ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΟΜΣΕ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Του Άρη Ι. Τάτση, μέλους του δ.σ. της ΟΜΣΕ
Συνημμένα στην παρούσα, σας στέλνω τις δύο επιστολές του μελισσοκομικού Συλλόγου Άρτας, οι οποίες εκφράζουν απολύτως και τις δικές μου θέσεις. Παρακαλώ να τις θέσετε υπόψη των λοιπών μελών, κατά τη συνεδρίαση της 25-10-2008.
Ως Μ.Σ. Άρτας απαιτούμε τη δημοσίευση των θέσεών μας στο Μ.Β. Νοεμβρίου. Σε περίπτωση, που με οποιαδήποτε δικαιολογία δεν δημοσιευθούν, θα θεωρήσουμε ότι πρόκειται για σχέδιο συγκάλυψης εκ μέρους του διδύμου Παπαστεργίου – Ντούρα.
Εκτιμώ ότι, λόγω της έκτακτης κατάστασης, το δ.σ. δεν πρέπει να λάβει οποιαδήποτε απόφαση για οποιοδήποτε από τα λοιπά θέματα της ημερήσιας διάταξης. Όταν αντιμετωπισθούν τα επειγούσης φύσεως ζητήματα, θα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να συζητηθεί η εν κρυπτώ και παραβύστω λειτουργία της διοίκησης Παπαστεργίου – Ντούρα.
Άρης Τάτσης
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΡΤΑΣ
Εκδόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών η με αριθμό 1/15-7-2008 αγρονομική διάταξη (ΦΕΚ Β΄ 1501/30.07.2008), η οποία καθορίζει τα υπηρεσιακά καθήκοντα των αγροφυλάκων.
Στο άρθρο 5 της υπουργικής απόφασης ορίζονται τα εξής:
«Απαγορεύεται η τοποθέτηση κυψελών μελισσών σε απόσταση μικρότερη των είκοσι πέντε (25) μέτρων από αγροτικούς δρόμους και οδούς και σε απόσταση μικρότερη των πενήντα (50) μέτρων από κατοικημένες οικίες, εκτός εάν περιφράξουν αυτές με ειδικό πλέγμα ύψους δυο μέτρων τουλάχιστον.
Οι μελισσοτρόφοι είναι υποχρεωμένοι να τοποθετούν τις κυψέλες σε απόσταση πενήντα (50) μέτρων από ποιμνιοστάσια και από τόπους ποτίσματος ζώων.
Απαγορεύεται επίσης να τοποθετούνται κυψέλες σε καλλιεργημένες ή ακαλλιέργητες εκτάσεις χωρίς γραπτή συγκατάθεση των ιδιοκτητών.
Υποχρεούνται δε οι μελισσοτρόφοι, σε ανάλογο αριθμό κυψελών να αναγράφουν το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο τους.
Τέλος, κατά την τοποθέτηση των κυψελών στην ύπαιθρο να ενημερώνεται ο αρμόδιος αγροφύλακας της περιοχής».
Οι κυρώσεις των παραβάσεων της απόφασης ορίζονται στο άρθρο 16, ως εξής: «Οι παραβάτες της παρούσας διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 ν. 3585/2007 σε συνδυασμό με το άρθρο 458 Ποινικού Κώδικα». Αμφότερες οι διατάξεις αυτές προβλέπουν πρόστιμο. Συνεπώς η παράβαση είναι πταισματική. Το δε ελάχιστο ύψος του προστίμου είναι 59 ευρώ, το οποίο κατ’ αποτέλεσμα, μαζί με τις προσαυξήσεις και τα δικαστικά έξοδα, ανέρχεται περίπου στο ποσό των 150 ευρώ.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 19 του ν. 3208/2003 (ΦΕΚ Α 303 24.12.2003):
«13. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Γεωργίας, καθορίζονται οι περιοχές τοποθέτησης μελισσοσμηνών, οι αποστάσεις τοποθέτησής τους από εθνικούς και επαρχιακούς δρόμους, κατοικημένες περιοχές και κατοικημένες οικίες, καθώς και οι κυρώσεις για παράβαση των εν λόγω διατάξεων, τα όργανα επιβολής τους και η σχετική διαδικασία. Με την έναρξη ισχύος της παραπάνω απόφασης, καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 6238/1934 (ΦΕΚ 256 Α) και 22 του Ν.4856/1930 (ΦΕΚ 316 Α)».
Δεδομένου ότι η ως άνω αγρονομική διάταξη εξεδόθη μόνον από τον Υπουργό Εσωτερικών και όχι από τους συνολικά τέσσερις ως άνω υπουργούς, δεν διαθέτει την απαιτούμενη νομοθετική εξουσιοδότηση προς κατάργηση των γνωστών νόμων της ελληνικής μελισσοκομίας. Η αγρονομική διάταξη δεν αναφέρει μεταξύ των κανόνων δικαίου, βάσει των οποίων εξεδόθη, την ως άνω διάταξη του ν. 3208/2003. Το συμπέρασμα ότι οι περί μελισσοκομίας ρυθμίσεις ευρίσκονται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης εξάγεται μετά από έλεγχο των διατάξεων που αναφέρει η αγρονομική διάταξη ως εξουσιοδοτικές, δηλαδή αυτές των άρθρων 1, 2, 3, 10, 11, 43 του ν. 3585/2007, 1 του π.δ/τος 205/2007 και 13 του π.δ/τος 138/2007. Με τις διατάξεις αυτές ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Εσωτερικών να ρυθμίσει τα ζητήματα σχετικά με την τοποθέτηση μελισσοσμηνών.
Συνεπώς συνεχίζουν να ισχύουν οι διατάξεις των γνωστών παλαιών νόμων της μελισσοκομίας.
Η διάταξη του άρθρου 7 του ν. 6238/1934 έχει ως εξής:
«1.Η εις κατοικημένους χώρους τοποθέτησις μελισσίων απαγορεύεται εφ’ όσον δεν περιφράσσονται ταύτα μερίμνη των μελισσοτρόφων δια τοίχου σανιδώματος ή πυκνού φυσικού ή τεχνητού φράκτου ύψους τουλάχιστον 2 μέτρων από της επιφανείας του εδάφους.
2.Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν ισχύουν εφ’ όσον τα μελίσσια τοποθετούνται εις απόστασιν τουλάχιστον 30 μέτρων από κατοικημένας οικίας και 25 μέτρων από τας δημόσιας οδούς ως και εις αριθμόν μέχρι 3 κυψελών προκειμένου περί μελισσίων προς μελετάς βιολογικάς και επιστημονικάς.
3.Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται με πρόστιμον 250 δραχμών εν υποτροπή δε με χρηματική ποινήν 1.000 δραχμών ή φυλάκισιν μέχρι 15 ημερών.
Δια το μέτρον των χρηματικών ποινών βλ. άρθρ.2 Ν.110/1945 και άρθρ. 57 Ποιν. Κώδικος (τομ. 8 σελ 6 και 28)».
Η διάταξη του άρθρου 22 του ν. 4856/1930 έχει ως εξής:
«Αι αρμόδιαι γεωργικαί υπηρεσίαι δεν δύνανται να απαγορεύσωσιν εις τους μελισσοκόμους την τοποθέτησιν κατά την άνθησιν των μελισσίων των εντός των δημοσίων, δημοτικών και κοινοτικών δασών και γαιών».
Πλην όμως οι ορισμοί των ως άνω διατάξεων συγκρούονται με αυτούς της πρόσφατης αγρονομικής διάταξης. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα ποιος κανόνας δικαίου θα εφαρμοσθεί.
Όσον αφορά τον αγροφύλακα, ο οποίος θα επιληφθεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικής αναφοράς, δεν τίθεται ζήτημα. Προφανώς θα εφαρμόσει την πρόσφατη αγρονομική διάταξη. Δεν πρόκειται να λάβει υπόψη του τα επιχειρήματα του μελισσοκόμου. Κι αν αυτός δεν συμμορφωθεί, θα τον παραπέμψει στο αρμόδιο Πταισματοδικείο.
Η πείρα μας δείχνει ότι και στο Πταισματοδικείο είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να ευδοκιμήσουν τα ορθά νομικά επιχειρήματα του μελισσοκόμου περί εφαρμογής των γνωστών παλαιών νόμων.
Και μόνον από το γεγονός της προκλήσεως συγχύσεως στους μελισσοκόμους και τα όργανα εφαρμογής του νόμου εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι περί τοποθέτησης μελισσοσμηνών διατάξεις της αγρονομικής διάταξης, παρότι ανίσχυρες κατά τα ως άνω, θα πρέπει να καταργηθούν και τυπικά, προκειμένου να υπάρχει ασφάλεια δικαίου.
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνον τυπικό. Η διατύπωση του νομοθετήματος αφήνει περιθώρια εξοντωτικής για τον έλληνα μελισσοκόμο ερμηνείας:
Κατά την 3η παράγραφο του άρθρου 5: «Απαγορεύεται επίσης να τοποθετούνται κυψέλες σε καλλιεργημένες ή ακαλλιέργητες εκτάσεις χωρίς γραπτή συγκατάθεση των ιδιοκτητών». Η διάταξη δεν διακρίνει μεταξύ δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών και ιδιωτικών εκτάσεων. Κατά τη γραμματική ερμηνεία σαφώς εξαιρούνται της ρύθμισης οι δασικές εκτάσεις, οπότε συνεχίζει ισχύον το ήδη γνωστό νομικό καθεστώς. Τίθεται όμως το ερώτημα τι ισχύει στις χέρσες δημόσιες ή δημοτικές εκτάσεις. Στο νομό Θεσπρωτίας η αγροφυλακή εξεδίωξε μελισσοκόμους από δασική έκταση, χρησιμοποιώντας τη διάταξη αυτή.
Κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου. Είναι σαφές ότι και οι δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις έχουν ιδιοκτήτη. Κύριος της εκάστοτε εκτάσεως είναι το δημόσιο ή ο οικείος ΟΤΑ. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος πίσω από τη φαινομενικά αθώα διατύπωση να υποκρύπτεται ο σκοπός εκδίωξης των μελισσοσμηνών από δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις. Σημειώνεται ότι δεν πληροφορηθήκαμε το κείμενο του νομοθετήματος κατά την επεξεργασία του, όπως θα ήταν το ορθό, αλλά από συνάδελφο μελισσοκόμο, τον οποίο εκδίωξε η αγροφυλακή Άρτας από δημοτική έκταση κατόπιν καταγγελίας του δημάρχου.
Αλλά και για τις ιδιωτικές εκτάσεις η διάταξη παρεμβάλει εμπόδια στην καθημερινή λειτουργία του μελισσοκόμου, χωρίς απολύτως κανένα δικαιολογητικό λόγο. Ο συνάδελφος μελισσοκόμος που λαμβάνει την προφορική συγκατάθεση του ιδιοκτήτη για προσωρινή τοποθέτηση των μελισσοσμηνών, συνάπτει αγρομίσθωση, η οποία ρυθμίζεται στον Αστικό Κώδικα, ακόμη και αν το συμφωνημένο ενοίκιο δεν αποτιμάται σε χρήματα, αλλά σε είδος (μέλι). Η αγρομίσθωτη είναι σύμβαση άτυπη (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τ. Γ΄, ημιτ. Β΄, άρθρο 619, σελ. 24), δεν απαιτείται δηλαδή έγγραφος τύπος, οπότε αρκεί η προφορική συμφωνία.
Είναι ξεκάθαρο ότι η εισαγωγή της υποχρεωτικής έγγραφης συγκατάθεσης, δηλαδή ουσιαστικά έγγραφης αγρομίσθωσης δυσχεραίνει το έργο του μελισσοκόμου, ο οποίος θα πρέπει να εξηγεί τα ανεξήγητα στον ευλόγως φιλύποπτο ιδιοκτήτη. Η ρύθμιση αυτή εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος του μελισσοκόμου, σε σχέση με τους λοιπούς αγρότες, δεδομένου ότι η αγρομίσθωση για καλλιέργεια ή βόσκηση δύναται να είναι προφορική.
Δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως της ρυθμίσεως αυτής δεν δύναται να είναι η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας από πιθανή καταπάτηση από τον μελισσοκόμο. Η ιδιοκτησία προστατεύεται από επαχθέστερες ποινικές διατάξεις. Ο μελισσοκόμος που τοποθετεί μελίσσια χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη σε χέρσο αγρό ή οικόπεδο, σαφώς τελεί το αδίκημα της αυτοδικίας (Π.Κ. 331), το οποίο είναι πλημμέλημα, δηλαδή σαφώς βαρύτερο από την παράβαση της ως άνω διάταξης. Επίσης αυτός που το πράττει σε καλλιεργημένο αγρό τελεί το αδίκημα της αγροτικής φθοράς, το οποίο και αυτό είναι πλημμέλημα.
Τα ανωτέρω προφανώς ήταν σε γνώση των ιθυνόντων που εισήγαν τη διάταξη. Ποιος λόγος υπαγόρευσε τη θέσπισή της;
Απόσταση 50 μέτρων από κατοικίες, ποιμνιοστάσια και τόπους ποτίσματος ζώων. Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη του την περίπτωση του μελισσοκόμου, ο οποίος κατέχει ιδιόκτητη έκταση, την οποία απέκτησε αποκλειστικά και μόνον προς τοποθέτηση των μελισσοσμηνών του. Η πολιτεία, αντί να επιβραβεύσει τον πολίτη αυτό, ουσιαστικά του στερεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας, στην περίπτωση που μετά την αγορά της εκτάσεως εγκατασταθεί πλησίον του κτήματός του σπίτι ή σταύλος. Σ’ αυτή την περίπτωση η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε κατάφωρη αντίθεση με τη ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 2 του συντάγματος, κατά την οποία ουδείς στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον δυνάμει απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια και αφού προηγηθεί ολοσχερής αποζημίωση κατά τη σχετική διαδικασία.
Η απόσταση των 25 μέτρων από «αγροτικούς δρόμους και οδούς» (κατά την αγρονομική διάταξη), στο μέτρο που δεν διακρίνει, ώστε και ασφάλεια του δικαίου να υπάρχει και διαφορετικές καταστάσεις να αντιμετωπίζονται ανάλογα, μόνον επιζήμια μπορεί να είναι για την ελληνική μελισσοκομία.
Σαφώς είναι ορθή η υποχρεωτική αναγραφή στοιχείων του ιδιοκτήτη των κυψελών επ’ αυτών.
Πλην όμως, κατά την άποψή μας, είναι παντελώς άτοπη η θέσπισης υποχρεωτικής ενημέρωσης του αγροφύλακα. Ο μελισσοκόμος χρειάζεται σαφές νομικό καθεστώς για το που επιτρέπεται να τοποθετεί τα μελισσοσμήνη του. Αφού τηρήσει τη νομοθεσία δε υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος προληπτικού ελέγχου νομιμότητας από οποιοδήποτε όργανο. Αν ο μελισσοκόμος παρανομήσει υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα επιβολής των νόμιμων κυρώσεων, μετά τη βεβαίωση της σχετικής παράβασης από τα αρμόδια όργανα. Αρκετή διαφθορά υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Επ’ αυτού επαναλαμβάνουμε τη σοφή γερμανική ρήση: «Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες;».
Προκαλεί αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι η διοίκηση της Ο.Μ.Σ.Ε. δεν έχει ενημερώσει ακόμη τους συλλόγους μέλη της.
Καταλήγοντας, θεωρούμε ότι το ζήτημα είναι σοβαρότατο. Απαιτείται έκτακτη γενική συνέλευση της Ο.Μ.Σ.Ε., με μοναδικό θέμα την κατάσταση που έχει προκύψει. Το ζήτημα υπερβαίνει την εξουσία του Δ.Σ., το οποίο μόνο για τις επείγουσες ενέργειες αντιμετώπισης της νέας κατάστασης έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει.
Για τον Μελισσοκομικό Σύλλογο Άρτας
Ο πρόεδρος του Δ.Σ.
Κώστας Πανέτας
ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΡΤΑΣ
Προτείνω την εκ μέρους της Ο.Μ.Σ.Ε. άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της με αριθμό 1/15-7-2008 αγρονομικής διάταξης (ΦΕΚ Β΄ 1501/30.07.2008), για τους ουσιαστικούς λόγους που αναφέρονται στη σχετική ανοικτή επιστολή μας.
Με την αίτηση ακυρώσεως θα προσβάλλεται το επίμαχο άρθρο 5, λόγω ελλείψεως νομοθετικής εξουσιοδότησης (Σύνταγμα 43 παρ. 2 εδ. 2 και πάγια νομολογία, εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ (ΟΛΟΜ) 941/2008, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Η αγρονομική διάταξη αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και για το λόγο αυτό περιλαμβάνεται στις διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ κατά την έννοια του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 (εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ 2987/2005).
Η προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως λήγει την 29-10-2008. Η σχετική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989 έχει ως εξής:
«1. Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται, ενδεικτικώς δεν ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επόμενη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης ή της δημοσίευσής της, αν την τελευταία επιβάλλει ο νόμος ή, διαφορετικά, από τότε που ο αιτών, έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 2,3 και 4 του άρθρου 45 η προθεσμία αρχίζει από την παρέλευση των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις αυτές».
Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν.2479/1997,ΦΕΚ Α 67 ορίζεται ότι:
«1.α. Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.
β. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τις εκκρεμείς υποθέσεις».
Η αγρονομική διάταξη δημοσιεύθηκε την 30-7-2008. Η προθεσμία άρχισε να προσμετράται την επομένη, ανεστάλη κατά τον Αύγουστο, οπότε είναι ευχερής πλέον ο υπολογισμός της. Κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ δεν λαμβάνεται υπόψη η τυπική ημερομηνία την οποία φέρει το ΦΕΚ, αλλά ο χρόνος πραγματικής κυκλοφορίας του. Πλην όμως η αίτηση ακυρώσεως είναι απλή στη σύνταξή της, λόγω του ως άνω λόγου, οπότε για λόγους ασφάλειας σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως, σαφώς η ΟΜΣΕ δύναται να την ασκήσει μέχρι την ως άνω λήξη της προθεσμίας.
Αιτούσα θα πρέπει να είναι η ΟΜΣΕ (κρίσιμοι είναι η κατά το καταστατικό της σκοποί), οι σύλλογοι μέλη της, καθώς επίσης και τα μέλη του Δ.Σ. και οι πρόεδροι των μελισσοκομικών συλλόγων ως φυσικά πρόσωπα (ως μελισσοκόμοι). Ενδεικτικά η στάση της νομολογίας στο κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα του εννόμου συμφέροντος έχει ως εξής:
«Επειδή, η αιτούσα Ομοσπονδία είναι, σύμφωνα με το προσκομισθέν καταστατικό της, επαγγελματικό-συνδικαλιστικό σωματείο (άρθρο 1), που συνεστήθη το έτος 1997 και εξακολουθεί να υφίσταται (βλ. σχετικώς το από 18.4.2005 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών [Τμήμα εταιρειών και σωματείων]). Σκοπό έχει τη διαφύλαξη και προάσπιση «των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών της ... την ανάπτυξη πνεύματος αλληλεγγύης και αλληλοεξυπηρέτησης των μελών προς αποφυγή του αθέμιτου ανταγωνισμού ... την κατοχύρωση του επαγγέλματος και την επίλυση των προβλημάτων που πλήττουν τον κλάδο» (άρθρο 2). Μέλη της Ομοσπονδίας είναι μόνο πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία έχουν ως μέλη φυσικά πρόσωπα που «ασκούν
το επάγγελμά τους ... σε θρησκευτικά και εμπορικά πανηγύρια των αστικών κέντρων και των επαρχιακών πόλεων και κωμοπόλεων σε τακτά χρονικά διαστήματα ή κατά τις ημέρες του εορτασμού Αγίων ...» (άρθρο 3).
5. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 (Α΄ 8), το έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για την προσβολή διοικητικής πράξεως κρίνεται, κατά περίπτωση, ενόψει κυρίως του σκοπού του νομικού προσώπου και του περιεχομένου της πράξεως (ΣΕ 1620/88 Ολομ.). Εν προκειμένω, το αιτούν δευτεροβάθμιο επαγγελματικό σωματείο, που έχει, δυνάμει του καταστατικού του, ως σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των μελών του, δηλαδή των συσταθέντων από τους κατ’επάγγελμα ασχολούμενους με την άσκηση υπαίθριου εμπορίου μικροπωλητές και εμπόρους πρωτοβάθμιων σωματείων, έχει κατ’αρχήν έννομο συμφέρον να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά τη διοργάνωση Πασχαλινής αγοράς, ισχυριζόμενο ότι η κατά παράβαση του Ν 2323/1995 (Α΄ 145) περί υπαιθρίου εμπορίου διεξαγωγή της στην «Πλατεία Πρωτομαγιάς» αφενός απέκλεισε τόσο την Ομοσπονδία όσο και τα πρωτοβάθμια σωματεία από τη δυνατότητα συμμετοχής στη διοργάνωση, αφετέρου αύξησε το κόστος συμμετοχής των μικροπωλητών επί βλάβη των συμφερόντων τους (πρβλ. ΣΕ 1620/88 Ολομ.). Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Τμήματος, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Μαρία Σωτηροπούλου, τα επαγγελματικά σωματεία που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου έχουν ως σκοπό την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, το γενικό δε συμφέρον προς διασφάλιση της νομιμότητας δεν αρκεί για τη νομιμοποίησή τους προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Περαιτέρω, εν προκειμένω, και η τυχόν αποδοχή των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως [αναρμοδιότητα της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως να παραχωρήσει το χώρο προς διενέργεια παζαριού] θα οδηγούσε σε καθολική ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως και, συνεπώς, σε αδυναμία διενέργειας της Πασχαλινής αγοράς στο συγκεκριμένο χώρο, για τον οποίο δεν υπάρχει νόμιμη υποχρέωση προς παραχώρηση για τον ανωτέρω σκοπό, η ευδοκίμηση δηλαδή της αιτήσεως ακυρώσεως δεν θα ικανοποιούσε τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό, που συνίσταται στη δυνατότητα συμμετοχής των μικροπωλητών με μειωμένο τίμημα (πρβλ. ΣΕ 3321/95 Ολομ.). Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος, προεχόντως για τον λόγο αυτόν.
6. Επειδή, τα επαγγελματικά σωματεία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως διοικητικές πράξεις που αφορούν είτε τα ίδια τα σωματεία είτε το σύνολο των μελών τους είτε ακόμη και μια κατηγορία μελών, υπό την προϋπόθεση όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ότι δεν θίγονται τα συμφέροντα άλλης κατηγορίας μελών από την τυχόν ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων (βλ. ΣΕ 375/05 επτ., 2155/93). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ορισμένοι μικροπωλητές, μέλη πρωτοβάθμιων σωματείων τα οποία μετέχουν στην αιτούσα ομοσπονδία, έχουν υποβάλει αίτηση συμμετοχής στην εν εξελίξει διαδικασία παραχωρήσεως περιπτέρων στην «Πλατεία Πρωτομαγιάς» και, ακολούθως, κατόπιν της διενεργηθείσης κληρώσεως, έχουν παραχωρηθεί σε αυτούς περίπτερα στην επίδικη αγορά. Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, η αιτούσα Ομοσπονδία χωρίς έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, διότι τυχόν ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως θα βλάψει ορισμένα από τα μέλη της (πρβλ. ΣΕ 375/05 επτ., 2155/93, 3829/82 επτ.). Κατά τη γνώμη όμως της Παρέδρου Ολγας Παπαδοπούλου, εφόσον μέλη της αιτούσας Ομοσπονδίας είναι μόνο πρωτοβάθμια σωματεία και όχι φυσικά πρόσωπα, το γεγονός ότι ορισμένοι μικροπωλητές, φερόμενοι ως μέλη σωματείων που μετέχουν στην αιτούσα Ομοσπονδία, έχουν λάβει μέρος στην επίδικη διοργάνωση δεν στερεί την αιτούσα του εννόμου συμφέροντός της (ΣτΕ 1265/2005, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Όσον αφορά το ζήτημα της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου που θα υπογράψει και καταθέσει την αίτηση ακυρώσεως τα πράγματα είναι απλά. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί εκ των υστέρων και μέχρι την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως. Το ζήτημα είναι επείγον. Ουσιαστική βούληση χρειάζεται μόνον. Η διοίκηση της Ο.Μ.Σ.Ε. δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τυπικές δικαιολογίες και προφάσεις.
Για τον Μελισσοκομικό Σύλλογο Άρτας
Ο πρόεδρος του Δ.Σ.
Κώστας Πανέτας