Στην αρχή του βίντεο ακούγεται η φράση: «Μπορεί να μην το ξέρεις, αλλά μιλάς πολύ περισσότερα ελληνικά από αυτά που νομίζεις». Τότε, καθηγητές και μαθητές σε διάφορα μέρη, ευχαριστούν την Ελλάδα για την αλφάβητο, τα …μαθηματικά, την ιστορία, τις Θερμοπύλες, τη φιλοσοφία, τη λογική, τους ιατρικούς όρους, την αστρονομία, τη δημοκρατία, τον Παρθενώνα, αλλά και τη μουσική, το κρασί, τον θεό Διόνυσο, τους μύθους, την τεχνολογία, για την Τροία, τη Σπάρτη, το θέατρο.
Στο τέλος, όλοι μαθητές σηκώνονται όρθιοι και φωνάζουν στα ελληνικά: «Ευχαριστούμε πολύ, με τρέλα!».
«Yo conozco mi herencia» («Εγώ γνωρίζω την κληρονομιά μου») είναι η πρώτη φράση που φαίνεται γραμμένη στο βίντεο, υπογραμμίζοντας αφενός τις στενές σχέσεις κουλτούρας των δύο λαών της Μεσογείου κι αφετέρου, τα θεμέλια που τέθηκαν την εποχή της ακμής της αρχαίας Αθήνας για τον πολιτισμό του Δυτικού κόσμου. Οι Ισπανοί λένε «gracias» («ευχαριστώ») στους Έλληνες σε μια εποχή που οι δυο χώρες βιώνουν μία από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία τους.
Επισημαίνεται ότι το βίντεο μπορεί να το παρακολουθήσει οποιοσδήποτε που γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, χωρίς να ξέρει Ισπανικά πέραν του πασίγνωστου «gracias».
Και ένα πολύ ωραίο τραγούδι να το πω - ποίημα να το πω
(για μένα είναι ένα ποίημα που απλά το τραγουδάει κιόλας ο
Αλκίνοος).
Δώστε έμφαση στους στίχους. Ανοίξτε από κάτω στο youtube .
Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν, τι ωραία που πέφτουν
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απτη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σάδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απτην ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απτην Ομόνοια να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή
Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
Με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ΄τους πιο πατριώτες
να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα στη Βουλή
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ
Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν, τι ωραία που πέφτουν
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απτη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σάδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική
Εδώ στην άσχημη πόλη που απτην ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απτην Ομόνοια να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή
Δεν ψάχνω ο εαυτός μου να ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου
Με τρομάζεις εσύ
Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς το μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου