"Η Ευρώπη είναι στα χέρια των πολιτών και όχι των οικονομικών λόμπι" διακηρύσσουν με άρθρο τους στη Le Monde, ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Michel Rocard και ο οικονομολόγος Pierre Larrouturou.
Στο άρθρο τους με τίτλο "Γιατί τα κράτη πρέπει να δανείζονται 600 φορές ακριβότερα από τις τράπεζες;" αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο δύσκολος ο δανεισμός για τα κράτη, την ώρα που οι τράπεζες εξασφαλίζουν άμεση πρόσβαση σε πακτωλό χρημάτων.
Οι Rocard και Larrouturou καλούν τους λαούς της Ευρώπης να πιέσουν ώστε να επιτευχθεί η "μεταμόρφωση" και να βγουν από την "πορεία θανάτου" στην οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή.
Μάλιστα προτείνουν έναν τρόπο, ώστε να ανακουφιστούν τα κράτη από τους τόκους, μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και σημειώνουν ότι από το υπάρχον σύστημα ωφελούνται μόνο ορισμένες ιδιωτικές τράπεζες.
Ολόκληρο το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στη Le Monde
"Οι αριθμοί είναι απίστευτοι! Ξέραμε ήδη από τα τέλη του 2008 ότι ο Τζορτζ Μπους και ο Χένρι Πόλσον είχαν βάλει στο τραπέζι 700 εκατομμύρια δολάρια (540 εκατομμύρια ευρώ) για να σώσουν τις αμερικάνικες τράπεζες. Ένα κολοσσιαίο ποσό. Αλλά ένας Αμερικανός δικαστής δικαίωσε πρόσφατα τους δημοσιογράφους του Bloomberg που ζητούσαν από την κεντρική τράπεζα διαφάνεια για τη βοήθεια που η ίδια είχε προσφέρει στο τραπεζικό σύστημα.
Αφού εξέτασε 20.000 σελίδες από ντοκουμέντα και έγγραφα, το Bloomberg έδειξε ότι δόθηκαν κρυφά στις τράπεζες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες το ποσό των 1.200 εκατομμυρίων δολαρίων με τόσο εντυπωσιακά χαμηλό, μόνο 0,01%!
Την ίδια στιγμή, σε πολλές χώρες, οι λαοί υποφέρουν από μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται από κυβερνήσεις στις οποίες οι αγορές δεν δέχονται να δανείσουν παρά κάποια εκατομμύρια με τόκους που ξεπερνούν το 6%, το 7% ή ακόμα και το 9%!
Με την ασφυξία που προκύπτει από τους τόκους, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να μπλοκάρουν τις συντάξεις, τους μισθούς και τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων και να κόψουν τις επενδύσεις, κάτι που αυξάνει την ανεργία και μας οδηγεί άμεσα σε μία βαθιά και πολύ σοβαρή ύφεση.
Η αυθαιρεσία των τραπεζών
Είναι όμως φυσιολογικό, σε περίοδο κρίσης, οι ιδιωτικές τράπεζες, που επιχορηγούνται συνήθως με 1% από τις κεντρικές τράπεζες, να μπορούν να απολαμβάνουν τόκους ύψους 0.01% όταν σε αντίθεση με αυτό αλλά πάλι στην ίδια περίοδο κρίσης, κάποια κράτη είναι υποχρεωμένα να πληρώνουν τόκους 600 ή 8000 φορές πιο αυξημένους;
«Το να κυβερνάται κανείς από το οργανωμένο χρήμα, είναι το ίδιο επικίνδυνο με το να κυβερνάται από το οργανωμένο έγκλημα», έλεγε ο Ρούζβελτ και μάλλον είχε δίκιο. Διανύουμε μία κρίση του αρρύθμιστου καπιταλισμού που μπορεί είναι καταστροφική για τον πολιτισμό μας. Όπως έγραφε ο Εντγκάρ Μορέν και ο Στεφάν Εσέλ στο «Δρόμο της ελπίδας» οι κοινωνίες μας πρέπει να διαλέξουν: μεταμόρφωση ή θάνατος;
Θα περιμένουμε να είναι πολύ αργά πια για να ανοίξουμε τα μάτια μας; Θα περιμένουμε να είναι πολύ αργά για να συνειδητοποιήσουμε την κρισιμότητα της κατάστασης και να επιλέξουμε μαζί τη μεταμόρφωση πριν οι ίδιες μας οι κοινωνίας αποδιαρθρωθούν;
Δεν έχουμε εδώ την ευκαιρία να αναπτύξουμε τις δέκα ή δεκαπέντε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν εφικτό αυτό το μετασχηματισμό.
Επιθυμούμε απλώς να αποδείξουμε πως έχουν λάθος κάποιοι σαν τον Πολ Κρούγκμαν που μας εξηγούν πως η Ευρώπη έχει παγιδευτεί σε μια «πορεία θανάτου». Πώς να δώσουμε οξυγόνο στα δημόσια οικονομικά μας; Πώς να δράσουμε χωρίς να αλλάξουμε τις συνθήκες, κάτι που θα απαιτήσει μήνες σκληρής δουλειάς και θα καταστεί εντελώς αδύνατο αν η Ευρώπη γίνεται ολοένα και πλέον αντιπαθής στους λαούς της;
Πληρώνουμε παλιές αμαρτίες
Η Άνγκελα Μέρκελ έχει δίκιο που λέει πως δεν πρέπει οι κυβερνήσεις να συνεχίσουν να δρουν με καθυστέρηση, όπως έκαναν μέχρι σήμερα.
Αλλά τα χρήματα που δανείζονται σήμερα τα κράτη μας, αφορούν βασικά παλαιότερα χρέη. Το 2012, η Γαλλία θα χρειαστεί να δανεισθεί περίπου 400 δις: 100 δις αντιστοιχούν στο έλλειμμα του τρέχοντος προϋπολογισμού (που θα μπορούσε να μηδενιστεί, αν καταργούσαμε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που επιβλήθηκαν εδώ και δέκα χρόνια) και τα υπόλοιπα 300 δις αντιστοιχούν στην εξυπηρέτηση παλαιών χρεογράφων που λήγουν και τα οποία δεν μπορούμε να εξοφλήσουμε αν δεν προχωρήσουμε σε νέο δανεισμό, λίγες ώρες πριν τη λήξη τους.
Το να πληρώνουν οι κυβερνήσεις υπέρογκους τόκους για δάνεια που έχουν παρθεί εδώ και πέντε ή δέκα χρόνια, δεν αφορά ευθύνη τους και σίγουρα συμβάλει στην ασφυξία που νιώθουν οι οικονομίες μας και που οφελεί αποκλειστικά τις λίγες ιδιωτικές τράπεζες: με το πρόσχημα της «επισφάλειας» και του ρίσκου αυτών των δανείων, τα χορηγούν τελικά με αυξημένα επιτόκια ενώ γνωρίζουν φυσικά ότι κανένα ρίσκο δεν υπάρχει αφού το «ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (EFSF) υπάρχει ακριβώς για να εγγυάται το αξιόχρεο των δανειοληπτών κρατών.
Υπάρχει λύση
Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το σύστημα του «δύο μέτρα και δύο σταθμά»: εμπνεόμενοι από αυτό που έκανε η αμερικανική κεντρική τράπεζα για να διασώσει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, ζητάμε τα παλιά χρέη των δικών μας κρατών να μπορέσουν να αναχρηματοδοτηθούν με επιτόκια κοντινά στο 0%.
Δεν χρειάζεται να αλλάξουμε τις ευρωπαϊκές συνθήκες για να πετύχουμε κάτι τέτοιο: σίγουρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δικαιούται να δανείζει στα κράτη – μέλη, αλλά δικαιούται να δανείζει χωρίς περιορισμούς κρατικούς οργανισμούς (βλέπε άρθρο 21.3 του καταστατικού του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών) αλλά και διεθνείς οργανισμούς (βλέπε άρθρο 23 του ιδίου καταστατικού).
Άρα, μπορεί να δανείσει με 0.01% την «ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων» (EIB) ή τα κρατικά ταμεία παρακαταθηκών και δανείων τα οποία όλα αυτά, στη συνέχεια θα δανείζουν αντίστοιχα με 0.02% τα ίδια τα κράτη, με σκοπό τελικά αυτά να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τα παλαιά τους χρέη.
Τίποτε δεν μας εμποδίζει να βάλουμε σε λειτουργία έναν τέτοιο μηχανισμό και μάλιστα από τον Ιανουάριο!
Δεν το φωνάζουμε όσο θα έπρεπε: ο προϋπολογισμός της Ιταλίας παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα. Θα μπορούσε άρα να σταθεροποιηθεί αν η χώρα δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει όλο και υψηλότερα επιτόκια. Πρέπει τελικά να αφήσουμε την Ιταλία να βυθιστεί όλο και περισσότερο στην ύφεση και την οικονομική κρίση ή πρέπει να πάρουμε απόφαση να μπει ένα τέλος στα κέρδη των ιδιωτικών τραπεζών; Η απάντηση θα έπρεπε να είναι προφανής, τουλάχιστον για όσους νοιάζονται για το δημόσιο συμφέρον.
Η ΕΚΤ δεν μπορεί να μείνει απαθής
Ο ρόλος της ΕΚΤ όπως ορίζεται από τις συνθήκες είναι ο έλεγχος της σταθερότητας των τιμών. Πώς μπορεί να μένει άπραγη όταν βλέπει ότι οι τιμές των ομολόγων των κρατών-μελών διπλασιάζονται ή τριπλασιάζονται μέσα σε λίγους μήνες; Η ΕΚΤ οφείλει τελικά να ελέγχει και τη σταθερότητα των οικονομιών μας. Πώς μπορεί να παραμένει απαθής όταν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους απειλεί να μας βουλιάξει σε μια ύφεση «χειρότερη από εκείνη της δεκαετίας του 1930», σύμφωνα με τον πρόεδρο της «τράπεζας της Αγγλίας»;
Ακόμα και αν παραμείνουμε προσκολλημένοι στις συνθήκες, τίποτε δεν απαγορεύει στην ΕΚΤ να δράσει δυναμικά με σκοπό την μείωση των επιτοκίων δανεισμού των κρατών. Όχι απλά τίποτα δεν της απαγορεύει να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά όλα την σπρώχνουν να το κάνει.
Αν η ΕΚΤ θέλει να είναι πιστή στις συνθήκες, οφείλει να κάνει τα πάντα για να μειώσει το κόστος της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Είναι παραδεκτό από όλους ότι αυτό αποτελεί την πλέον ανησυχητική αύξηση τιμών!
Το 1989, μετά την πτώση του τείχους, έφτασε ένας μήνας ώστε ο Χέλμουτ Κολ, ο Φρανσουά Μιτεράν και άλλοι αρχηγοί κρατών να αποφασίσουν να δημιουργήσουν το κοινό νόμισμα. Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης στην Ευρώπη, οι ηγέτες μας τι περιμένουν ακόμα για να δώσουν το λίγο οξυγόνο που χρειάζονται για να αναπνεύσουν τα δημόσια οικονομικά μας; Ο μηχανισμός που προτείνουμε εδώ θα μπορούσε να εφαρμοστεί άμεσα, δηλαδή αμέσως, και για να μειωθεί το κόστος των παλαιών χρεών αλλά και για να χρηματοδοτηθούν ουσιαστικές επενδύσεις που είναι απαραίτητες για το μέλλον μας.
Όσοι ζητούν την διαπραγμάτευση μίας νέας ευρωπαϊκής συνθήκης έχουν δίκιο: με τις χώρες που το επιθυμούν πρέπει να χτίσουμε μία πολιτική Ευρώπη, ικανή να δράσει απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Μία αληθινά δημοκρατική Ευρώπη όπως την είχαν προτείνει ήδη το 1994 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Καρλ Λάμερς ή το 2000 ο Γιόσκα Φίσερ. Απαιτείται μία συνθήκη κοινωνικής σύγκλισης και μία πραγματική οικονομική διακυβέρνηση.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα. Αλλά καμία νέα συνθήκη δεν θα μπορεί να υιοθετηθεί αν η ήπειρός μας συνεχίζει να ζει παρασυρμένη από το «σπιράλ του θανάτου» και αν οι πολίτες φτάνουν να μισούν ότι έρχεται από τις Βρυξέλλες. Είναι επείγον πια να στείλουμε στους λαούς ένα ξεκάθαρο σήμα: η Ευρώπη δεν είναι στα χέρια στον οικονομικών λόμπι. Είναι στην υπηρεσία των πολιτών!"