χαμηλότερα σημεία των περιοχών που καίγονται, η μείωση των αποθεμάτων νερού και η λειψυδρία είναι μερικές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις της αύξησης των δασικών πυρκαγιών στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και περιουσιών που συνοδεύουν συχνά μεγάλες δασικές πυρκαγιές.
Αίτια των δασικών πυρκαγιών
Οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρή ατμόσφαιρα και οι δυνατοί άνεμοι του θέρους είναι οι βασικές γενεσιουργές αιτίες για την εκδήλωση και τη μετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Προϋπόθεση βεβαίως για την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς είναι η ύπαρξη βιομάζας, ικανής (σε ποιότητα, ποσότητα και διάταξη στο χώρο) να αποτελέσει καύσιμη ύλη για την πυρκαγιά.
Η βιομάζα των δασών, παρά το γεγονός ότι είναι οργανική ουσία, εντούτοις δεν αποτελεί στο σύνολό της καύσιμο υλικό για μια δασική πυρκαγιά. Το υλικό που καίγεται είναι κυρίως τα φύλλα, οι βελόνες και τα λεπτά μέρη κλάδων των θάμνων και των δένδρων, καθώς και τα χόρτα και φρύγανα που υπάρχουν στον υπόροφο ή στα διάκενα των δασών.
Συνεπώς, η εκδήλωση και η εξέλιξη μιας πυρκαγιάς, εξαρτώνται άμεσα από την ποσότητα της καύσιμης ύλης που διατηρεί ένας δασικός σχηματισμός, καθώς και από την κατάσταση στην οποία αυτή βρίσκεται, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την περιεχόμενη υγρασία και τη διάταξή της στο χώρο. Όταν, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα νεκρής και ξηρής βιομάζας φύλλων και λεπτών κλάδων σε ένα δασικό σχηματισμό και η βιομάζα αυτή παρουσιάζει μια συνέχεια στο χώρο, τότε είναι προφανές ότι ο δασικός αυτός σχηματισμός είναι επιρρεπής στη φωτιά και ο κίνδυνος πυρκαγιάς πολύ μεγάλος.
Όλα αυτά επισημαίνουν μια κατάσταση στην οποία πρέπει να δίνεται η πρέπουσα προσοχή κατά τον αντιπυρικό σχεδιασμό, ότι δηλαδή η αντοχή και αντίσταση ενός δάσους απέναντι στη φωτιά δεν εξαρτάται μόνο από το δασικό είδος, αλλά και από τις δομές που αυτό σχηματίζει και προπάντων από το χειρισμό στον οποίο υποβάλλεται κατά την καλλιέργεια και εν γένει τη διαχείρισή του.
Αν στα στοιχεία αυτά (κλίμα και καύσιμη ύλη), που αποτελούν και το «υπόστρωμα» μιας δασικής πυρκαγιάς, προστεθούν και παράγοντες όπως είναι το ανάγλυφο μιας περιοχής, η καθ’ ύψος ζώνωση της βλάστησης και τέλος ο άνθρωπος, τότε συμπληρώνεται το πλέγμα παραγόντων που επηρεάζει καθοριστικά τόσο το βαθμό κινδύνου και τη συμπεριφορά μιας δασικής πυρκαγιάς όσο και η ικανότητα αντίστασης του δάσους απέναντι στις φλόγες.
Αν εξετάσει κανείς τις αιτίες στις οποίες αποδίδεται μέχρι σήμερα η πρόκληση των δασικών πυρκαγιών θα διαπιστώσει ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε να χαρακτηρίζονται οι δασικές πυρκαγιές αντί για φυσικά, ως ανθρωπογενή πλέον φαινόμενα. Ο ρόλος του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών σύμφωνα με τις οποίες: το 18 % των πυρκαγιών αποδίδεται σε εκούσιους εμπρησμούς, το 24% σε καύση βοσκοτόπων και αγρών, το 56 % σε άλλες αιτίες μεταξύ των οποίων η αμέλεια και μόλις το 2% σε φυσικές αιτίες (κεραυνοί, αυτοανάφλεξη κ.ά.).
Ο ρόλος αυτός του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών δεν είναι τυχαίος αλλά οφείλεται σε συγκεκριμένες αιτίες που έχουν να κάνουν κυρίως με κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι το δημογραφικό πρόβλημα και η αστυφιλία, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και η υπερμεγένθυση των μεγάλων αστικών κέντρων, η έλλειψη υποδομών κτηματολογίου και χαρτογράφησης των δασών και τέλος η αδυναμία της κρατικής διοίκησης για έναν αποτελεσματικό έλεγχο και διαχείριση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών.
Ένας φαύλος κύκλος γεγονότων εκτυλίσσεται εξαιτίας των κοινωνικών αυτών δεδομένων που οδηγεί τελικά στη μεγέθυνση του προβλήματος και των συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η συγκέντρωση πληθυσμών στις μεγαλουπόλεις οδηγεί σε συσσώρευση καύσιμης ύλης στα δάση που χρησιμοποιούσε πριν ο ορεινός κάτοικος για τις ατομικές του ανάγκες και κατ΄ επέκταση σε αύξηση του κινδύνου καταστροφικών πυρκαγιών. Ταυτόχρονα, μειώνεται η παρουσία των ανθρώπων που φυσικά και θεσμικά ήταν φύλακες των δασών και δασοπυροσβέστες (υλοτόμοι, δασεργάτες, δασικοί υπάλληλοι) και αυξάνεται η παρουσία των ευκαιριακών επισκεπτών για δασική αναψυχή και άλλες αιτίες, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους πυρκαγιάς από αμέλεια. Επιδεινώνονται από την άλλη πλευρά τα περιβαλλοντικά προβλήματα στα αστικά κέντρα, προκαλώντας έτσι πίεση στα περιαστικά δάση και έξαρση των φαινομένων οικοπεδοποίησης, παράνομης δόμησης, εκχερσώσεων και καταλήψεων μετά από κάθε δασική πυρκαγιά, με την ανοχή ή την αδυναμία της πολιτείας, τόσο λόγω των ελλείψεων σε κατάλληλα θεσμικά μέσα και εργαλεία, όσο και λόγω των ελλείψεων σε μηχανισμούς φύλαξης και προστασίας των δασών.
Η ελλιπής τέλος παιδεία και ευαισθητοποίηση σε θέματα περιβάλλοντος αλλά και η υστέρηση που υπάρχει στην ενημέρωση της κοινωνίας σε θέματα δασικών πυρκαγιών και των σχέσεών τους με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα συμπληρώνουν το «παζλ» των προβλημάτων που η σωστή αντιμετώπισή τους από την πολιτεία αλλά και από τον καθένα μας χωριστά θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των καταστροφικών συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Το παρόν σύγγραμμα κινείται ακριβώς προς την κατεύθυνση ενημέρωσης όλων των εμπλεκομένων στις δασικές πυρκαγιές, προβάλλοντας τη σύγχρονη οικολογική αντίληψη και τη γνώση γύρω από τα θέματα των δασικών πυρκαγιών και του ορθολογικού τρόπου της μεταπυρικής διαχείρισης των καμένων δασών.
2. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των καιγόμενων δασών στην Ελλάδα
Μετά από κάθε δασική πυρκαγιά ακολουθούν εκ μέρους των Δασικών Υπηρεσιών ενέργειες που έχουν ως στόχο, αφενός μεν την προστασία του οικοσυστήματος από τον κίνδυνο μεγαλύτερης υποβάθμισης και καταστροφής, και αφετέρου την ανόρθωση του καμένου δάσους, δηλαδή την υποβοήθησή του ώστε να επανέλθει στην προηγούμενη δομή και κατάστασή του.
Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν λήψη σειράς θεσμικών μέτρων όπως είναι η κήρυξη της περιοχής που κάηκε ως αναδασωτέας και η εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των εδαφών απέναντι στον κίνδυνο διάβρωσης, συγκράτησης προϊόντων ενδεχόμενης διάβρωσης, αναδασώσεις, φύλαξη της περιοχής κ.λ.π.
Η κήρυξη μιας δασικής έκτασης ως αναδασωτέας οδηγεί σε δεσμεύσεις και ενέργειες που στοχεύουν στη διατήρηση του προϋπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής, την αποφυγή αλλαγής χρήσης του δάσους, την προώθηση ενεργειών αναδάσωσης της καμένης έκτασης και την προστασία της από ενέργειες καταπατήσεων, οικοπεδοποίησης, βόσκησης και γενικά ενεργειών που μπορούν να βλάψουν την ομαλή ανόρθωση του διαταραχθέντος οικοσυστήματος.
Η ενέργεια αυτή συνδέεται συχνά και με προβλήματα εφαρμογής που έχουν να κάνουν με τις εκκρεμότητες που υπάρχουν στο ιδιοκτησιακό κυρίως καθεστώς των δασικών εκτάσεων, αλλά και στις ελλείψεις των δασικών υπηρεσιών σε έργα υποδομής, όπως είναι το δασικό κτηματολόγιο, το δασολόγιο και άλλα.
Με την καταστροφή της βλάστησης το έδαφος εκτίθεται μετά την πυρκαγιά στη δράση της βροχής και των άλλων καιρικών συνθηκών (άνεμος, θερμοκρασίες κ.λ.π.). Άμεση είναι η απειλή της έκπλυσης των θρεπτικών συστατικών και η διάβρωση των εδαφών. Εάν συμβεί αυτό, μείωση της παραγωγικότητας και μη αναστρέψιμη απώλεια ενός φυσικού πόρου που η παρουσία του είναι προϋπόθεση για την ανόρθωση και την παραπέρα λειτουργία του οικοσυστήματος. Μπορεί να επισημανθεί εδώ ότι η απώλεια μικρού βάθους εδάφους από διάβρωση που λαμβάνει χώρα σε λίγα λεπτά της ώρας, μπορεί να αναπληρωθεί με φυσικές διεργασίες εδαφογένεσης μόνο μετά παρέλευση πολλών χιλιάδων ετών.
Για την προστασία και σταθεροποίηση των εδαφών μετά την πυρκαγιά λαμβάνεται συνήθως μια σειρά από συνδυασμένα μέτρα όπως είναι η σπορά ή η φύτευση δενδρυλλίων, η επεξεργασία του εδάφους και η τοποθέτηση κατάλληλων κορμοσειρών, καθώς και η κατασκευή μικρών ή και μεγάλων φραγμάτων για τη συγκράτηση των στερεών υλικών που παρασύρονται από το νερό της βροχής.
Έκτός από τη θετική επίδραση των έργων αυτών στην προστασία και ανόρθωση ενός διαταραγμένου δασικού οικοσυστήματος προκύπτουν συχνά και αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν παρατηρούνται υπερβολές, οι οποίες εκτός των άλλων οδηγούν και σε υψηλές δαπάνες και αναίτια διατάραξη των εδαφικών συνθηκών, συχνά δε και σε καθυστέρηση στην ανάκαμψη του δάσους και άλλοτε σε αυξημένους κινδύνους νέας φωτιάς εξαιτίας συσσώρευσης ξηρής βιομάζας στην ήδη καμένη έκταση.
Επιβάλλεται επίσης η απαγόρευση της βόσκησης στην καμένη έκταση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο εξαιτίας της αύξησης του κινδύνου διάβρωσης που προκαλούν τα κτηνοτροφικά ζώα, όσο και της άμεσης απειλής καταστροφής της βλάστησης που δημιουργείται με τη φυσική ή την τεχνητή αναδάσωση της καμένης έκτασης. Το μέτρο του περιορισμού της βοσκής αποτελεί βασική λύση του προβλήματος προστασίας και ανόρθωσης των καιγόμενων δασών στη χώρα μας. Εκτιμάται ότι η καταστροφή ή απλά η υποβάθμιση από ανώτερες (υψηλά δάση) σε κατώτερες δομές εξέλιξης (θάμνοι, φρύγανα) πολλών δασών της μεσογειακής ζώνης, δεν οφείλεται αποκλειστικά στη φωτιά, αλλά κυρίως στις εκχερσώσεις για γεωργικούς σκοπούς και στην ανεξέλικτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων στις καμένες εκτάσεις, κάτι που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, παρά τις ρυθμίσεις και απαγορεύσεις της κτηνοτροφίας.
Όλα τα παραπάνω μέτρα συμβάλλουν στην ανόρθωση ενός δασικού οικοσυστήματος που διαταράχθηκε από μια δασική πυρκαγιά. Κορυφαία όμως δράση αποτελεί η αναδάσωση και εν συνεχεία, κατά τα πρώτα έτη μετά από αυτήν, η καλλιέργεια του νεοδημιουργούμενου δάσους.
Μια σειρά ερωτηματικά ή ζητήματα, όπως είναι η επιλογή της μεθόδου (φυσική ή τεχνητή αναδάσωση), η άμεση ή μετά περίοδο αναμονής επέμβαση, η επιλογή των κατάλληλων ειδών, η τεχνική της σποράς ή φύτευσης, η διαθεσιμότητα των κατάλληλων ειδών απασχολούν κάθε φορά τους υπεύθυνους για τις αναδασώσεις δασολόγους και από τη ορθότητα των επιλογών τους εξαρτάται και ο βαθμός επιτυχίας μιας αναδάσωσης.
Είναι γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη για “σωτηρία” και άμεση αναδημιουργία ενός καμένου δάσους, ιδιαίτερα όταν αφορά τα περιαστικά δάση, προβαίνει σε ταχύτατες παρεμβάσεις στα καμένα δάση. Η λογική του επείγοντος, δηλαδή της άμεσης παρέμβασης, αφαιρεί τη νηφάλια και ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος, όπου μπορούν να εξεταστούν διεξοδικότερα τα συν και τα πλην κάθε απόφασης. Αντίστροφα, τα δάση που καίγονται και βρίσκονται μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα συχνά “εγκαταλλείπονται” αφήνοντας το έργο της αναδάσωσης αποκλειστικά και μόνο στη φύση.
Η αντικατάσταση των αυτοχθόνων δασικών ειδών της μεσογειακής ζώνης, όπου αυτή εφαρμόσθηκε με στόχο την αύξηση της αντίστασης του νεοδημιουργούμενου δάσους απέναντι στη φωτιά με λιγότερο εύφλεκτα είδη, με είδη δηλαδή άλλων ζωνών που δεν διαθέτουν τις οικολογικές προσαρμογές των ειδών της μεσογειακής ζώνης είναι ένα ενδεχόμενο (για τα περιαστικά δάση), το οποίο όμως οδηγεί με τρόπο βέβαιο σε αποτυχίες και συνδέεται συχνά με σοβαρές περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των κατάλληλων για αναδασώσεις φυτών, πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος που χρηματοδότησε την παρούσα μελέτη, έδειξε ότι :
Οι Δασικές Υπηρεσίες δείχνουν προτίμηση στα Ελληνικά δασικά είδη. Το 87% των παραγόμενων φυταρίων αποτελούνται από είδη της Ελληνικής χλωρίδας ή έχουν προσαρμοσθεί άριστα σε αυτήν και φέρονται ως αυτόχθονα είδη. Η παραγωγή των ξενικών ειδών περιορίζεται συνήθως σε δένδρα και θάμνους που χρησιμοποιούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς (κήπους, αστικά άλση κλπ.) και σε αισθητικές αναδασώσεις, κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, των αντιπυρικών λωρίδων και αλλού.
Όμως η αναλογία μεταξύ μεσογειακών και μη μεσογειακών ειδών που παράγουν τα κρατικά φυτώρια είναι 25% προς 75%. Υπάρχει, δηλαδή, ένα σημαντικό έλλειμμα σε διαθέσιμα φυτώρια για αναδασώσεις στις πυρόπληκτες περιοχές. Ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι οι δυνατότητες να φυτευθούν σχίνα και αγριελιές, βασικά είδη της ζώνης της ελιάς και χαρουπιάς (Oleo-lentiscetunm), έφθανε το χειμώνα του 1998, μόλις τα 7,5 στρέμματα για το πρώτο και 351 στρέμματα για το δεύτερο είδος.
Όλα τα παραπάνω επισημαίνουν, από τη μια πλευρά, το γεγονός ότι ο χειρισμός μεταπυρικών καταστάσεων είναι μια πολύ σοβαρή και σχετικά δύσκολη υπόθεση που δεν αφορά μόνο τις εκτάσεις που καίγονται κάθε καλοκαίρι αλλά το φυσικό περιβάλλον στο σύνολό του και υποδεικνύουν, από την άλλη, ότι η παρέμβαση μετά από μια σοβαρή πυρκαγιά σε ένα μεσογειακό οικοσύστημα δεν μπορεί να γίνεται αβασάνιστα, ούτε να υλοποιείται κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης και της επιτακτικότητας για λήψη κάποιων αποφάσεων. Είναι ανάγκη, δηλαδή, να υπάρχει πάντα πρόβλεψη, από τις δασικές υπηρεσίες, για αποθέματα αναδασωτικού υλικού στα κρατικά φυτώρια και οι παρεμβάσεις που θα αποφασίζονται να διέπονται και να καθοδηγούνται από βασικές οικολογικές αρχές, με σημαντικότερη αυτή:
“της μικρότερης δυνατής διαταραχής του οικοσυστήματος και της ανάγκης δημιουργίας πολυσύνθετων οικολογικά ορθών και ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων “.
Είναι ανάγκη επίσης να καθορισθεί μια σαφής εθνική πολιτική για τα θέματα των αναδασώσεων, ιδιαίτερα των πυρόπληκτων περιοχών, ώστε η όλη προσπάθεια να μην κινείται κάθε φορά στο επίπεδο του αυτοσχεδιασμού και των πειραματισμών, αλλά να υπάρχουν σχέδια αποκατάστασης για κάθε πυρόπληκτη περιοχή, έτοιμα πριν ακόμα ενσκύψει η λαίλαπα της φωτιάς, ώστε να υπάρχει επαρκής ετοιμότητα, νηφάλιος και σωστός προγραμματισμός επέμβασης μετά τη φωτιά. Είναι αναγκαία επίσης η αυξημένη μέριμνα της κεντρικής εξουσίας ώστε να υπάρξει ένα ασφαλές και αποτελεσματικό θεσμικό - νομοθετικό πλαίσιο, επαρκής επιστημονική έρευνα και ενημέρωση πάνω στα ζητήματα των πυρκαγιών των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, αλλά και αποτελεσματικοί θεσμοί διοίκησης, προστασίας και διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων εν γένει.
Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος ΙΙ)
Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος IΙ)
Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)
3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας.
Τα φυτά, προκειμένου να πετύχουν τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας και των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, δημιουργούν σε κάθε περιοχή αυστηρά προκαθορισμένες κοινωνίες, η σύνθεση των οποίων εξαρτάται από τα γενετικά αποθέματα και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι κοινωνίες αυτές ονομάζονται φυτοκοινότητες ή φυτοκοινωνίες.
Οι φυτοκοινωνίες, εξαρτώμενες από τις εδαφικές και προπάντων από τις κλιματικές συνθήκες, διακρίνονται χωρικά και σχηματίζουν ζώνες βλάστησης, οι οποίες μεταβάλλονται φυσιογνωμικά όσο μεταβαίνουμε από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Αυτό υποδηλώνει αλλά και ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι, κατά τη λήψη των αποφάσεων επιλογής ειδών κατά τη διενέργεια αναδασώσεων, πρώτιστο καθήκον είναι η γνώση του αυξητικού χώρου στον οποίο ανήκει η προς αναδάσωση περιοχή. Έτσι εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει για το αν ένα είδος που προτείνεται για αναδάσωση μπορεί ή όχι να επιβιώσει στο συγκεκριμένο χώρο.
Πέντε ζώνες βλάστησης κυριαρχούν στον Ελλαδικό χώρο (εικόνα 2):
- Η ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quecetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή).
- Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή).
- Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική).
- Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia), (ορεινή - υπαλπική) και
- Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia).
Η ζώνη αυτή είναι η θερμότερη και ξηρότερη ζώνη της πατρίδας μας. Είναι γνωστή ως Quercetalia ilicis ή ζώνη της αριάς, διότι τα όρια της συμπίπτουν με την εξάπλωση της αριάς (Quercus ilex). Σ΄ αυτήν εκδηλώνονται οι περισσότερες πυρκαγιές. Είναι η ζώνη των φρυγάνων και των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς την παρουσία θερμόβιων πεύκων. Εμφανίζεται σε μια σχεδόν συνεχή λωρίδα, που διακόπτεται τοπικά από γεωργικές και οικιστικές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δυτικής, Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ελλάδας, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, καθώς και στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ζώνη αυτή υποδιαιρείται οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά σε δυο υποζώνες: Την υποζώνη της αγριελιάς και της χαρουπιάς (Oleo-ceratonion) και την υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis).
Η πρώτη εμφανίζεται στις ακτές της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας καθώς και σε μικρές νησίδες της Νότιας Χαλκιδικής. Με τη σειρά της η υποζώνη αυτή διαιρείται σε δύο αυξητικούς χώρους ή φυτοκοινωνικές ενώσεις, την Oleo-ceratonietum και την Oleo-lentiscetum.
Η Oleo-ceratonietum αποτελεί γεωγραφικά τη χαμηλότερη περιοχή της Νότιας Ελλάδας και κλιματικά το θερμότερο αυξητικό της χώρο. Εμφανίζεται στις χαμηλότερες περιοχές των νησιών του Αιγαίου, στη Νότια και Ανατολική Πελοπόννησο και στην Αττική. Αποτελεί μια από τις πλέον διαταραγμένες ζώνες εξαιτίας της έντονης παρουσίας του ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε τη ένωση αυτή και ως αυξητικό χώρο των φρυγάνων, αφού σε πολλές περιοχές, κυρίως νησιώτικες, κυριαρχούντα είδη είναι οι ακανθώδεις ημίθαμνοι, όπως αστοιβίδα (Poterium spinosum), γενίστα (Genista acanthoclada), γαλατσίδες (Euphorbia acanthothamnos), θυμάρι (Corydothymus capitatus), φασκόμηλο (Salvia sp.), φλόμος (Phlomis fruticosa), σπαράγγι (Asparagus aphyllus), αλογοθύμαρο (Anthyllis hermaniae), κ.λ.π.. Εμφανίζονται επίσης πολλά από τα αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη της ζώνης της αριάς, όπως η ξυλοκερατιά (Ceratonia siliqua), η αγριελιά (Olea europea), o σχίνος (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus sp.), τα ρείκια (Erica sp.) κ.λ.π.
Επειδή η εμφάνιση των φρυγάνων είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης που προκάλεσε η ανθρώπινη παρουσία (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές), για το λόγο αυτό μπορούν στις περιοχές αυτές να εφαρμοστούν αναδασωτικά προγράμματα πλήρους αναβάθμισης με τον εμπλουτισμό της υπάρχουσας βλάστησης με θερμόβιους αείφυλλους θάμνους και θερμόβια δένδρα. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένα είδη όπως τα ρείκια (Erica sp.), οι κουμαριές (Arbutus sp.), τα σχίνα (Pistacia sp.), τα πουρνάρια (Quercus coccifera) και οι αγριελιές (Olea europea), καθώς και δενδρώδη είδη όπως η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και τα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens) μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμα οικοσυστήματα.
Ο αυξητικός χώρος της Oleo-lentiscetum εμφανίζεται στη μεν νότια και νησιωτική Ελλάδα πάνω από την προηγούμενη ένωση, ενώ βόρεια ξεκινά από το επίπεδο της θάλασσας. Καλύπτει δε μεγάλο μέρος των ανατολικών παραλιακών θέσεων, από τη Χαλκιδική μέχρι και την Πελοπόννησο, με μικρές διακοπές κυρίως στην Όσσα και τον Όλυμπο. Από τη ζώνη αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται θαυμάσια οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, με υπόροφο από περισσότερο ξηρόβιους, αείφυλλους και σκληρόφυλλους θάμνους (αγριελιά, σχίνο, ρείκια, πουρνάρια, φυλίκια) ή λιγότερο ξηρόβιους όπως η μυρτιά και η δάφνη. Στις καλύτερες θέσεις εμφανίζονται ημιαναρριχόμενα είδη, όπως Lonicera sp., Rubia peregrina, Smilax aspera, Clematis vitalba κ.λ.π. Οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι εμφανίζουν εδώ την πιο καλή προσαρμογή στις επικρατούσες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των αναδασώσεων (για τον εμπλουτισμό των οικοσυστημάτων).
Η υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis) εμφανίζεται στη Βόρεια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, καταλαμβάνοντας τις δροσερότερες και υγρότερες ακτές της Δυτικής Ελλάδας, τις ανατολικές παρυφές του Πηλίου, της Όσσας και του Ολύμπου, τη λοφώδη Χαλκιδική και τις ακτές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στις περιοχές που η εμφάνισή της δεν ξεκινά από τη θάλασσα, αναπτύσσεται αμέσως υψηλότερα από τον αυξητικό χώρο του Oleo-lentiscetum.
Τα οικοσυστήματα που αναπτύσσονται στην υποζώνη αυτή είναι κυρίως αυτά των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς θερμόβια πεύκα. Στα πλέον αβαθή, φτωχά και όξινα εδάφη απαντώνται φυτοκοινωνίες των ειδών της οικογένειας Ericaceae (Erica manipuliflora, Arbutus unedo) και τα λαδάνια (Cistus sp.). Συχνά εμφανίζονται και πεύκα (χαλέπιος ή τραχεία) τα οποία όμως είναι κακόμορφα, πολύ αραιά και το ύψος τους σπάνια ξεπερνά τα 10 μ. Όπου τα εδάφη είναι καλύτερα εκεί εισχωρεί και η Erica arborea, ενώ τα πεύκα σχηματίζουν εδώ κλειστούς σχηματισμούς και αποκτούν μεγαλύτερο ύψος (μέχρι και τα 15 μ). Αντίθετα, στις πολύ καλές θέσεις με βαθιά, γόνιμα και αυξημένης υγρασίας εδάφη εμφανίζονται όλοι σχεδόν οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι της Oleo-lentiscetum και επί πλέον τα σπάρτα (Spartium junceum), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), η αριά (Quercus ilex), καθώς και φυλλοβόλα της ανώτερης βλαστητικής ζώνης όπως ο φράξος (Fraxinus ornus), η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και άλλα. Τα θερμόβια πεύκα εμφανίζουν στις περιοχές αυτές το άριστο της ανάπτυξής τους, αποκτώντας ύψος που ξεπερνάει τα 20 μέτρα και σχηματίζουν κλειστές συστάδες. Ανατολικά από τη νοητή γραμμή Δυτικής Θάσου και Δυτικής Κρήτης αναπτύσσεται η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και δυτικά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Στη νότια ηπειρωτική και νησιώτικη χώρα η πεύκη δημιουργεί μικτές συστάδες με το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens). Σε μια μεγάλη ζώνη της Δυτικής Πελοποννήσου και σε περιορισμένες θέσεις της Αττικής, της Σκιάθου και της Σιθωνίας, σε περιοχές με διαθέσιμο υπόγειο νερό εμφανίζονται πυρήνες με αμιγή δάση κουκουναριάς (Pinus pinea). Γύρω από τους πυρήνες αυτούς δημιουργούνται μικτά δάση κουκουναριάς και χαλεπίου πεύκης, με την κουκουναριά μειούμενη όσο μεγαλώνει η απόσταση. Σε κάθε περίπτωση εισαγωγής, μέσα στα όρια της ζώνης αυτής η κουκουναριά επέδειξε πολύ καλή προσαρμογή, αρκεί να υπήρχε υψηλή στάθμη υπόγειου νερού και πρέπει να προτιμάται λόγω και της παθητικής αντοχής που δείχνει στις πυρκαγιές όταν τα δένδρα της έχουν σχετικά μεγάλη ηλικία.
Οι αυξητικοί χώροι που διακρίνονται σε αυτή την υποζώνη είναι: Adrachno-Quercetum ilicis, Orno-Quercetum ilicis, Lauro-Quercetum ilicis. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ζωνών οφείλονται κυρίως στις τοπικές εδαφικές συνθήκες (βάθος εδάφους, υγρασία, οξύτητα κ.λ.π.) και όχι σε κλιματικές.
Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης.
Όσο ανέρχεται κανείς στα όρη ή εισχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, εγκαταλλείπει βαθμιαία τη μεσογειακή βλάστηση και συναντά είτε μία ιδιόρρυθμη μεταβατική ζώνη που μοιάζει φυσιογνωμικά με εκείνη των αείφυλλων- πλατύφυλλων (Quercetalia ilicis), που διαφέρει όμως από την τελευταία οικολογικά και χλωριδικά, είτε τη ζώνη των ξηρόφιλων φυλλοβόλων πλατύφυλλων και κυρίως των δρυοδασών. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως Quercetalia pubescentis εξαιτίας της κυριαρχίας της χνοώδους δρυός (Quercus pubescens). Οι φωτιές στα χαμηλότερα σημεία της ζώνης αυτής, αν και δεν είναι σπάνιες είναι σαφώς λιγότερες από ότι στην υποκείμενη ευμεσογειακή ζώνη. Στις υψηλότερες περιοχές της ζώνης όπου διαμορφώνεται η υποζώνη της πλατύφυλλης δρυός, οι φωτιές είναι πολύ σπάνιες, αφού η αύξηση της υγρασίας και των υγρόφιλων ειδών δεν ευνοούν την εκδήλωση και τη διάδοσή τους. Πρόκειται συνήθως για πυρκαγιές που ξεκινούν από τη ζώνη των αείφυλλων και εφόσον δεν ελεγχθούν έγκαιρα εξαπλώνονται στα φυλλοβόλα δρυοδάση.
Τα όρια μεταξύ της ευμεσογειακής και της παραμεσογειακής ζώνης είναι ασαφή στη νότια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Την ασάφεια προκαλεί η εξάπλωση του πουρναριού (Quercus coccifera) και στις δύο ζώνες, εξαιτίας της μεγάλης του αντοχής στη βόσκηση και τις πυρκαγιές. Εκτός από το πουρνάρι, στη ζώνη αυτή εμφανίζονται και άλλα θερμόφιλα είδη της ευμεσογειακής ζώνης, όπως είναι ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αγριελιά (Olea oleaster), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), το κρητικό λαδάνι (Cistus creticus) και άλλα.
Το κλίμα εδώ γίνεται βαθμιαία ηπειρωτικότερο. Οι χειμώνες είναι ψυχρότεροι, οι βροχοπτώσεις αυξάνονται και η ξηρή περίοδος χρονικά περιορίζεται. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από 0ο C και οι χιονοπτώσεις διαρκούν από μερικές εβδομάδες μέχρι και πάνω από δύο μήνες. Και αυτή η ζώνη διαιρείται φυσιογνωμικά, οικολογικά και χλωριδικά σε δύο υποζώνες: στο Ostryo-Carpinion και το Quercion confertae (frainetto)-cerris, ενώ στη Νότια Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα) ίσως είναι σκόπιμη η διάκριση και μιας τρίτης υποζώνης, αυτής του Quercion cocciferae.
Η διάκριση μεταξύ της μεσογειακής και της υπομεσογειακής (Ostryo-Carpinion) ζώνης βλάστησης στην Κ. και Β. Ελλάδα είναι αρκετά σαφής και εύκολη. Όμως στη Ν. Ελλάδα και στην Κρήτη τα όρια είναι ασαφή επειδή η Quercus coccifera εμφανίζεται και στο Oleo-ceratonion δημιουργώντας έτσι έναν ξεχωριστό αυξητικό χώρο (ένωση) του Cocciferetum mixtum. Εδώ εμφανίζεται μια σειρά ενώσεων (αυξητικών χώρων) όπως το Quercetum cocciferae ή Cocciferetum, το Coccifero-Carpinetum και το Carpinetum orientalis.
Ο αυξητικός χώρος του Quercetum cocciferae ή Cocciferetum εμφανίζεται κυρίως στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Η εξάπλωση του ευνοείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις συχνές πυρκαγιές και είναι προϊόν υποβάθμισης προϋπαρχόντων βλαστητικών μορφών. Πολλές φορές ξεπερνά το υψόμετρο των 1000 μ. αποτελώντας τον υπόροφο της μαύρης πεύκης (Pinus nigra) και της κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica). Η φύση της βλάστησης ευνοεί εδώ τη διάδοση της πυρκαγιάς.
Το Coccifero-carpinetum καταλαμβάνει σημαντικές περιοχές κύρια στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας. Πρόκειται για σύμπυκνες θαμνοσκεπείς εκτάσεις που μοιάζουν φυσιογνωμικά με αυτές των αειφύλλων σκληροφύλλων ειδών, γι’ αυτό και θεωρούνται ως ψευδοσκληρόφυλλη βλάστηση (ψευδομακί). Κυρίαρχα είδη του αυξητικού αυτού χώρου είναι ο γαύρος (Carpinus orientalis) και το πουρνάρι (Quercus coccifera). Και εδώ, η αντοχή του πουρναριού στις ανθρώπινες δραστηριότητες (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές, υλοτομίες) το κάνει κυρίαρχο είδος. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται επίσης ως προϊόν υποβάθμισης και για το λόγο αυτόν οι διαχειριστικές μέθοδοι πρέπει να οδηγούν στην επαναφορά προηγούμενων καταστάσεων, δηλαδή σε οικοσυστήματα που κυρίαρχα δενδρώδη είδη ήταν κυρίως η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto).
Ο αυξητικός χώρος του Carpinetum orientalis εμφανίζεται κυρίως σε βόρειες εκθέσεις λόφων στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών της Μακεδονίας (Αξιού, Στρυμόνα και Νέστου). Εμφανίζεται επίσης στους πρόποδες των υψηλών ορέων, όπου ή αντικαθιστά το Coccifero-carpinetum ή το διαδέχεται καθ’ ύψος. Η βλάστηση εδώ αποτελείται κυρίως από φυλλοβόλα είδη, όπως ο γαύρος (Carpinus orientalis), ο φράξος (Fraxinus ornus), το ρούδι (Rhus cοriaria), τα σφενδάμια (Acer sp.), οι σουρβιές (Sorbus sp.), οι θερμόβιες δρύες (Quercus pubescens, Q. frainetto) κ.λ.π.
Με την αύξηση του υψομέτρου (εικόνα 2) εμφανίζεται μια ζώνη με ιδιόμορφα δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων που υπάγεται στην υποζώνη του Quercion frainetto-Cerris. Η υποζώνη αυτή εκτείνεται ως λοφώδης-υποορεινή ή και ορεινή σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην υποζώνη αυτή ανήκει περίπου το 1/3 των Ελληνικών δασών. Και εδώ μπορούν να διακριθούν περισσότερες φυτοκοινωνικές ενώσεις (αυξητικοί χώροι) όπως: Quercetum frainetto, Tilio-Castanetum, Aceri-Castanetum, Quercetum montanum (Quercetum cerris και Quercetum dalechampii) κ.λπ. Οι συνθήκες αυξημένης υγρασίας που κυριαρχούν στην περιοχή αυτή και η παρουσία υγρόφιλης βλάστησης δεν ευνοούν ιδιαίτερα την εκδήλωση των δασικών πυρκαγιών.
Οι υπόλοιπες ζώνες βλάστησης
Πέρα από τις δύο αυτές ζώνες υπάρχουν και οι τρεις υψηλότερες
Η ζώνη των δασών οξυάς - ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων. Στις ζώνες αυτές οι πυρκαγιές είναι σπανιότατο φαινόμενο και εμφανίζονται σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες. Για το λόγο αυτόν γίνεται εδώ απλή αναφορά και όχι λεπτομερής παρουσίασή τους.
Η ζώνη δασών οξυάς - ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (ορεινή, υπαλπική) εκτείνεται στις ορεινές περιοχές τις Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος και συγκροτείται από αμιγή ή μικτά δάση υβριδογενούς ελάτης και οξυάς που φθάνουν μέχρι τα ανώτερα δασοόρια (1800 - 1900 μ.). Οι φωτιές αποτελούν εδώ σπανιότατο φαινόμενο και όταν συμβαίνουν είναι κυρίως έρπουσες και όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικές.
Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (ορεινή - υπαλπική) εμφανίζεται στα υψηλά όρη της Βόρειας Ελλάδας και σχηματίζεται από τα δάση της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης. Οι πυρκαγιές στη ζώνη αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων εμφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας, πάνω από τα δασοόρια (ψευδαλπικές εκτάσεις). Συντίθεται από ποώδη κυρίως βλάστηση με διάσπαρτους μικρούς θάμνους. Ούτε η ποσότητα οξυγόνου, ούτε η καύσιμη ύλη είναι ποτέ αρκετά ώστε να υπάρξει αξιόλογη πυρκαγιά στη ζώνη αυτή.
4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών
Οι δασικές πυρκαγιές εκδηλώνονται κατά κανόνα σε μια καθορισμένη περιοχή, που συμπίπτει αρκετά με την περιοχή όπου έχουμε μεγάλη ή μικρότερη επίδραση του μεσογειακού κλίματος. Θα μπορούσαμε με ικανοποιητική ακρίβεια να καθορίσουμε τα όρια των περιοχών που καίγονται συχνότερα εάν ακολουθήσουμε τα όρια των ζωνών της φυσικής βλάστησης της χώρας (βλ. χάρτη 1). Οι παρατηρήσεις των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πυρκαγιών συμβαίνει στη χαμηλότερη ζώνη βλάστησης, δηλαδή την ευμεσογειακή ζώνη της αριάς (Quercetalia ilicis). Στην αμέσως ανώτερη ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis) οι πυρκαγιές μειώνονται σε αριθμό και μάλιστα στην υψηλότερη υποζώνη της, της πλατύφυλλης δρυός (Quecion frainetto-cerris), είναι ακόμη σπανιότερες. Από εκεί και πάνω, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, τόσο ο αριθμός των πυρκαγιών μειώνεται για να περιοριστούν αυτές μόνο σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες.
Τα προτεινόμενα δασικά είδη
Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται σε προηγούμενα κεφάλαια, ότι δηλαδή τα φυτά αναπτύσσονται και επιβιώνουν μόνο σε καθορισμένες οικολογικά θέσεις, ότι η φύτευση δασικών ειδών σε περιοχές εκτός της φυσικής τους ζώνης είναι ενέργεια παρακινδυνευμένη και ότι οι πυρκαγιές συνήθως ξεσπούν στην ευμεσογειακή και δευτερευόντως στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, δημιουργήθηκε ένας κατάλογος δασικών ειδών (πίνακας 1)τα οποία θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσουν την επιτυχή αναβάθμιση των καιγομένων εκτάσεων. Τα φυτά που προτείνονται δεν είναι φυσικά τα μόνα, αλλά θεωρούνται ως τα σημαντικότερα της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής χλωρίδας. Η είσοδος κάθε φυτού, στον προτεινόμενο πίνακα, αποτελεί προϊόν βαθύτατης μελέτης της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, αλλά και προσωπικής έρευνας των συγγραφέων του παρόντος βιβλίου σε πλήθος πυρόπληκτων οικοσυστημάτων τη χώρας μας.
Τα είδη που προτείνονται ταξινομούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: Στα είδη που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη ευμεσογειακή βλαστητική ζώνη και στα είδη της ευκαιριακά καιγόμενης παραμεσογειακής βλάστησης. Μια τρίτη ομάδα ειδών που συγκροτούν τη βλάστηση των ρεμάτων και των οχθών των ποταμών και χαρακτηρίζονται ως “αζωνικά είδη” συμπληρώνουν τον κατάλογο των ειδών θάμνων, δένδρων και αναρριχόμενων ειδών που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και περιγράφονται αναλυτικά στο Β’ μέρος του παρόντος βιβλίου.
Πίνακας 1. Προτεινόμενα είδη για αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών.
Είδη της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης
Δένδρα
Ailanthus altissima
Ceratonia silιqua
Cupressus sempervirens
Laurus nobilis
Olea europea
Pinus brutia
Pinus halepensis
Pinus pinea
Quercus coccifera
Quercus ilex
Robinia pseudoacacia
Θάμνοι
Arbutus andrachne
Arbutus unedo
Asparagus acutifolius
Buxus sempervirens
Calicotome villosa
Cistus incanus
Cistus salviefolius
Coronilla emeroides
Erica arborea
Μyrtus communis
Paliurus spina-christi
Phillyrea latifolia
Pistacia lentiscus
Pistacia terebinthus
Pyracantha coccinea
Spartium junceum
Tamarix pendrata
Αναρριχόμενα
Clematis flammula
Clematis vitalba
Lonicera periclynenum
Είδη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης
Δένδρα
Acer platanoides
Acer pseudoplatanus
Carpinus betulus
Celtis australis
Cercis siliquastrum
Fraxinus angustifolia
Juglans regia
Juniperus oxycedrus
Ostrya carpinifolia
Quercus pubescens
Tilia tomentosa
Θάμνοι
Berberis vulgaris
Colutea arborescens
Fraxinus angustifolia
Fraxinus ornus
Juniperus communis
Prunus mahaleb
Αζωνικά είδη
Δένδρα
Alnus glutinosa
Platanus orientalis
Aesculus hippocastanum
Populus alba
Populus nigra
Populus tremula
Salix alba
Salix fragilis
Sorbus torminalis
Quercus frainetto
Θάμνοι
Nerium oleander
Vitex agnus castus
Crataegus monogyna
Rosa canina
Επειδή τα φρύγανα αποτελούν οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων εξαιρέθηκαν από τον πίνακα 1 εκτός από τα λαδάνια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρώτη εγκατάσταση των πεύκων μετά από μια πυρκαγιά. Πέρα από αυτό, τα φρύγανα διατηρούν από μόνα τους μια σημαντική ικανότητα επιβίωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα τόσο έντονη που αρκετές φορές δυσχεραίνουν την φυσική ή και την τεχνητή αναδάσωση.
Τα προτεινόμενα είδη ανήκουν επίσης όλα στη φυσική χλωρίδα της χώρας, εκτός από τον αείλανθο και την ψευδακακία που δείχνουν μια σημαντική προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα για αναδασώσεις ιδιαίτερα προστατευτικών και αισθητικών δασών.
Ιδιότητες και συμπεριφορά των ειδών
Για κάθε δασοπονικό είδος του παραπάνω πίνακα δίνονται, στο Β μέρος της παρούσας μελέτης, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε υπεύθυνος σχεδιασμού μιας αναδάσωσης αλλά και κάθε τρίτος που μπορεί να συνεισφέρει σ΄ αυτήν, προκειμένου να υπάρχει συγκεντρωμένη η γνώση που χρειάζεται για μια σωστή επιλογή ειδών κατά την αναδάσωση πυρόπληκτων δασών.
Οι κλιματεδαφικές απαιτήσεις, η γενική περιγραφή του κάθε είδους, ο χρόνος άνθισης και παραγωγής σπόρων, η γενική χρησιμότητα, ο τρόπος που κάθε φυτό αντιμετωπίζει τις φωτιές, η μεταπυρική του αντίδραση, η αντοχή του στις υψηλές θερμοκρασίες είναι μερικές από τις πληροφορίες που δίνονται για κάθε φυτό χωριστά. Επίσης δίνονται συμβουλές για το είδος της αναδάσωσης στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, χωρίς να περιοριζόμαστε μόνο στη δημιουργία δασικών οικοσυστημάτων αλλά και για φυτεύσεις δρόμων, πάρκων και αλσυλλίων. Τέλος δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο πολλαπλασιασμού κάθε φυτού, για την επεξεργασία των σπόρων ή των μοσχευμάτων, για το χρόνο φύτευσης, για τις ανάγκες προστασίας των φυτών στο φυτώριο, για την εποχή μεταφύτευσης και τέλος για τις ανάγκες των φυτών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Εκτός από την περιγραφή αυτή, παρατίθενται επίσης και ειδικοί πίνακες (Πίν. 2 και 3), όπου οι βασικότερες πληροφορίες για τα επιμέρους είδη παρουσιάζονται κωδικοποιημένα κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η επιλογή των ειδών (άμεσα και πρακτικά), σε κάθε περίπτωση αναδάσωσης πυρόπληκτης περιοχής. Στον πίνακα 2 δίνονται και πληροφορίες για τη ζώνη όπου ευδοκιμούν τα διάφορα φυτά, καθώς και για τα σημεία της χώρας όπου αυτά εμφανίζονται με φυσικό τρόπο.
Η συμπεριφορά και η ικανότητα αντίστασης των φυτών απέναντι στη φωτιά παρουσιάζονται επίσης στον πίνακα 2.
Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται ομάδες φυτών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν από κοινού ολοκληρωμένα οικοσυστήματα. Η διάρθρωση των ειδών αυτών γίνεται με την καθ΄ ύψος κατανομή τους, όπως γίνεται ακριβώς στη φύση.
Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές
Όταν η τεχνητή παρέμβαση για αναδάσωση καμένου δάσους κριθεί αναγκαία, τότε η πλέον κρίσιμη απόφαση που μέλει να προδικάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο νεοδημιουργούμενο δάσος είναι αυτή της επιλογής των δασικών ειδών.
Η επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά δασικών ειδών φαίνεται κατ΄ αρχήν ότι είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού οι παράγοντες που πρέπει να αξιολογηθούν και οι συνδυασμοί ειδών, που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις εκάστοτε συνθήκες, είναι πολυάριθμοι.
Όμως, η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί ακολουθώντας μια σειρά κανόνων και οδηγιών που είναι σε θέση να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι κανόνες αυτοί, σύμφωνα με αυτά που αναλύθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Αντιγραφή της φύσης και γνώση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής
- Λεπτομερής γνώση του σταθμού και καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών
- Σαφήνεια αναφοράς στις μελλοντικές ανάγκες και τους στόχους διαχείρισης της καμένης έκτασης.
Το πρόβλημα της επιλογής των ειδών μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση, αρκεί να μελετήσει κανείς την κατάσταση (από απόψεως σύνθεσης ειδών) στην οποία ήταν ένα δάσος πριν από μια πυρκαγιά ή και παλαιότερα και να καταλήξει σε προτάσεις που θα οδηγούν στην επαναδημιουργία της.
Η αντιγραφή της φύσης είναι ο πλέον αποδοτικός και ασφαλής τρόπος επιλογής των δασοπονικών ειδών που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε περιοχή που καίγεται.
Όταν αναφερόμαστε στην αντιγραφή της φύσης, αυτό δεν αφορά μόνο τα δενδρώδη είδη, αλλά στο σύνολό της (είδη, δομές κ.λ.π.) διότι στόχος είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων, που είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη χρήση της ηλιακής ενέργειας και των εδαφικών πόρων.
Ακόμη και στα πλέον διαταραγμένα οικοσυστήματα διατηρούνται πλήθος χλωριδικά στοιχεία, τα οποία μπορούν σε έναν έμπειρο δασολόγο να δώσουν τις πληροφορίες που χρειάζεται για να τα αναβαθμίσει.
Η λεπτομερής γνώση του σταθμού, σε συνδυασμό με την καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών και οι μελλοντικοί στόχοι διαχείρισης
Αν η παρατήρηση της φύσης μας οδηγεί να πάρουμε συνολικές αποφάσεις για τα είδη που μπορούν να φυτευτούν σε μια περιοχή, η απόφαση όμως για το πού ακριβώς (στο μικροχώρο) το καθένα από αυτά θα φυτευτεί εξαρτάται από τη γνώση των επιμέρους συνθηκών της περιοχής (έδαφος, μικροκλίμα, υδατικές συνθήκες κλπ), αφού τα είδη ακόμα και της ίδιας φυτοκοινότητας διαφοροποιούνται ως προς τις απαιτήσεις τους.
Εκτός αυτού, ο σταθμός αφήνει περιθώρια επιλογών στα πλαίσια των οποίων μπορούν και πρέπει να επιδιωχθούν ειδικότεροι στόχοι διαχείρισης σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά κοινωνικές ανάγκες.
Στην προσπάθεια της επιλογής δασοπονικών ειδών, πρόσθετες πληροφορίες θα είναι πολύ χρήσιμες, εφόσον αυτές σχετίζονται πέρα από τις οικολογικές και με οικονομικές παραμέτρους ή άλλους δασοπονικούς στόχους (αναψυχή, προστασία, αναβάθμιση τοπίου κ.λ.π.).
ΜΕΡΟΣ 2ο
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ
Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L.
Οικογένεια Aceraceae
Ελληνικό όνομα Σφενδάμι πλατανοειδές
Γενικά: Δέντρο φυλλοβόλο, ταχυαυξές, με ωραία σφαιρική και θολωτή κόμη που φθάνει σε διάμετρο τα 15 μ. Ύψος μέχρι και 30 μ.(σύνηθες 20 μ.).
Φύλλα: Διαθέτουν μακρύ μίσχο. Έχουν σχήμα παλάμης, με 5 ή 7 λοβούς. Μοιάζουν πολύ με τα φύλλα του πλάτανου, εξ ου και το όνομά του. Όταν θραύονται απελευθερώνουν καυστικό γαλακτώδη χυμό. Το χρώμα τους είναι στην αρχή πράσινο ενώ το φθινόπωρο γίνεται κόκκινο ή πορτοκαλί.
Κλιματικές απαιτήσεις: Είδος φωτόφιλο, αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Εδαφικές απαιτήσεις: Μπορεί να αναπτυχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερη όμως ανάπτυξη παρουσιάζει σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως και βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αρκεί να μην υστερούν σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους. Αναπτύσσεται επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τιμών pH (από μετρίως όξινα έως πολύ αλκαλικά, όχι όμως σε αλατούχα εδάφη).
Άνθη - καρποί: Τα άνθη σχηματίζουν κορύμβους. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.
Χρησιμότητα: Το βαθύ κόκκινο χρώμα που παίρνουν τα φύλλα του το φθινόπωρο το καθιστούν, ως ένα από τα πλέον αξιόλογα διακοσμητικά είδη. Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική. Ως προς το ξύλο θεωρείται χαμηλής αξίας φυτό. Χρησιμοποιείται κυρίως για αντιανεμική προστασία, άλλων καλλιεργειών και για την παραγωγή γλυκαντικών ουσιών.
Προτάσεις αναδασώσεων: Είναι είδος της ζώνης των φυλλοβόλων. Στη μεσογειακή ζώνη μπορεί να φυτευτεί μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η προστασία του, από τις υψηλές θερινές θερμοκρασίες. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες. Προτιμάται η φύτευσή του σε πόλεις για δημιουργία σκιάς, κατά μήκος των δρόμων ή γύρω από βιομηχανικές μονάδες επειδή αντέχει στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το πυκνό φύλλωμα με τα μεγάλα πεντάλοβα φύλλα και η μεγάλη και στρογγυλή κόμη το κάνουν ιδιαίτερα κατάλληλο δένδρο για διακοσμητικές αναδασώσεις. Επίσης μπορεί να προτιμηθεί σε δενδροφυτεύσεις περιοχών με ιδιαίτερα ισχυρή πίεση βοσκής, διότι τα φύλλα του δεν βόσκονται εξαιτίας του μη φαγώσιμου καυστικού, γαλακτώδη χυμού. Εξαιτίας της ευρύτατης χρήσης του σε διακοσμητικές φυτεύσεις, έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, οι οποίες όμως πρέπει να αποφεύγονται, εφόσον θέλουμε να κάνουμε φυτεύσεις εμπλουτισμού σε δασικές εκτάσεις. Αναπτύσσει έντονη αλληλοπάθεια, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά στη φύτρωση και την ανάπτυξη των γειτονικών φυτών. Απαιτούνται συχνές αποκλαδώσεις των νεκρών κλαδιών.
Αντίδραση στις πυρκαγιές: Είναι είδος που δεν αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες. Ειδικά σε νεαρή ηλικία ο λεπτός λείος φλοιός του δεν μπορεί να το προστατέψει από τις ακτινοβολίες, κατά τη διάρκεια μιας έστω και μέτριας έντασης πυρκαγιάς. Είναι ενεργητικά πυρόφυτο. Παραβλαστάνει ταχύτατα μετά από φωτιά.
Πολλαπλασιασμός: Ο πολλαπλασιασμός γίνεται είτε με μοσχεύματα, είτε με φύτευση σπόρων.
Τα μοσχεύματα πρέπει να προέρχονται από νεαρά υγιή φυτά.
Οι σπόροι πρέπει να συλλέγονται αφού ωριμάσουν (μετά τον Οκτώβριο), αλλιώς η φυτρωτικότητα μειώνεται σημαντικά. Αφού ξεραθούν, τοποθετούνται σε σάκους σε ξηρό και δροσερό μέρος. Πριν τη χειμερινή αποθήκευση πρέπει να εμποτιστούν τουλάχιστον για 24 ώρες. Ιδανικές συνθήκες αποθήκευσης θεωρούνται όταν η διάρκεια δε ξεπερνά τους 4 μήνες και η θερμοκρασία διατηρείται κάτω από 8ο C. Η σπορά γίνεται στο τέλος του χειμώνα, όταν εξαλείφεται ο κίνδυνος των όψιμων παγετών. Οι σπόροι αρχίζουν να φυτρώνουν περίπου ένα μήνα μετά τη φύτευση.
Εάν οι σπόροι συλλεχθούν πριν την ωρίμανσή τους πρέπει να στρωματωθούν αμέσως για τρεις τουλάχιστον μήνες και στη συνέχεια τοποθετούνται μέχρι να σπαρθούν, σε ψυγείο.
…………………………
Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2
Λατινικό όνομα: Πρόκειται για το επιστημονικό όνομα του είδους, που χρησιμοποιείται παγκοσμίως.
Κοινό όνομα: Το κοινό όνομα του φυτού, όπως είναι γνωστό ευρύτερα στη χώρα μας.
Φυλλοβόλο/ αείφυλλο: Φ=φυλλοβόλο, Π=Πλατύφυλλο.
Σύνηθες ύψος: Το ύψος που συνήθως υπό κανονικές συνθήκες φθάνει το δένδρο σε μέτρα.
Σύνηθες πλάτος κόμης: Η διάμετρος κόμης που συνήθως αναπτύσσει το δένδρο σε μέτρα.
Ταχύτητα ανάπτυξης: Η ταχύτητα με την οποία αυξάνει σε μέγεθος ένα δένδρο, (Τ=Ταχυαυξές, Μ=Μέτρια ταχύτητα ανάπτυξης, Β=Βραδυαυξές).
Εποχή άνθησης: Οι μήνες κατά τους οποίους ένα φυτό είναι ανθισμένο
Εποχή ωρίμανσης σπόρων: Οι μήνες που ωριμάζουν σε κάθε φυτό οι σπόροι (δεν αναφέρονται οι περιπτώσεις που οι σπόροι ωριμάζουν τα επόμενα από την άνθηση χρόνια).
Φυτό αρωματικό: Εάν το φυτό ανήκει στην αρωματική χλωρίδα (Ο=Όχι, Ν-Ναι).
Τύπος άνθους: Μ=Μόνοικο, Δ=Δίοικο, Ε=Ερμαφρόδιτο.
Τρόπος γονιμοποίησης: Μ=Μέλισσα, ΕΝ=Άλλα έντομα, ΑΝ=Άνεμος.
Ελαφρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που στραγγίζονται καλά; (ελαφρά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Βαριά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που δεν στραγγίζονται καλά; (βαριά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Φτωχά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε φτωχά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Όξινα εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες τιμές οξύτητας pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλκαλικά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες αλκαλικές τιμές pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλμυρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε αλμυρά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Δέσμευση αζώτου: Έχει την ικανότητα το φυτό να δημιουργεί συμβιώσεις, ώστε να δεσμεύει ατμοσφαιρικό άζωτο; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αντοχή σε σκίαση: Αντέχει το φυτό σε μερική ή ολική σκίαση; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Ανάγκες σε υγρασία: Υ=Υγρόφιλο (έχει ανάγκη την ύπαρξη εδαφικού νερού ολόκληρο το χρόνο για να αναπτυχθεί), Ξ=Ξηρόφυτο (μπορεί να περάσει μεγάλο διάστημα ξηρασίας χωρίς κίνδυνο).
Αντοχή σε ανέμους: Πόσο μπορεί να αντέξει ένα φυτό σε ισχυρούς ανέμους όταν βρίσκεται εκτός συστάδας; Ν=Ναι αντέχει πολύ, όχι όμως και στους θαλασσινούς, ΝΘ=Ναι αντέχει ακόμη και στους θαλασσινούς ανέμους, Ο=Όχι κινδυνεύει συχνά από ανεμορριψίες .
Αντοχή σε ξηρασία: Είναι το φυτό προσαρμοσμένο στις ξηρές συνθήκες του μεσογειακού κλίματος; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Αντοχή σε ρύπους: Είναι το φυτό ανθεκτικό σε αστικές συνθήκες; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευπάθεια σε παγετούς: Είναι το φυτό ευπαθές στους παγετούς; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευφλεκτικότητα: Είναι το φυτό σχετικά εύφλεκτο ή δύσφλεκτο είδος; Υ=Υψηλής ευφλεκτιότητας, Μ=Μέσης ευφλεκτικότητας, Χ=Χαμηλής ευφλεκτικότητας.
Μεταπυρική συμπεριφορά: Μετά την πυρκαγιά το φυτό αναγεννάται με παραβλαστήματα ή με σπόρους; (Π=Παραβλαστήματα, Σ=Σπόροι).
Ζώνη βλάστησης: Σε ποια ζώνη βλάστησης κυρίως αναπτύσσεται τι φυτό στη χώρα μας; Oleo-cer=Oleo -Ceratonion δηλαδή της θερμότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης, Querc-il= Quercion ilicis δηλαδή της ψυχρότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης. Ostr-car=Ostryo-Carpinion δηλαδή η θερμότερη υποζώνη της παραμεσογειακής βλάστησης.
Περιοχή της χώρας: Σε ποιες περιοχές της χώρας αναπτύσσεται το φυτό με φυσικό τρόπο;
Χρήση του πίνακα
Ο πίνακας των ειδών δημιουργήθηκε προκειμένου να γίνει η πληροφορία περισσότερο εποπτική. Οι πληροφορίες δίνονται με συνοπτικό τρόπο ώστε, όχι μόνο ο διαχειριστής των καμένων εκτάσεων, αλλά και ο οποιοσδήποτε ασχοληθεί με φυτεύσεις δένδρων και θάμνων στην ευμεσογειακή και στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, να έχει μια πρώτη εικόνα των φυτών που μπορεί να επιλέξει σε κάθε περίπτωση.
Στον πίνακα συμπεριελήφθησαν και τα 66 είδη που περιγράφονται στο κυρίως μέρος του βιβλίου.
Για την περιγραφή των χαρακτηριστικών των φυτών χρησιμοποιήθηκαν πλήθος από διεθνείς βάσεις δεδομένων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν επί μια περίπου διετία και μεταφέρθηκαν στην Ελληνική πραγματικότητα (ιδιαίτερα οι χρόνοι άνθησης, καρποφορίας, η χρήση των προϊόντων κ.λ.π.). Η συμπεριφορά των φυτών στις φωτιές και ο τρόπος αντίδρασης, βασίζεται κυρίως σε δικές μας παρατηρήσεις και πολύ λιγότερο στις διεθνείς βάσεις πληροφοριών.
Η περιγραφή περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: μορφή, άνθη - καρποί, εδαφικές απαιτήσεις, κλιματικές απαιτήσεις, σχέση με πυρκαγιές και φυσική περιοχή ανάπτυξης.
Για να γίνει ο πίνακας ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των υπευθύνων αναδασωτών, θα πρέπει να υπάρχουν όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με την οικολογική συμπεριφορά του κάθε είδους και κυρίως τις κλιματεδαφικές απαιτήσεις και αντοχές του. Αυτό σημαίνει ότι πριν αποφασισθεί ποια είδη φυτών θα επιλεγούν να εμπλουτίσουν τις αναδασώσεις, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα βασικά κλιματικά στοιχεία της περιοχής.
Παρά το ότι οι κλιματικές παράμετροι συνήθως διατίθενται από τις επεξεργασίες των καταγραφών των μετεωρολογικών σταθμών, εν τούτοις είναι απαραίτητο σε κάθε περιοχή να καθορισθούν οι μικροπεριβαλλοντικές τοπικές συνθήκες, διότι ο βαθμός προστασίας κάθε δασικού τμήματος από τους ψυχρούς ανέμους για παράδειγμα, εξαρτάται όχι τόσο από τους επικρατούντες ανέμους, όσο από το πόσο καλά είναι προστατευμένη μια θέση από αυτούς. Επίσης σε περιοχές που οι επικρατούντες άνεμοι συνήθως υποχρεούνται από το ανάγλυφο να ανυψώνονται απότομα, η θερμοκρασία τους είναι χαμηλότερη (λόγω αδιαβατικής ψύξης, που οφείλεται στην αραίωση), από την αντίθετη πλευρά, όπου οι ίδιοι άνεμοι υποχρεούνται να κατέρχονται (αδιαβατική θέρμανση, λόγω συμπίεσης). Το ίδιο γίνεται και με την υγρασία, όπου στις χαμηλές κοίλες περιοχές δημιουργείται βαθύτερο έδαφος, το οποίο αυξάνει την υδατοχωρητικότητα, άρα και τα αποθέματα υγρασίας. Υπάρχουν φυσικά και παράγοντες που έχουν ευρύτερη σημασία, όπως ο συνολικός αριθμός κατακρημνισμάτων σε μια περιοχή, η διάρκεια των παγετών και η αντοχή σε ρύπους. Επίσης πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι με τη δημιουργία του νέου οικοσυστήματος πολλοί από τους μικροκλιματικούς παράγοντες θα αλλάζουν, όσο μεγαλώνουν τα δένδρα και οι θάμνοι, ιδίως η σκίαση, οι θερμοκρασίες, η υγρασία εδάφους κ.λ.π.
Με τις εδαφικές απαιτήσεις και αντοχές των φυτών τα πράγματα εμφανίζονται πιο σταθερά. Πρώτα από όλα δεν μεταβάλλονται δραματικά οι συνθήκες των εδαφών, με την μεταπυρική πρόοδο της ανάπτυξης των τοπικών φυτοκοινωνιών. Δεύτερο, οι μεταβολές στις φυσικοχημικές ιδιότητες συνήθως δεν γίνονται σε κοντινές αποστάσεις και αυτές που συμβαίνουν είναι μέσα στα όρια αντοχής ή ανεκτικότητας των φυτών. Εκείνο που αλλάζει συχνά είναι το βάθος του εδάφους, το οποίο εξαρτάται περισσότερο όχι από το μητρικό πέτρωμα, όσο από το ανάγλυφο της κάθε περιοχής. Επομένως η εφάπαξ χαρτογράφηση των μετρούμενων χαρακτηριστικών του εδάφους, είναι αρκετή, ώστε η πληροφορία να είναι διαθέσιμη και για τις επόμενες παρεμβάσεις που θα χρειασθεί να γίνουν στο μέλλον.
Ο συνδυασμός επομένως των κλιματικών και εδαφικών δεδομένων και η μελέτη του πίνακα θα βοηθήσουν το διαχειριστή για να λάβει τις αποφάσεις του. Όμως πέρα από τις οικολογικές παραμέτρους, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των αναδασώσεων. Η γνώση της ταχύτητας ανάπτυξης των δένδρων και οι τελικές διαστάσεις για παράδειγμα, είναι σπουδαίας σημασίας για να προβλεφθεί ο μελλοντικός βαθμός σκίασης του υπορόφου και στη συνέχεια να καθορισθεί το είδος των θάμνων που θα πρέπει να επιλεγούν και οι οποίοι θα έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται στις συνθήκες αυτές.
Στα δάση πολλά φυτά είναι μόνοικα, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να αυτογονιμοποιήσουν τα άνθη τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατη η παραγωγή σπόρων, όταν δεν προβλέψουμε φυτά με αρσενικά άνθη να βρίσκονται πολύ κοντά με φυτά με θηλυκά άνθη. Επίσης φυτά που επικονιάζονται με τις μέλισσες, σημαίνει ότι έχουν μελισσοκομικό ενδιαφέρον, επομένως πρέπει να τα ευνοούμε, σε αναδασώσεις περιοχών όπου η μελισσοκομία αποτελεί κύρια οικονομική δραστηριότητα.
Μια ακόμη παράμετρος πολύ χρήσιμη είναι η συμπεριφορά των φυτών στις πυρκαγιές και ο βαθμός ευφλεκτικότητάς τους, αφού επιθυμητό αποτέλεσμα των αναδασώσεων είναι και η δημιουργία οικοσυστημάτων ικανών να αντιστέκονται στις πυρκαγιές και όταν δεν τα καταφέρνουν να έχουν την ικανότητα να αναγεννιόνται με φυσικό τρόπο μετά από αυτές. Έτσι προβλέφθηκαν οι στήλες με την ευφλεκτικότητα και τον τρόπο που τα φυτά αναγεννιόνται μετά από κάθε πυρκαγιά.
Τέλος είναι βασική η γνώση των περιοχών φυσικής εμφάνισης των διαφόρων ειδών. Για παράδειγμα η ξυλοκερατιά είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει σε φυσικές συνθήκες στις κλιματικές συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας. Το αντίστροφο συμβαίνει με την ιπποκαστανιά.
Η βάση δεδομένων έτσι όπως είναι δομημένη, είναι δυνατό, με εμπλουτισμό ακόμη περισσότερων πληροφοριών (φωτογραφιών, μορφολογικών χαρακτηριστικών κ.λ.π.), να μετατραπεί εύκολα σε πρόγραμμα για υπολογιστή (softwere), το οποίο θα είναι ακόμη περισσότερο λειτουργικό, αφού θα έχει τη δυνατότητα με την εισαγωγή των οικολογικών δεδομένων να προτείνει από μόνο του τα κατάλληλα κατά περίπτωση είδη. Στο πρόγραμμα αυτό θα ενσωματωθούν δυνατότητες μοντελοποίσης της πορείας ανάπτυξης μιας δασοσυστάδας στο πέρασμα του χρόνου, η τρισδιάτατη επόπτευση του χώρου επίσης σε βάθος χρόνου, ο βαθμός σκίασης κάθε κομματιού γης σε κάθε εποχή του χρόνου κ.λ.π. Με τη συμμετοχή των προγραμμάτων των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, όπου πλέον η χαρτογράφηση παίρνει άλλη διάσταση, τότε το πρόγραμμα αυτό θα έχει τη δυνατότητα να αυτοεπιλέγει σε κάθε περίπτωση και να προτείνει τα υπό φύτευση είδη.
Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 3
Στον πίνακα 3 εισάγεται για πρώτη φορά γραφικά η έννοια της δημιουργίας ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων και όχι μονοκαλλιεργειών ή τυχαίων συνδυασμών. Στον πίνακα τα φυτά ταξινομούνται στην κατά χώρο φυσική τους εξάπλωση (εκτός από την κορυφή, όπου τοποθετήθηκαν τα αζωνικά είδη). Βέβαια στη φύση οι συνδυασμοί είναι πολλές φορές τυχαίοι και καθορίζονται κυρίως από τις τοπικές μακρο- ή μικροσυνθήκες. Για παράδειγμα το Acer sempervirens παρουσιάζεται στην Κρήτη σε όλα τα υψόμετρα και όλους τους συνδυασμούς ή ότι η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη στις καθαρές τους μορφές πουθενά δεν συνυπάρχουν. Για το λόγο αυτόν ο πίνακας έχει κυρίως συμβουλευτικό χαρακτήρα για μια πρώτη προσέγγιση.
Άλλωστε όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος, ο βασικός τρόπος ορθολογικής παρέμβασης είναι η μελέτη των φυτοκοινωνιών που προϋπήρχαν, διότι στην πραγματικότητα η φυτοκοινωνία αποτελεί την έκφραση ολόκληρου του οικοσυστήματος και των συνδυασμών όλων ανεξαιρέτως των παραγόντων που συνθέτουν το περιβάλλον κάθε περιοχής (τόσο των εμφανών και μετρούμενων όσο και των αφανών και μη μετρούμενων). Σκοπός του ορθολογικού αναδασωτή είναι να αναπλάσει τις προϋπάρχουσες, της υποβάθμισης, φυτοκοινωνίες και όχι να δημιουργήσει νέες. Επίσης στον πίνακα δεν μπορούν να αναφερθούν μερικές ιδιότητες των φυτών τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε κατά την πραγματοποίηση της κατά χώρο τοποθέτησης των διαφόρων φυτών. Για παράδειγμα δεν μπορεί να αγνοηθεί η αλληλοπαθητική δράση των σφενδαμιών, που καθιστά προβληματική την επιβίωση άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών, σε κοντινή τους απόσταση. Παρόλα αυτά τα είδη αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση που πρέπει θεωρητικά να κατέχουν στην ζώνωση της βλάστησης, για να υποδειχθεί ακριβώς ο φυσικός τους χώρος ανάπτυξης.
Τέλος από τον πίνακα αυτόν έμειναν έξω από την ταξινόμηση, τα είδη που έχουν εισαχθεί στη χώρα και περιελήφθησαν λόγω της συμπεριφοράς τους και της αποδεδειγμένης οικολογικής σημασίας στη βάση δεδομένων (Robinia pseudoacacia και Ailanthus altissima). Όμως η έλλειψη ακόμη ολοκληρωμένης της πληροφορίας για τα πραγματικά οικολογικά όρια εξάπλωσής τους, δεν μας επιτρέπει ακόμη την εισαγωγή τους στον πίνακα και ο καθορισμός των φυτών με τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν ισχυρές και βιώσιμες φυτοκοινωνίες. Για παράδειγμα η ψευδακακία δείχνει καλή προσαρμογή και ανάπτυξη σε περιοχές όπου εμπλούτισε καμένα πευκοδάση. Όμως ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια, όταν τα πεύκα και οι αείφυλλοι θάμνοι αναπτυχθούν και εντείνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Υπάρχει η πιθανότητα η ψευδακακία να μην αντέξει και να υποχωρήσει. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα αντίθετα να λειτουργήσει ως ζιζάνιο και να αποτρέψει την ανάπτυξη της φυσικής βλάστησης. Τέλος μπορεί να υπάρξει η αρμονική συνύπαρξη και να γίνει αποδεκτή η ψευδακακία από τις τοπικές φυτοκοινωνίες και σε λίγα χρόνια να υπάρχει η φυσική ανανέωσή τους χωρίς την μεσολάβηση του ανθρώπου. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν μπει κάτω από την επιστημονική παρακολούθηση και δεν απομένει παρά ο χρόνος για να γνωρίζουμε αν αυτού του είδους εμπλουτισμοί, που από τη μια φαίνονται σωστοί, από την άλλη όμως δεν έχουμε την απάντηση της ίδιας της φύσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθανασιάδης Η. Ν. 1985. Δασική Βοτανική (Συστηματική σπερματοφύτων). Μέρος Ι. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986. Δασική Βοτανική. (Δένδρα και θάμνοι των δασών της Ελλάδος). Μέρος ΙΙ. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης, Ν. & Ε. Δρόσος. Η χλωρίδα και η βλάστηση του όρους Πάικο. Επιστ. Επ. Του Τμ. Δασολογίας και Φυσικύ Περιβάλλοντος. Τόμος ΛΓ.
Αριανούτσου, Μ., Π. Δεληπέτρου, Π. Δημόπουλος, Ε. Οικονομίδου, Β. Καραγιαννακίδου, Π. Κωνσταντινίδης, Π. Παναγιωτίδης, Μ. Πανίτσα & Γ. Τσιουρλής. 1997. Τύποι οικοτόπων στην Ελλάδα. Στο: Ντάφης, Σ., Ε. Παπαστεργιάδου, Κ. Γεωργίου, Δ. Μπαμπαλώνας, Θ. Γεωργιάδης, Μ. Παπαγεωργίου, Θ. Λαζαρίδου & Β. Τσιαούση. 1997. Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έργο των οικοτόπων στην Ελλάδα. Δίκτυο ΦΥΣΗ-2000. Συμβόλαιο αριθμός Β4-3200/84/756, Γεν. Διεύθυνση XI Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων. 932 σελ.
Athanasiadis N. & E. Eleftheriadou. 1991. Nestos: Vegetation - Flora. Proc. of meeting: “Nestos Environment and its Problems” Geotechnical Chamber of Greece. Kavala, p 135-159.
Βολιώτης, Δ. 1967. Έρευναι επί της βλαστήσεως του Χολομόντος και ιδία της αρωματικής, φαρμακευτικής και Μελισσοτροφικής τοιαύτης. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Braun-Blanquet, J. 1936. La Chenaie d’ Yeuse mediterraneenne (Quercion ilicis). Monographie phytosociologigue. Communication station intern. Geobot. Medit. Et Alpine 45. Montpellier.
Braun-Blanquet, J. 1951. Phlanzensoziologie. Springer Verlang. 2. Auflage, Wien.
Christodoulakis, D. & T. Georgiadis. 1990. The vegetation of the Island of Samos, Greece. Ann. Musei, Goulandris 8: 45-80.
Davis, P.H. 1965-1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands. 1-7. Edinburg.
Debazac, F.E. & Μαυρομμάτης. Γ. 1969. Παρατηρήσεις επί τωνδασικών διαπλάσεων «Αειφύλλων Πλατυφύλλων. Ειδικό Ταμείο Ηνωμένων Εθνών. Έργο:UNSF/FAO GRE-20/230: Αθήναι.
Degen A.v. 1891. Ergebnisse einer botanischen Reise nach der Insel Samothrake. Oesterr. Bot. Z. 41(9-10): 301-306, 329-338.
Di Castri, F., D. Goodall & R. Specht (Editors). 1981. Exosystems of the world. Vol.11. Mediterranran-Type shrublands. Elsevier Scien. Publ. Comp. Amsterdam.
Διαμαντόπουλος, Ι. 1983. Δομή και διανομή τω Ελληνικών φρυγανικών οικοσυστημάτων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Economidou 1974. La repatition des Frygana en Grece et ses raports avec le climat et l’influence anthropogene. Doc. Phytosociol. Lille 15-16: 45-46
Ελευθεριάδου, Ε. 1992. Η χλωρίδα των δασών ψυχροβίων πλατυφύλλων-Κωνοφόρων και υψηλής εξωδασικής περιοχής Ελατιάς Δράμας. Διαδακτορική Διατριβή. Σχολή Γεωτεχνικών. Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος. Παράρτημα Αριθμ. 6 του ΛΓ Τόμου. Θεσσαλονίκη. 167 σελ.
Franzen R. 1980. Floristic reports from Mount Siniatsikon and Mount Vermion, northern Greece. (Materials for the Mountain Flora of Greece, 6). Bot. Not. 133(4): 527-537.
Guenther, K. 1991. International Ag-Sieve — Volume IV, Number 3, 1991. (Άρθρο από το internet http://www.envirolink.org/seel)
Ζαγκλής, Δ. 1956. Χαλκιδική. Ιστορία-Γεωγραφία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1912. Θεσσαλονίκη.
Zoller H., P. Geissler & N. Athanasiadis. 1977. Beitrage zur Kenntnis der Walder, Moos und Flechtenassoziationen in den Gebirgen Nordgriechenlands. Bauhinia 6, Basel.
Horvat I. 1954. Pflanzengeographische Gliederung Sudosteuropas. Vegetatio 5-6: 434-447 .
Horvat, I. V. Clavai and H. Ellenberg. 1974. Vegetation Sudosteuropoas. Stuttgard.
Καϊλίδης, Δ., Α. Κατσάνος & Κ. Κασσιός. 1969. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι. Δελτίο Κ.Δ.Ε.Β.Ε. 8/33
Καϊλίδης, Δ. 1971.. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1968-1970. Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 1.
Καϊλίδης, Δ. 1972. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1971. . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Δ. Θεοδωροπούλου.1973. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1972 . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Σ. Μαρκάλας 1980. Κατανομή των πυρκαγιών των δασών και βοσκοτόπων της Ελλάδας σε κλάσεις μεγέθους. Περιοδικό “ΔΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” Τεύχος 12.
Κασσιούμης, K. 1988. Προστετευόμενες περιοχές και η προστασία της φυσικής μας κληρονομιάς στη χώρα μας. Δασικά Χρονικά. No 2 : 40-52.
Κατσάνος Α. 1970. Διαχρονική σπουδή πυρκαγιών δασών και δασικών εκτάσεων πεντατίας 1965-1969. Αυτοτελείς εκδόσεις της υπηρεσίας Δασικών Εφαρμογών και Εκπαιδεύσεως. ηο 13.
Knapp. R. ( )Die Vegetation Kephallinia. Griechenland.
Κωνσταντινίδης, Π. 1990. Εξέταση και διεύρυνση σχέσεων μεταξύ φυσιογραφικών μονάδων δασών χαλεπίου Πεύκης Σιθωνίας Χαλκιδικής και των εμφανιζομένων σε αυτές φυτοκοινωνιολογικών μονάδων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Κωνσταντινίδης, Π., Γ. Χατζηφιλιππίδης 1992. Φυτοκοινωνιολογική ανάλυση του δάσους κουκουναριάς της Σιθωνίας Χαλκιδικής. “Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα” Θεσσαλονίκη σελ. 13-22 .
Κωνσταντινίδης Π. και Γ. Τσιουρλής. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Παγκόσμιο Συνέδριο: Πυρκαγιές στα Μεσογειακά δάση: Πρόληψη-Καταστολή-Διλαβρωση του εδάφους- Αναδασώσεις. Ελληνική Επιτροπή UNESCO. ΑΘΗΝΑ. Φεβρουάριος 1999. Υπό εκτύπωση.
Konstantinidis, P. & G. Hatziphilippidis. 1993. Natural regeneration of a Mediterranean Aleppo pine ecosystem after a fire. In Montero Gonzales, G., & Rossello E. R. (Edit.) “MOUNTAIN SILVICULTARE”. INVESTIGACION AGRARIA. SISTEMAS Y RECURSOS FORESTALES. FUERA DE SERIES No3- VALSAIN. DICIEMBRE 1994. 343-348 p.p.
Κωνσταντινίδης, Π. 1998. “Η επίδραση του σταθμού στην αποκατάσταση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά” Πρακτικά συνεδρίου της Ελληνικής Δασολογικής Εταιρείας. “Σύγχρονα προβλήματα δασοπονίας”. Αλεξανδρούπολη 6-8/4/1998: 139-148.
Λαυτεντιάδης, Γ.Ι. 1961. Χλωριστική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα της χερσονήσου Κασσάνδρας. Επιστ. Επετ. Φυσικομαθηματικής Σχολής Α.Π,Θ. Παρ. 8 Θεσσαλονίκη.
Mavrommatis G. 1978. Carte de la vegetation forestriere de la Grece. Ministry of Agriculture, Athens
Ministry of Environment., E.C., WWF (Hellas). (in press) Special environmental study of Dadia-Souphli Forest protected area.
Μουντράκης, Δ. 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. Univ. Studio Press. Θεσσαλονίκη.
Νάκος, Γ. 1977. Συμβολή στη μελέτη των δασικών εδαφών της Ελλάδος. Φυσικαί, χημικαί και βιολογικαί ιδιότητες. Υπουργείο Γεωργίας.
Ντάφης, Σ.1966. Σταθμολογικές και δασοαποδοτικές έρευνεςσε πρεμνοφυή δρυοδάση και καστανωτά της ΒΑ Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1969. Σταθμολογικές έρευνες σε δάση οξιάς. Επιστημ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Τόμος ΙΓ’. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1973. Ταξινόμηση της δασικής βλάστησης της Ελλάδας. Επιστ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής.
Oberdorfer, E.1952. Beitrag zur Kenntnis der Nordagaischen Kisten-vegetation. Vegatatio. 3:329-349.
Papanikolaou K. 1985. Contribution to the flora of Mount Pangaion (Pangeon), North East Greece. Ann. Musei Goulandris 7: 67-156.
Παυλίδης, Γ. 1976. Η χλωρίς και η βλάστηση της χερσονήσου Σιθωνίας Χαλκιδικής. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Pavlides, G., E.Vardakis, & G. Lavrediades. 1988. Notes on the vegetation and soil rofiles near Polygyros (Chalkidiki Peninsula, N. Greece). Israel Journal of Botany. Vol. 37:19-47.
Polunin O. 1980. Flowers of Greece and the Balkans, a Fieldquide. Oxford Univ. Press. Oxford, N. York. Melbourne
Quezel P. & Barbero M. 1985. Carte de la vegetation de la region Mediterranee une feuille No 1: Mediterranee orientale. Editions du Centre Nationale de la Reserche ientifique. Paris.
Rechinger, K.H. 1936. Ergebnisse eigner botanischen sommerreise nach dem Agaischen und Ostriechenlands. Beich. Bot. Centralbl. 54B:577-680.
Rechinger K.H. 1939. Zur Flora von Ostmazedonien und West Thrazien. Bot. Jahrb. 69: 419-552.
Rechinger H.K. 1951. Phytogeographia Aegea. Wien.
Stamou, N., K. Kalabokidis, P. Konstantinidis, S Fotiou, A. Christodoulou, V Blioumis, D. Prastacos, M. Diamantakis & G. Koclidakis. 1998. Improving the efficiency of the wildland fire prevention and suppression system in Greece. Proceedings of III International Conference on Forest Fire Research. Coimpra. Portugal. Volume I: 203-221 p.p
Stojanov N. & Kitanov. 1946. Flora Insula Thasos. Ann. Univ. Sofia, Fac. Phys. Mat. Sci. Nat. 42: 160.
Strid A. 1976. Floristic notes from Mt Olympos and Mt Falakron (Boz Dagh), Northern Greece. Bot. Notiser 129: 251-256.
Strid A. 1978. Contribution to the flora of Mt. Kajmaktchalan (Voras Oros), NE Greece. Ann. Musei Goulandris 4: 211-247
Strid A. 1986. Mountain flora of Greece. Vol. 1. Cambridge University Press. Cambridge.
Strid A. & Kit Tan. 1991. Mountain flora of Greece. Vol. 2. Edinburgh University Press. Edinburgh University Press. Edinburgh.
Τάκος, Ι. & Θεοδώρα Μέρου. 1995. Τεχνολογία Σπόρων Ξυλωδών φυτών. Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Τμήμα Δασοπονίας Δράμας. Δράμα. 182 σελ.
Tsianakas, T.D. 1975. Contribution a l’etude ecologique de la vegetation de la Chalcidique Nord-orientale (Greece). These.
Tutin T. G., V. H. Heywood, N. A. Burges, D. H. Valentine, S. M. Walters & D. A. Webb. 1964-1980. Flora Europaea. Vol. 1-5. Cambridge University Press. Cambridge.
Vardakis, E., G.Pavlides, & G.Lavrediades. 1987. On the vegetation of a typical xererthent soil of Polygyros area (S.E. of Thessaloniki). Feddes repertorium 98 (3-4): 253-264.
Voliotis, D. 1967. Investigation about the Vegetation and flora of Cholomon mountain. Ph. D. Thesis. Arist. Univ. of Thessaloniki. Dep. Of forest and natural Environment.
Voliotis D. 1975. Die vegetationstufung einiger cebirge im Nordogriechenland (Voras, Vermion, Pieria). Problems of Balcan flora and vegetation. Sofia: 391-400.
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Κωνσταντινίδη για το πλούσιο υλικό προς μελέτη.
http://fysei.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου